Ο μαθηματικός που ξαναφοβήθηκε το άπειρο

Ένα.

Ένα. Ένα.

Έχετε ποτέ νιώσει απέχθεια για κάποιον αριθμό; Μια εμμονή, να κάνετε τα πάντα να τον αποφύγετε; Και εντάξει για οποιοδήποτε άλλο αριθμό. Αλλά ξέρετε τι πανωλεθρία είναι να μην τα πηγαίνεις καλά με το «ένα»; Ξέρετε τι είναι να έχεις μελετήσει το άπειρο, σα να λέμε να έχεις φλερτάρει με το Θεό ή ακόμα και με το σύνολο των ακέραιων και να έρχεται κάτι τόσο πεπερασμένο να σε στηλώνει στο χώμα. Όχι. Να σε κάνει χώμα, να γίνεσαι χώμα.

Δεν είχε συνηθίσει να παρατηρεί τη ζωή του. Και δύσκολα θα τη συνόψιζε. Δεν ήξερε αν είχε κάτι ιδιαίτερο. Νομίζει ότι του άρεσε να τον αγαπάνε και να τον θαυμάζουνε. Ο πατέρας του μάλιστα ήταν ιδιαίτερα καλός σε αυτό. Θα αγαπούσε και εκείνος κάποια στιγμή, το είχε στα υπόψη του. Του άρεσε πολύ το κρώξιμο των γλάρων. Το έβρισκε κάπως υστερικό. Λευκά αιθέρια πλάσματα που ήξεραν μάλλον ότι φλέρταραν με την άβυσσο από κάτω τους - και από πάνω τους-. Είχε κάτι από αλμύρα και αγωνία η φωνή τους. Επίσης, του άρεσε πολύ το γκρι. Πίστευε ότι συνδύαζε την ουδετερότητα γλιτώνοντας ενοχλητικές αντιθέσεις. «Μα υπάρχει άνθρωπος που να επιλέγει το γκρι συνειδητά;» Ε, εντάξει δεν ήταν και καφέ. Ο καφές δεν του άρεσε. Όξυνε την οξυθυμία του. Επίκτητη η οξυθυμία, εξωτερική και η προσθήκη της καφεΐνης, ο συνδυασμός τους -καινούργιος ακόμα για τον πράο μέχρι πρότινος χαρακτήρα του - τον έκανε δυσάρεστη παρέα μέχρι και για το σώμα του. Προτιμούσε το ζεστό κακάο. Είχε συνηθίσει τον πατέρα του να του λέει πως κάνει « το απόγευμα μυρωδάτο και τον τυπά πολύ φευγάτο». Είχε συνηθίσει τη μάνα του να μην υπάρχει. Είχε μια αγάπη για τα μαθηματικά. Αλλά η σχέση τους ήταν καθαρά «βιοποριστική», οπότε το «αγάπη» ένιωθε πως το χρησιμοποιούσε λίγο κλεψιμαίικα. Και αυτό εκτεινόταν και πέραν των μαθηματικών. Δεν είχε ποτέ καμιά τρέλα με τα μαθηματικά για να μπορεί να καυχιέται ανενόχλητα, αλλά ήδη από τα πρώτα χρόνια στο Πανεπιστήμιο συνειδητοποίησε ότι τα καταλάβαινε κάπως πιο εύκολα από τους άλλους και αυτό τον είχε βοηθήσει και ακαδημαϊκά και επαγγελματικά. Επομένως αποφάσισε να τους το ανταποδώσει ισχυριζόμενος πως τα αγαπά, αρκετά γραφικά μάλιστα, ανακαλώντας το αρκετά κοινότοπο «Τα μαθηματικά είναι η βασίλισσα των επιστημών και η αριθμητική είναι η βασίλισσα των μαθηματικών» ή το « Οι αριθμοί κυβερνούν το σύμπαν» σε κάθε συζήτηση.

