Νο 6.


Το παιχνίδι έχει ως εξής.

Φτιάξτε ένα χαρακτήρα. Γράψτε μία ιστορία.

15:15

Ο κέρσορας στην οθόνη τον περιμένει να γράψει.

«Πριν δύο μέρες, την Παρασκευή 08/02/19 σημειώθηκε άλλος ένας θάνατος υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στο Α.Τ Ομονοίας. Πρόκειται για ένα Νιγηριανό μετανάστη...»

Το πληκτρολόγιο παίρνει φωτιά.


Η ιστορία αρχίζει με το τέλος . Το τέλος το δικό του και το δικό του.

Κι η αχτίδα του ήλιου, γίνηκεν, ιδέστε ο μίτος του Θανάτου, για τον έναν.

Δεν ακούει κανένας, όπου κι αν χτυπήσω, η μνήμη με σκοτώνει, για τον άλλον.


6.31 άνοιξε τα μάτια του. 6.38 τα ξανάνοιξε. Είχε 2 λεπτά στη διάθεσή του για να προλάβει να κλείσει το ξυπνητήρι. Μπρούμυτα αυτός στο διπλό κρεβάτι, μπρούμυτα και το κινητό του χωμένο στην παλάμη του. 6.39 κατάφερε να απενεργοποιήσει την ένδειξη του ξυπνητηριού. Το απειλητικό μπλε χάθηκε και πάλι στο γκρίζο της οθόνης. Τώρα μπορούσε να πάει 6.40 όποτε ήθελε. Οι παλμοί του μόλις είχαν ανέβει και ξανακατέβηκαν εντελώς. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού με τα μάτια να χάνονται στην ντουλάπα του. Δεν την έβλεπαν καν. Την προσπερνούσαν για να υπνωτιστούν από το συνειρμικό παιχνίδι των πρωινών σκέψεων. Να ψήσει τα μπιφτέκια, να είναι έτοιμα κατά τις 3.00 που θα γυρίσει, ποιος κάνει 7ωρο ρε πούστη μου, μήπως γίνει 5ωρο πάλι και πάει και στο Πλαίσιο να πάρει και μελάνια. Να πάρει τηλέφωνο για το ρούτερ μέχρι τις 4.00 οπωσδήποτε και να αφήσει αν είναι την τράπεζα για Δευτέρα πρωί. Η προηγούμενη Δευτέρα είχε ξημερώσει πολύ ωραία. Κοίταξε το κινητό του που έχασκε από την παλάμη του. Λίγο ήθελε να πέσει στο πάτωμα. Κοίταξε κλεφτά τη γραμμή των ειδοποιήσεων. Σαν να φοβόταν ότι θα πονούσε περισσότερο η συνειδητοποίηση του ανύπαρκτου μηνύματος αν τα μάτια του σπαταλούσαν περισσότερο χρόνο πάνω της. Μπαταρία στο 46, δύο mail, τρεις ενημερώσεις εφαρμογών και κάποια μηνύματα στο facebook αλλά όχι αυτό που ήθελε. Ήταν Παρασκευή. Είχαν περάσει ήδη 4 ολόκληρες μέρες . Έπρεπε να αποδεχτεί ότι κατά πάσα πιθανότητα δε θα ξαναμιλούσαν. Η πρώτη φορά θα ήταν; Τουλάχιστον με ένα πέρασμα του αντίχειρά του έσβησε με ανακούφιση όλες τις ειδοποιήσεις. Δεν πρόκειται να άνοιγε τίποτα από αυτά στις 6.50 το πρωί. 6.50;; Πότε πέρασε έτσι η ώρα πάλι γαμώτο;