Τότε λοιπόν, ήταν Τετάρτη, είχε γενέθλια, είχε τα πόδια στο τραπεζάκι του καθιστικού και είχε και την τύχη να ανακαλύψει ένα νέο άπειρο. Ή μάλλον έναν νέο ακόμα τρόπο για να το φτάσει. Τουλάχιστον αυτό ήταν αριθμήσιμο - λίγες ακόμα μαθηματικές ατάκες για να θρέψει την κλεψιμαίικη αγάπη-. Ο πατέρας του μόλις είχε γυρίσει με μια μεγάλη σακούλα ψάρια, μάλλον γνωστής ράτσας, η οποία πάλι του διέφευγε. Τα είχε αφήσει πάνω στον πάγκο όσο ετοίμαζε με αρκετό θόρυβο τα υλικά για το μαρινάρισμα. Αυτή τη λέξη τη θυμόταν, γιατί του θύμιζε Ιταλία, ομορφιά και εξωτικά πράγματα τύπου σομπρέρο, παπαγάλους και ποτά. Ο θόρυβος ήταν όσο να πεις κάπως ενοχλητικός. Ξαφνικά τα ντουλάπια δεν έκλειναν, χτυπούσαν. Μέχρι και το νεκρό ψάρι φαινόταν κάπως ενοχλημένο στη χάρτινη σακούλα. Ήταν ο χαρακτηριστικός θόρυβος των ανθρώπων που έχουν νεύρα και θέλουν να σε κάνουν να τα ακούσεις. Στην προκειμένη, τα πιρούνια που έπεφταν με καμία χάρη μεταφράζονταν ως « έχω καλέσει για δείπνο τους θείους σου για τα 25α γενέθλιά σου, κι εσύ θα πας πάλι στο μπιλιαρδάδικο». Και εκεί, επί του μαριναρίσματος, χτύπησε το τηλέφωνο. Χτύπησε και χτυπούσε. Καμία ιδιαίτερη συγκίνηση από τους δύο άντρες, ή τα τέσσερα νεκρά ψάρια της σακούλας. «Σήκωσέ το. Για σένα θα' ναι, μαγειρεύω». Σύρθηκε στον καναπέ προς το τηλέφωνο. Θα το σήκωνε, για εκείνον θα ήταν, δε μαγείρευε. Και σύντομα δε θα μαγείρευε ούτε ο πατέρας του.

Με ένα «παρακαλώ» αυτή η ρομαντική κλωστή που ήταν τυλιγμένη σε κάποια ανέμη, πάει. Ξετυλίχτηκε. Μπλέχτηκε. Σκατά όλα.

«Η μαμά είμαι».

Η ποια;

«Έχεις γενέθλια, πάντα το θυμάμαι μη νομίζεις ε. Μη νομίζεις ότι ξέχασα ποτέ. Δεν ξέχασα.»

Δεν τι;

«Τα 25 ε; Μεγάλωσες. Ήθελα να πάρω ένα τηλέφωνο, πολλά χρόνια.»

Ένα τι;

Η απόλυτη σιγή από τη μία πλευρά της γραμμής έκανε το μεσήλικα άντρα με κάτι γελοία λαχανί γάντια να εμφανιστεί στο καθιστικό. Κρατούσε και ένα ξεκοιλιασμένο ψάρι. Τα μάτια των δύο αντρών συναντήθηκαν. Ενώθηκαν. Πάγωσαν παρέα σα να μην είχε δύναμη να κυλήσει ο χρόνος. Σα να μηδένιζε το κοντέρ. Σα να έσπαγε μη και έρθει το επόμενο λεπτό και πρέπει να αρχίσουν να γίνονται συλλογισμοί.

«Η μάνα μου είσαι;»

Το ξεκοιλιασμένο ψάρι κατάπιε τους δύο άντρες. Μετά συνέχισε να καταπίνει και όλο το δωμάτιο. Θα τους ξερνούσε πάλι λίγες στιγμές πιο μετά και θα τους άφηνε να καθαρίσουν την κουζίνα από τα απομεινάρια του και από τα απομεινάρια τους. Θα έπαιρνε ώρα. Θα έπαιρνε χρόνια ίσως.