Πήγε στον καθρέφτη. Θα φορούσε ένα μπεζ παντελόνι με ένα ανοιχτό γκρι πουκάμισο. Είχε ζέστη ακόμα. Η μάνα του βέβαια θα του έλεγε ότι δεν ταιριάζουν αυτά μεταξύ τους αλλά λες και βρήκε ποτέ κάτι να ταιριάζει στο γιο της. Κοίταξε το πρόσωπό του. Εκείνος θεωρούσε ότι τουλάχιστον τα τριών ημερών αξύριστα γένια του έντυναν καλά το πρόσωπό του κάτω από τα έντονα ζυγωματικά του. Τον μεγάλωναν λίγο αλλά αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό. Ήταν 42 αλλά όσο τον έκαναν κάτω από 50 δεν τον ένοιαζε. Θεωρούσε ότι ήταν μία γοητευτική δεκαετία που αναδείκνυε τις γωνίες του, τα σκούρα μαύρα μάτια του και τα όχι και τόσο σκούρα πλέον μαύρα μαλλιά του. Γοητευτική. Χαμογέλασε καθώς έφτιαχνε τον γιακά του. Περίεργο χαμόγελο. Τα μάτια του έγειραν θλιμμένα καθώς ανασηκώνονταν οι γωνίες των χειλιών του. Λαμπερά δόντια, σκυθρωπά μάτια. Συνέβαινε συχνά. Οι μύες του ήξεραν το μονοπάτι. Ποιον κορόιδευε; Ήταν αρκετά μεγάλος για να συνεχίζει να κοροϊδεύει τον εαυτό του, αλλά μάλλον δεν υπήρχε τέλος σε αυτό. Γοητεία ή ειλικρίνεια; Γιατί το ένα έπρεπε να διαδέχεται το άλλο; Γιατί δεν μπορούσε να τα έχει και τα δύο; Σήκωσε το γιακά του πιο ψηλά. Οι κοκκινίλες αριστερά στο λαιμό του έμοιαζαν να ξεσπάθωσαν κι άλλο. Δε θα τις έκρυβε ο γιακάς κι ας κούμπωνε το τελευταίο κουμπί. Το κούμπωσε όμως. Πέρασε το χέρι του από πάνω τους. Το δέρμα ήταν τραχύ και ζεστό. Μια έντονη φαγούρα ξεκίνησε από το λαιμό του. Δεν έμεινε μόνο εκεί. Τέλεια. Άρχισε να γαργαλάει τα αυτιά του, τον ουρανίσκο του τον φάρυγγά του. Τι τα ήθελε τα γαμημένα καρύδια ;Έβαλε μπόλικη υδροκορτιζόνη στο χέρι του και την άπλωσε στο λαιμό του. Άκουσε το γιατρό του στα αυτιά του να τον αποδοκιμάζει έντονα αλλά « συγγνώμη, θα ήταν μια δύσκολη μέρα. Δεν γινόταν αλλιώς.» Τώρα τα κόκκινα απαίσια εξανθήματα γυάλιζαν κάτω από το κίτρινο φως του μπάνιου. Ίσως το φως του ήλιου να είναι λίγο πιο επιεικές. Κούμπωνε τα μανίκια του όταν είδε ότι και το αριστερό του χέρι ήταν σε παρόμοια κατάσταση. Τόσα μέρη στο σώμα του καλυμμένα κάτω από τα ρούχα αλλά οι κοκκινίλες θρασύτατες στόλιζαν τον καρπό του και έφταναν μέχρι τον αντίχειρά του. Πω ρε πούστη. Νέο κύμα φαγούρας, νέο κύμα υδροκορτιζόνης, γυαλάδα και πολλή αμηχανία για το υπόλοιπο της ημέρας του. Πήγε στην κουζίνα να καταπιεί λίγο καφέ.

Τα μπιφτέκια ψήνονταν. Ροδοκοκκίνιζαν αργά αργά σε αντίθεση με τα λεπτά στο ρολόι του φούρνου που άλλαζαν γρήγορα γρήγορα. Ο καφές είχε κρυώσει αλλά πώς θα μπορούσε και να μην είχε όταν ο Ελύτης κειτόταν επιτακτικά λευκός στο ξύλινο τραπέζι. Αν είχε πάρει μελάνι χθες ή αν δεν καθόταν μετά το γυμναστήριο να βλέπει βιντεάκια για τα επιστημονικά αδύνατα μέρη που στην πραγματικότητα υπάρχουν, δε θα καθόταν στις 7.10 να γράφει ποιος γύρισε τα μάτια, δάκρυα γιομάτα, κατά το παραθύρι. Ο Ελύτης μάλλον σίγουρα δε θα ήθελε το πασίγνωστο άσμα του για την Κατοχή να αναλύεται δίπλα σε κουλούρι με ανθότυρο και κρύο καφέ σε ένα διαμέρισμα στην Ακαδημίας από έναν μεσήλικα καθηγητή αρχαίων που φέτος φορτώθηκε για πρώτη φορά και τη λογοτεχνία της Β Λυκείου. Ο οποίος μάλιστα τώρα καθόταν με τη ράχη της καρέκλας ασφυκτικά κολλητά στο τραπέζι, ευθυτενής και ήδη κουρασμένος, πιέζοντας το μαύρο μαρκαδοράκι να ρίξει το τελευταίο μελάνι του γιατί ένα μαύρο μαρκαδοράκι γράφει πάντα καλύτερα.

Φύσηξεν η νύχτα,σβήσανε τα σπίτια, κι είναι αργά στην ψυχή μου. Και όχι μόνο στην ψυχή του. Και αν σε 7 λεπτά τα μπιφτέκια δεν ήταν έτοιμα και ο Ελύτης πλήρης σημειώσεων την είχε γαμήσει. Συγγνώμη Οδυσσέα. Αν επίσης δεν είχε φάει και τη σαλάτα με τη ρόκα, το ρόδι και τα καρύδια δεν θα υπήρχαν οι κοκκινίλες άρα ούτε και ο πονοκέφαλος που του τρυπούσε το κεφάλι. Επιλογές είναι αυτές. Και μια ζωή οι δικές του είναι λάθος. Όλος είναι λάθος.

Τώρα ποιος τους άντεχε; Ποιος άντεχε να παρελάσει κάτω από το αδιάκριτο συνωμοτικό βλέμμα τους και τις δεκάδες καλοστημένες θεωρίες τους; Ποιος άντεχε να δώσει εξηγήσεις σε ανθρώπους που δίνουν ταμπέλες; Ήταν απλώς κάτι καρύδια. Κα-ρύ-δια.

Κατέβασε τα μανίκια του όσο δεν πάει, ανέβασε τον γιακά του όσο δεν πάει, πήρε την τσάντα του, τον Ελύτη, λίγη ηλεκτρονική μουσική για τις δύσκολες ώρες και σκέψεις, πήρε και λίγο κουράγιο μαζί με τον άθλιο πια καφέ που δεν ήθελε να πετάξει και σε 17 λεπτά γρήγορου περπατήματος θα έμπαινε καμαρωτός στο προαύλιο. 4 δηλαδή μόλις λεπτά αφού είχε χτυπήσει το κουδούνι. Ε καλά, θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο άσχημα τα πράγματα. Γέλασε και τα μάτια του έγειραν στη γνώριμη θέση. Όχι, δε θα μπορούσαν και πολύ.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του σχολείου αποφάσισε να μην τρέξει. Ένας βιαστικός μεγάλος διασκελισμός ίσως φαινόταν πιο άνετος. Αδελφοί μου, λέει, μαύρες ώρες φτάνουν, ο καιρός θα δείξει. Πολύ ωραίος ο Ελύτης, έμοιαζε να του τραγουδά τη ζωή του. Ωραία παρηγοριά οι στίχοι του. Συντροφιά καλύτερη από τους ανθρώπους. Θα το έλεγε και στα παιδιά αυτό και μακάρι να μην ταυτίζονταν ποτέ με αυτή την πεσιμιστική μάλλον ρήση του.

Με σίγουρα πιο μικρό διασκελισμό, περισσότερη βιασύνη και ίσως περισσότερο τσαμπουκά ένα μικρό αγόρι προσπαθούσε επίσης να καλύψει τη διαφορά των 4 - τώρα 6 - λεπτών μετά το χτύπημα του κουδουνιού στα ατελείωτα σκαλιά του σχολείου. Θα ήταν πρώτη γυμνασίου. Δεν είχε καμία κοκκινίλα, το δέρμα του πεντακάθαρο και δεν πρέπει να είχε και καμία έγνοια πέρα από αυτά τα 6 λεπτά.

Το δικό του παιδί θα υπέφερε, το δέρμα του θα το έτσουζε και θα ρωτούσε πάντα « Τι έχει μέσα αυτό το γλυκό;». Θα του έβαζε εκείνος ο ίδιος υδροκορτιζόνη και ας μην τους άφηνε ο γιατρός. Τουλάχιστον στην αρχή πάντα ανακούφιζε. Θα του παραπονιόταν ότι τα παιδιά στο σχολείο κοροϊδεύουν τα σημάδια του και εκεί δε θα ήξερε τι να του πει. Να του έλεγε ότι εκείνος φασκιωνόταν για να μην τον βλέπουν; Να τον έπαιρνε αγκαλιά και να του έλεγε με στιβαρή φωνή και λυγισμένη ψυχή το πιο μεγάλο ψέμα; Ότι εκείνον δεν τον ένοιαξαν ποτέ τα σχόλια των άλλων και ότι ο κάθε άνθρωπος είναι περήφανος για τις επιλογές του; « Που κολλάνε οι επιλογές ρε μπαμπά με το ότι μου πρήζεται ο ουρανίσκος και με τρώει το δέρμα μου;», θα ρώταγε ο μικρός. Θα γινόταν απαίσιος πατέρας. Ευτυχώς λοιπόν που δε θα γινόταν καν. Μέσ' απ' τα πηγάδια, τις κραυγές τραβάτε, αδικοσκοτωμένων.