«Θα μιλάμε, έχουμε πολλά να πούμε. Έχω πολλά να σου πω, το ξέρω. Έκανα την αρχή επιτέλους ε; Ένα τηλεφώνημα».

Ένα τι;

«Να περάσεις όμορφα, να περνάς όμορφα.»

Να τι;

«Πρέπει να κλείσω». Έκλεισε. Κοίταξε τον πατέρα του. «Η μαμά ήταν».

Μετά δεν θυμάται τι έγινε. Δεν θυμάται τι έκανε ο πατέρας του. Άρχισε να μην θυμάται τον πατέρα του. Άρχισε να μην θυμάται τη ζωή του. Ήταν πολύ απασχολημένος να αναμένει. Πού να βρει χρόνο για ζωή. Πριν προλάβει να αφήσει το ακουστικό από το χέρι η ζωή του είχε γίνει θρύψαλα σε ενδεχόμενα. Όλες οι ζωές όλων έτσι είναι αλλά είναι μάλλον διαφορετικό να σου υπαγορεύει κάποιος αυτά τα θρύψαλα, μια Τετάρτη. Σε ένα τηλεφώνημα. Και μετά ξαφνικά δεν μπορούσε να σταματήσει να τα νιώθει. Λες και δεν πατούσε πάνω τους 25 χρόνια τώρα. Ένιωθε σαν γλάρος ώρες ώρες. Γλάρος που μόλις κατάλαβε τι του γίνεται. Τι υπάρχει από πάνω του, τι υπάρχει από κάτω του, και ότι δυο φτερά των γλιτώνουν από τις συμπληγάδες πέτρες. Και ευτυχώς, για το γλάρο, μάλλον δε θα φτάσει εκεί. Αλλά ο άνθρωπος; Ίσως για τον άνθρωπο ο μεγαλύτερος τρόμος να είναι πάντα η συνειδητοποίηση του αγνώστου. Ένα άγνωστο μη αντιληπτό, είναι και μη υπαρκτό για το υποκείμενο της δεδομένης αντίληψης. Η μετάβαση από τη μεθυστική άγνοια στη γνώση του αγνώστου είναι κάτι που πάντα θα τρέμει η πεπερασμένη αντίληψη. Μέχρι εκείνο το «ένα τηλεφώνημα», εκείνη τη μέρα, εκείνα τα λόγια και εκείνο το «ένα» εκείνος θα ξαπόσταινε στη γαλήνη όσων δεν γνώριζε πως χρειαζόταν. Μια μάνα, μια εξήγηση, τις κουβέντες της, κι άλλα τηλεφωνήματα. Αυτό το «ένα» φέρνει στο προσκήνιο της συνειδητότητας τον εαυτό του και ένα άπειρο ακολουθίας. Θα είναι μόνο αυτό; Δεν θα υπάρξουν κι άλλα τηλεφωνήματα; Πρέπει!

Λοιπόν. Τι σου είναι αυτό το «ένα». Εισάγει την αρίθμηση. Υπονοεί την ύπαρξη άλλων τόσων. Όμως απλά την υπονοεί. Την προλογίζει. Και σταματά εκεί. Νίπτει τας χείρας του και απλά υπάρχει. Αλλά εντάξει, ας μην γινόμαστε άδικοι. Και το 5 και το 16 και το 352 ακριβώς τις ίδιες αρμοδιότητες έχουν. Αυτοπροσδιορίζονται και σταματούν. Το «ένα» όμως, είναι και κάπως συμβολικό όπως και να το κάνουμε. Είναι μια αρχή που προοικονομεί μια συνέχεια. Και λένε «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» αλλά μια αρχή με αμφίβολη συνέχεια διαιωνίζει το στοίχειωμα του «παντός» τσαλαπατώντας κάθε «ήμισυ» - και ευτυχώς το έγραψε σωστά-. Μια αρχή με δυνητική συνέχεια, είναι μια ξεδιάντροπη αρχή, που δεν σέβεται όσους θα πνιγούν ζητώντας κάτι «επόμενο».