Η πρώτη ώρα πέρασε εύκολα. Αλλά αυτό δεν ήταν ενδεικτικό. Πάντα η πρώτη ώρα περνούσε πιο εύκολα. Ήταν λειψή και νυσταγμένη. Μέχρι να μαζευτούν τα παιδιά στις τάξεις από την προσευχή, μέχρι να πάρουν τις θέσεις τους, να φέρει ο απουσιολόγος το απουσιολόγιο από το γραφείο είχε ήδη περάσει σημαντικό μέρος της ώρας. Μετά ευτυχώς δεν προλάβαιναν να ξυπνήσουν. Αντέγραφαν υπνωτισμένα τον παθητικό Αόριστο β από τον πίνακα και ήταν τόσο όμορφα έτσι σε καταστολή που έλεγες ότι το επάγγελμα του καθηγητή ήταν το πιο όμορφο του κόσμου. Αν ξυπνούσαν ήταν γιατί χτυπούσε το κουδούνι για το πρώτο πεντάλεπτο διάλειμμα αλλά τότε εσύ είχες γίνει καπνός στους διαδρόμους και τα άφηνες στον επόμενο που βαριά ακουμπούσε την τσάντα του στην έδρα με ένα ύφος που μόνο όποιος έχει διδάξει σε τάξη Λυκείου θα καταλάβαινε.

«Μη σβήσετε τον πίνακα!» Αυτή ήταν η Μυρτώ που με το χάρακα της και χρωματιστά στυλό χώριζε επιμελώς το τετράδιο της για να είναι διακριτές οι εγκλίσεις. «Μην ανησυχείτε δεσποινίς Καλύτερο Τετράδιο 2018. Με την ησυχία σας, εγώ σας αδειάζω τη γωνιά.» Και το εννοούσε. Δεν θα έσβηνε τον πίνακα ούτε τώρα ούτε κάποια άλλη στιγμή μέσα στην ημέρα. Δε θα σήκωνε τα μανίκια του. Σκέφτηκε το βλέμμα των μαθητών του στα κόκκινα στίγματα του καρπού του. Σκέφτηκε και την σκόνη κιμωλίας που θα έπεφτε πάνω στο ερεθισμένο δέρμα, στην κολλώδη αλοιφή. Η φαγούρα ήταν μια στιγμή μακριά. Μια κίνηση μακριά. Και την έκανε. Όπως σηκωνόταν από την έδρα, κρυφά από τους αδιάκριτους μαθητές, έτριψε βίαια τον καρπό του στη κόγχη του τραπεζιού. Η ανακούφιση χαλάρωσε το κορμί του. Μια στιγμή μετά ήθελε να βγάλει τα ρούχα του, να βγάλει το δέρμα του, να βγάλει και τον ίδιο του τον εαυτό αλλά με ποιο τίμημα, πόσα ακόμα να χάσει; Για την ώρα έβγαλε έναν αναστεναγμό καθώς έσφιγγε τα δόντια του για να διώξει τη φαγούρα από τα αυτιά του και τις σκέψεις του.

«Καλημέρα σας! Να πω μόνο ότι τον πρωινό καφέ τον πέταξα . Ελπίζω να μου αφήσατε έναν κουβά.» Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Το γραφείο καθηγητών μύριζε καπνό, καφέ, aftershave. Ήταν επειδή ήταν νωρίς ακόμα.

« Ποιος καφές ρε Θανάση;» Του έσφιξε τον ώμο. « Μόνο τα ναρκωτικά μας σώζουν φίλε μου. Εγώ έχω εξάωρο. Γεια σας κύριοι, με περιμένει η κόλαση.» Αυτός ήταν ο Ντάβος, μαθηματικός, και από τους καλύτερους ανθρώπους εκεί μέσα. Τα βαριά του βήματα χάθηκαν στα ουρλιαχτά μιας παρέας αγοριών που σχολίαζαν ένα βίντεο. Πήγαινε όντως στην κόλαση.

Κάθισε στο τραπέζι. Εκείνος είχε μία ώρα κενό από την κόλαση αλλά φοβόταν ότι θα τον έβρισκε εκεί. Γενικά δύσκολα τον έχανε. Σα να τον είχε υπό την επίβλεψή της. Σα να ανησυχούσε να τον έχανε από τα μάτια της.

Μετά το χτύπημα του κουδουνιού, στο γραφείο έμειναν μαζί του δύο φιλόλογοι και μία νέα Αγγλικού της οποίας το όνομα δε θυμόταν άλλα όλοι έλεγαν ότι μόλις είχε χωρίσει και ότι φορούσε πολύ δυνατό άρωμα και κόκκινες γόβες. Στα ρουθούνια του υπερτερούσε ο καφές αλλά κοιτώντας τυχαία κάτω από το μεγάλο τραπέζι, τις γόβες τις είδε. Ήταν όντως «ωραία γυναίκα». Εκείνος δε θα ήταν ποτέ «ωραίος άντρας» στα πηγαδάκια των συναδέλφων του. Βύθισε τη γλώσσα του, τα χείλη του, τη μύτη του και όλο του το είναι στη μεγάλη κούπα καφέ. Ετυμολογικά η λέξη «ωραίος» προέρχεται από τη λέξη «ώρα». Στην αρχαία Ελλάδα ωραίος ήταν αυτός που ήταν στην ώρα του. Ούτε πρώιμος ούτε παραγινομένος. Του άρεσε να το λέει αυτό στα παιδιά του. Ακόμα και ο πιο αδιάφορος σήκωνε τα μάτια στον πίνακα. Μετά αμέσως άρχιζαν τις πλάκες και τα σχολιάκια ανακατεμένα με ώριμα φρούτα και κοπέλες. Τουλάχιστον στο τέλος της ημέρας και ίσως και για πολλά χρόνια μετά, θα ήταν κάτι που θα θυμούνταν. Τους άρεσαν τα παιχνίδια με τις λέξεις. Γοητεύονταν από τον κύριο που τους έλεγε για συγκρητισμό, σολοικισμούς και με τις ετυμολογίες του ανέτρεπε τον κόσμο τους. Πού να ήξεραν λοιπόν ότι αυτή η γνώση σε εκείνον είχε φτάσει πριν λίγα χρόνια ένα παρ ολίγον ανοιξιάτικο βράδυ, ανάμεσα σε γέλια , φιλιά, γλυκό κρασί και πικρή μπύρα. Βγήκε από την κούπα. Δε θα ήταν «ωραίος» γιατί δεν υπήρχε για εκείνον εποχή που θα ήταν πιο «κατάλληλος». Θα παρέμενε πάντα «ακατάλληλος». Φώναξα στις πύλες κι η φωνή μου πήρε τη θλίψη των φονιάδων.

Τέντωσε το χέρι του να φτάσει τα κριτσίνια στο σακουλάκι δίπλα στην κανάτα με τον καφέ. Το μανίκι σηκώθηκε παραπάνω απ όσο θα έπρεπε. Γύρισε και κοίταξε τη γυναίκα δίπλα του που μάζευε βιαστικά τα μάτια της από τα εξανθήματα. Δε μάζευε όμως ποτέ τη γλώσσα της και σίγουρα όχι τη φαντασία της.

«Εξάνθημα; Μοιάζει ενοχλητικό.»

Τώρα και η άλλη φιλόλογος είχε σταματήσει να κοιτάζει τα αραδιασμένα μπροστά της γραπτά και παρατηρούσε τις κοκκινίλες. Τα βλέμματα των δύο γυναικών διασταυρώθηκαν κάτω από το άγρυπνο μια ζωή δικό του. Η νεότερη γυναίκα κατέβασε και πάλι το κεφάλι στα γραπτά της, αλλά άφησε τα αυτιά της έτοιμα να καταγράψουν όλη τη στιχομυθία κάνοντας τα μάτια της να παίζουν ασυγκέντρωτα δεξιά και αριστερά.

Ενοχλητικό; Όχι τόσο. Υπάρχει και η υδροκορτιζόνη. Για την αδιακρισία και την αγένεια δεν υπάρχει τίποτα.

«Λίγη φαγούρα ανά διαστήματα.» Έπνιξε ένα κύμα φαγούρας πριν τον πνίξει εκείνο.

«Κάποια δερματίτιδα;»

Πόσες άλλες λέξεις κρύβονταν πίσω από αυτή τη δερματίτιδα. Και καμία από αυτές δεν ήταν η ...

«Αλλεργία.»

«Φαινόταν έντονο γι αυτό. Και στο λαιμό..»

«Με πειράζουν έντονα τα καρύδια λοιπόν.»

«Α έχει και ο η κόρη μου στα φιστίκια αλλά δεν της κάνει εξανθήματα ευτυχώς...»

Το δικό του παιδί θα υπέφερε. Αν ένας γονέας είναι αλλεργικός τότε ο απόγονος έχει 48% πιθανότητα να εμφανίσει αλλεργίες. Θα μπορούσες κάπως να το πεις και ευτύχημα τώρα που η πιθανότητα ήταν μηδενική.

«... θέλει προσοχή όμως. Στο μαγείρεμα, στα ψώνια.. Φαντάζομαι έχεις κάποιον..., κάποιο δικό σου άτομο να σε περιποιείται. Είστε και γκρινιάρηδες εσείς οι άντρες.»

Εδώ και τρεις εβδομάδες έριχνε τα ίδια άδεια για να πιάσει τα ίδια γεμάτα. Ανεπιτυχώς.

«Αλίμονο, αλίμονο, αλλά σε εστιατόριο την έπαθα τη δουλειά.»