Και εκείνος το ζητούσε ακόμη. Δέκα χρόνια μετά.

Ήταν η μέρα πάλι αυτή. Ορθολογιστικά παρατηρώντας την ήταν η ημέρα που οι εμμονές του χτυπούσαν κόκκινο. Κάπως περισσότερο ανθρώπινα, ήταν μια μέρα θεριεύουσας ελπίδας που άνθιζε κατά τον φυσιολογικό κύκλο των παρακινδυνευμένων ελπίδων σε ευτελή αναμονή για να γκρεμιστεί στο τέλος της ημέρας σε ένα «του χρόνου».

Καθόταν με τα πόδια απλωμένα στο κακόμοιρο τραπεζάκι που είχε μαρτυρήσει μπροστά από την τηλεόραση. Μπλεγμένα τα είχε σαν πλεξούδα και κάτι γκρι κάλτσες μετρούσαν το πέρα δώθε. Εκνευριστικά ρυθμικά. Εκνευριστικά γρήγορα. «Πάω να πάρω πατάτες». Η γυναίκα του, που έβγαινε από το σπίτι, χτυπώντας την πόρτα λίγο πιο χαμηλά από το επιτηδευμένο «με θόρυβο». Και αυτό ήταν χειρότερο. Άκουσε τα κλειδιά της να κατεβαίνουν τις σκάλες και να χάνονται και αισθάνθηκε το σβέρκο του να χάνεται στο μαξιλάρι. «Θα έπρεπε να γίνεται αυτό;» αναρωτήθηκε, καθώς παρατήρησε το στήθος του να ξεφουσκώνει κι άλλο, και λίγο ακόμα, σα να είχε αδειάσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν μπορεί να ήταν φυσιολογικό αυτό. Είχε περάσει μόλις ένας χρόνος. Όταν η εσωτερική του φωνή σχημάτισε το «ένας», έκλεισε το αριστερό του μάτι. Είχε κάνει αυτή τη συμφωνία με τον εαυτό του. Όταν θα εμφανιζόταν το «ένα» μπροστά του θα μισόκλεινε το αριστερό του μάτι. Γιατί; Α, δεν ήξερε. Θεωρούσε ότι είναι κάτι διακριτικό που τον κρατούσε σε επαγρύπνηση μη και τον ξεγελάσει αυτός ο αριθμός. Ήθελε να φαίνεται ότι παραφυλά και τον παρατηρεί. Πως εντοπίζει κάθε εμφάνισή του. Δεν ήταν συμφωνία, ήταν στοίχημα τελικά. Και προσπαθούσε ποτέ να μη χάσει αν και ήξερε πολύ καλά ότι από τη στιγμή που έβαλε το στοίχημα, ήταν χαμένος. Είχε περάσει ένας χρόνος μόλις λοιπόν από τότε που η για πολλά χρόνια «κοπέλα του» είχε γίνει «γυναίκα του». Και αυτός ο «ένας χρόνος» ένιωθε πως τον απέκλειε απ' όλα τα άλλα ενδεχόμενα της ζωής του. Ακριβώς το αντίθετο είχε συμβεί με το «ένα τηλεφώνημα» της μάνας του που είχε αποκλείσει μόνο το ενδεχόμενο της ηρεμίας του, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα σε οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο, στρώνοντας το βαθύ, ανυπόφορο , κόκκινο χαλί της αναμονής τους.