«Μπορεί να είσαι και στρεσαρισμένος, ίσως με τα νέα καθήκοντα, και να σε βρήκε αδύναμο.»

Πες το αυτό που θέλεις να πεις Κατερίνα. Πες το να δούμε αν μπορείς να το προφέρεις.

«Μπορεί, τι να πω...»

«Αλλά εντάξει μία αλλεργιούλα είναι. Πριν το καταλάβεις θα υποχωρήσει. Πάλι καλά να λες. Οι αλλεργίες δεν είναι τίποτα σήμερα με τις παλιοασθένειες που κυκλοφορούν.»

«Δίκιο έχεις, καλά τα λες.»

«Ξέρεις ούτε στο στόμα μου δε θέλω να τις πιάσω. Παλιοασθένεια.»

«Κατερίνα μου ευτυχώς ή δυστυχώς είτε τις πιάσεις είτε δεν τις πιάσεις στο στόμα σου δεν αλλάζει κάτι . Ελπίζω να μη λες και στα παιδιά αυτά τα πράγματα όμως ε...»

Η Αγγλικού η χωρισμένη, με τις γόβες, στην απέναντι καρέκλα γέλασε. Γέλασε και εκείνος. Κυρίως με την κατάντια του. Δεν ήταν καλύτερος από τους άλλους, αλλά θα γινόταν. Θα μάθαινε για αρχή το όνομά της. Η Κατερίνα δίπλα του ψαχούλευε τώρα με προσήλωση την τσάντα της για κάτι που δεν υπήρχε για να βρει, σηματοδοτώντας το τέλος της συζήτησης. Δε φαινόταν και πολύ ικανοποιημένη.

Ήθελε πραγματικά να ήξερε τι θα συνέβαινε αν επιβεβαιωνόταν το φανταστικό ενδεχόμενο με το οποίο εκείνη φλέρταρε. Θα αισθανόταν άραγε περισσότερο τρόμο ή οίκτο ανάμικτο με μπόλικη διασκέδαση σαν σε κάθισμα του κινηματογράφου; Αηδίαζε στην ιδέα ότι θα ήταν το δεύτερο.

Δεν είναι ταινία όμως αυτό Κατερίνα. Είναι πραγματική ζωή. Και ευτυχώς φταίνε τα γαμωκαρύδια . Φταίνε τα υπέροχα γαμωκαρύδια και τίποτα άλλο.

35 λεπτά μετά, τα κριτσίνια ήταν ακόμη 7 μέσα στο σακουλάκι. Ανέγγιχτα. Το άγγιγμα του Μίδα, ρε πούστη μου; Θα ήθελε να δει τι θα γινόταν αν στο σακουλάκι με τα πολύσπορα έφτανε το χέρι του Ντάβου ή της Αγγλικού με τις ίδιες κοκκινίλες. Πώς να ήταν όμως οι ίδιες κοκκινίλες όταν εκείνος δεν ήταν ίδιος άνθρωπος; «Μπορείς τουλάχιστον να βάλεις ένα λευκό πουκάμισο να πας όπως όλοι οι άνθρωποι στη δουλειά;» Στο ονοματικό σύνολο «όλοι οι άνθρωποι» χωράει μια ποικιλία επιθετικών προσδιορισμών. Το «φυσιολογικοί» είναι ένας από αυτούς. Πρέπει μάλιστα να κατέχει και το προβάδισμα στο κεφάλι όλων. «Μάνα μπορείς να σκάσεις;» Να την πάρει τηλέφωνο το μεσημέρι, μετά τον τεχνικό για το ρούτερ.

«Εγώ την κάνω. Έκτη ώρα έχω κενό τώρα. Φάτε κάνα κριτσίνι ρε, είναι «ωραία», θα μπαγιατέψουν σε λίγο.»

Του άρεσε η ατάκα του. Τα παιδιά του θα την εκτιμούσαν σίγουρα. Ειδικά το Γ1. Ξεκλείδωσε την πόρτα του Β1 και μέσα σύρθηκαν 20 απογοητευμένοι από τη ζωή τους έφηβοι. «Ρε τι φάτσες είναι αυτές. Παρασκευή είναι, ξυπνάτε! Νίκο ice tea να εξαφανιστεί πάραυτα.»

Άνοιξε την τσάντα του για να βγάλει τα βιβλία του. Έπιασε και το κινητό του για μια ακόμα φορά και ας το είχε κοιτάξει μόλις πριν φτάσει στην αίθουσα. Ποτέ δεν ξέρεις. Η οθόνη φώτισε άδεια από την ποθητή ειδοποίηση για να σβήσει και πάλι τις ελπίδες του.

«Κύριε»

Έκλεισε το κινητό. Αυτός ήταν ο Πέτρος και ετοιμαζόταν να πει μαλακία.

« Σ' ακούω Πέτρο.»

« Έχετε κάτι αξιομνημόνευτα σημάδια στο λαιμό σας. Περάσατε όμορφα χθες;»

«Αξιομνημόνευτα; Όταν θα χρησιμοποιήσεις τέτοιο λεξιλόγιο και στην έκθεση θα δηλώνω πλήρης σαν άνθρωπος. Ναι, ευτυχώς που με ρώτησες για να σας διηγηθώ την αξιομνημόνευτη λοιπόν νύχτα που είχα τρώγοντας ρόκα με καρύδια.»

Άρχισαν. Και τέλειωσαν.

Είχε ανοίξει το βιβλίο στον Ελύτη. Οι μαύρες ανάκατες γραμμές ξεχείλιζαν από τα πλάγια. Δε καταλάβαινε τι έγραφε αλλά από τη στιγμή που τα είχε γράψει, θυμόταν. Τίναξε λίγο σουσάμι που από το κουλούρι με ανθότυρο, τώρα είχε κολλήσει στο «Αι γενεαί πάσαι». Γιατί να μην μπορούσε τόσο εύκολα να καθάριζε το σουσάμι από τη ζωή του; Τη μάνα του μην ξεχάσει να πάρει το μεσημέρι.

Παρατήρησε τα 23 δεκαεφτάχρονα μέσα στα θρανία. Μέσα στα θρανία, αν όχι μέσα στο πάτωμα. Γιατί δεν μπορούσαν να ξυπνήσουν λίγο; Να ρουφήξουν τη ζωή τους. Να ζήσουν. Να ακούσουν και λίγο λογοτεχνία. Θα ήταν η πρόκλησή του για τον επόμενο χρόνο. Άλλη μία πρόκληση του. Η πρωταρχική ήταν να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του ανάμεσα σε αδιάκριτους συνεργάτες και ξεβγαλμένους δεκαεφτάρηδες. Βέβαια ήδη την αμφισβητούσε η φαγούρα που τριβέλιζε το μυαλό του. Ελύτη βοήθα. Έδεσε τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Η ζώνη του παντελονιού έγδερνε λυτρωτικά τον καρπό του.

«Πέτρο διάβασέ μας. »

Οι στίχοι μάτωναν στο στόμα του Πέτρου, ο οποίος πάσχιζε να τους κατανοήσει και παράλληλα να αποδώσει τη στίξη. Η επίγευσή τους μεταλλική και πονεμένη από το βαρύ νοηματικό φορτίο, που μέχρι και το φρύδι του Νικόλα στράβωνε όταν τύχαινε να μην αντιγράφει μαθηματικά κατεύθυνσης κάτω από το θρανίο.

Ο Πέτρος συνέχιζε να φτύνει κομματάκια Ελύτη, συγγνώμη γι αυτό Οδυσσέα, αλλά η σοβαρή προσπάθειά του, παρά κάτι χαμογελάκια που λοξοδρομούσαν, ήταν έως και συγκινητική. Τα μάτια του πέρασαν από τα υπόλοιπα πρόσωπα που είχε απέναντι του. Τα περισσότερα χαμένα, και δυστυχώς όχι στην ανάγνωση του συμμαθητή τους. Πότε θα καταλάβαιναν ότι δεν χρειάζεται να έχουν βιώσει την κατοχή για να νιώσουν τους στίχους δικούς τους; Όχι, όχι , ποτέ να μην το καταλάβαιναν. Ας μην τους ένιωθαν ποτέ. Μακάρι οι θηλιές που ετοιμάζονται στα χειρόγραφα του Ελύτη να ήταν για εκείνα από καραβόσκοινο, να ήταν η πείνα, ο πόνος, ο θάνατος και να ήταν όλα σκηνές πολέμου πολύ μακριά τους. Να μη ξεκλειδωνόταν ποτέ στα μάτια τους η αλληγορία. Αλλά η ζωή είναι πολύ σκληρή για να επιτρέψει κάτι τέτοιο.

Κοίταξε τον Άγγελο. Ο Άγγελος σίγουρα το γνώριζε ήδη αυτό. Τα μάτια του κοίταζαν τη σελίδα του βιβλίου του. Ήταν ακίνητα. Θα ήθελε να του μιλήσει κάποια μέρα, «μα δεν είναι σωστό. Είναι αντιπαιδαγωγικό!». Ε βέβαια, τι άλλο θα λέγανε. Τώρα κάτι τράβηξε το βλέμμα του στη μαθήτρια του δεύτερου θρανίου. Ήταν που τον κοίταζε εκείνη αρκετή ώρα μάλλον. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο πρόσωπό του. Αδιαφορούσε για τις κοκκινίλες στο λαιμό του. Για εκείνη έμοιαζε «ωραίος». Ήταν όμως θέμα χρόνου να βγει από την άγνοιά της και να καταλάβει ότι τελικά δεν θα ήταν ποτέ «ωραίος» για εκείνη. Τότε θα πρόσεχε και τα κόκκινα σημάδια. «Τι είναι αυτά που έχει πάνω του ρε;» θα έλεγε στη διπλανή της. Τα γαμημένα καρύδια Σοφία μου. Τίποτα άλλο.

Της ένευσε να κοιτάξει πίσω στο βιβλίο ενώ ο Πέτρος ολοκλήρωνε την ανάγνωση.

«Σε ευχαριστούμε Πέτρο για αυτή την αξιομνημόνευτη απαγγελία», τον χτύπησε στον ώμο. Με το δεξί χέρι.

Θα τους έγραφε πρώτα στον πίνακα τα σημαντικά για τα οποία είχε θυσιαστεί ο πρωινός καφές του, στη συνέχεια θα εκβίαζε μια όμορφη συζήτηση και εκεί λίγο πριν χτυπήσει το λυτρωτικό κουδούνι θα έπαιρνε μια βαθειά ανάσα και θα ανέφερε τη θεματική εβδομάδα που ακολουθούσε. Και έτσι έκανε. Μετά το «ερωτήσεις 2 και 3 γραπτά στο τετράδιο» ακολούθησε το «και για παρακαλώ λίγο την προσοχή σας». Δεν την είχε ακόμα αλλά με τρεις από τις λέξεις της επόμενης πρότασής του σίγουρα θα την κέρδιζε.

«Να σας θυμίσω ότι η επόμενη εβδομάδα θα είναι θεματική εβδομάδα. Για το μάθημά μας θέλω να φέρετε άρθρα, τραγούδια, αποσπάσματα ταινιών που να αφορούν τα δύο φύλα, τις σχέσεις μεταξύ τους, την ισότητα, την ομοφυλοφιλία και κυρίως ρατσιστικά φαινόμενα της εποχής μας όπως είναι η ομοφοβία.»

«Θεματική εβδομάδα» και «ομοφυλοφιλία». Δηλαδή στα αυτιά τους «όχι μάθημα» και «χαβαλές γύρω από το σεξ». Είχε την προσοχή τους.

«Α, να φέρουμε άρθρα δηλαδή που να λένε ότι είναι ανθρώπινο που ο Άγγελος τον παίρνει που και που», αυτός ήταν ο Νίκος. Αλλά ήταν και ο κάθε Νίκος σε κάθε τάξη.

Το ήξερε πώς ο Άγγελος θα ήθελε να τον «παίρνει που και που» και ήξερε ότι αυτό τον έκανε τόσο ευάλωτο μέσα στην τάξη. Ε και για το λόγο αυτό σιχαινόταν τις τάξεις, το σχολείο, την Ελλάδα, τα καρύδια, τον εαυτό του, τη μάνα του, τα μπιφτέκια που τον περίμεναν σπίτι, την Κατερίνα, τα πάντα. Τον εαυτό του κυρίως που δεν έκανε τίποτα.

«Οι υπόλοιποι μπορείτε να φέρετε άρθρα που να λένε ότι είναι ανθρώπινο που ο Νίκος παίρνει αποβολή για το ομοφοβικό του χιούμορ.»

Το κουδούνι χτύπησε. Να ναι καλά αυτό το κουδούνι.

«Έλα τώρα που δε φαίνεται. Ρε σίγουρα είναι. Τυχαία του καύλωσε να μας βάλει την ομοφυλοφιλία;». Δύο αγόρια και μια κοπέλα γελούσαν συνωμοτικά βγαίνοντας από την τάξη, η οποία τώρα είχε σχεδόν αδειάσει.

Ο Άγγελος πλησίασε την έδρα.

Όχι, διάολε.

Δεν είχε πολλή πίστη σε αυτή την έκφραση, αλλά ο Άγγελος εκείνη τη στιγμή όντως «έλαμπε από αυτοπεποίθηση». Αυτοπεποίθηση ανθρώπου που προσπαθεί να γοητεύσει.

Όχι διάολε, όχι. Σηκώθηκε από την έδρα για να μοιάζει βιαστικός, καθώς έριχνε κλεφτές ματιές στην ορθάνοιχτη πόρτα της αίθουσας. Ένας συνάδελφος να περνούσε να δει το σκηνικό ήταν αρκετό. Δεν ήθελαν και πολύ... Το να έκλεινε την