Ειρωνεία ε; Πόσο διαφορετικά μπορεί να επιτεθεί αυτό το «ένα». Πόσο εύκολα η απουσία γονατίζει κάθε παρουσία. Σκέτη ειρωνεία. Για πολλούς, μια δειλή επίθεση. Ανέντιμη, με δόλια πατήματα. Για εκείνον, η επιτομή της πολιορκίας. Σκληρή επίθεση, μελετημένη, ειδικευμένη. Πληγώνει το δόρυ της όπως προσεκτικά και ενδελεχώς σκίζει την απροετοίμαστη του νου, τη δόλια σάρκα. Αφελής και πρόχειρη; Για εκείνον, στυγνή και προμελετημένη. Άνιση ίσως κάνει τη μάχη, όπως συχνά κατηγορείται. Αλλά όχι επιπόλαιη. Κανένα βέλος δεν σημαδεύει επιπόλαια τις πιο βαθιά καλυμμένες πληγές του αντιπάλου του. Μόνο ένας στυγνός παρατηρητής με κοφτερό μυαλό και- αναγκαία συνθήκη -αιχμηρά βέλη. Έτσι αντιλαμβανόταν και αυτό το μικρό παιχνίδι του μυαλού του. Πλήρως ειρωνικό και ακατάπαυστο. Έτεινε να κατηγορεί τη μάνα του. Μετά, τους αριθμούς. Αλλά ο παρατηρητής ερμηνεύει τη ζωή και επιτίθεται. Όλα τα άλλα είναι ερεθίσματα, αριθμοί, άντρες και γυναίκες. Και στη ζωή του καθενός, ο καθένας ο ίδιος έχει τη τύχη και συνάμα τη θεόσταλτη ατυχία να είναι ο παρατηρητής της ζωής του, και να εξαπολύει επιθέσεις εσωτερικές και σαρκοβόρες. Εν ολίγοις, το πόση ζωή είχε αναλώσει ψάχνοντας τις δικαιολογίες για μια μάνα που δεν ανάλωσε ούτε ένα χρόνο της συνολικά για τη ζωή του, κατανοούσε ότι είναι σφάλμα του αλλά έλεγε και κάποια γλυκόλογα στον εαυτό του πως ήταν αναπόφευκτο σφάλμα του.

Ο θόρυβος και οι πατάτες επέστρεψαν στο σπίτι. Μαζί τους και η γυναίκα του. Άρχισαν πάλι τα εκνευρισμένα πιατικά. Αυτή τη φορά του έλεγαν «Για πόσο θα σε περιμένω στη ζωή μου να περιμένεις πάνω από ένα ακουστικό;». Μισόκλεισε το αριστερό του μάτι. Τώρα όπως βρόντηξαν τα ταψιά μεταξύ τους μάλλον τον διόρθωσαν: «Πόσο θα σε περιμένω στη ζωή μου πια;» ήταν τελικά. Μπήκε στον πειρασμό να απαντήσει για όλα τα «αν» αυτά τα ταπεινότατα, τα μονοσύλλαβα τα μεγαλεία που στη θεωρία των συνόλων, φτιάχνανε από μόνα τους ένα σύνολο στο οποίο είχε χαθεί κι εκείνος να περιμένει. Αλλά σε όλη αυτή τη νουβελική μαντάρα θα ερχόταν η ίδια γήινη απάντηση από εκείνη.

«Έχεις εμένα. Και έχεις και τον πατέρα σου. Πάντα τον είχες».

Καλά, πάει αυτός, σκεφτόταν συχνά. Τον κατάπιε πριν χρόνια το ψάρι. Και χρόνια πάσχιζε να καταπιεί κι εκείνη. Τόσοι άνθρωποι στη ζωή σου και να ζεις γι' αυτούς που λείπουν.

Φοβόταν ότι θα τα καταφέρει. Θα την κατάπινε.

«Έχεις εμένα. Και έχεις και τον πατέρα σου. Πάντα τον είχες». Μακάρι να γοητευόμασταν από το πεπερασμένο λίγο περισσότερο εμείς οι άνθρωποι.

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε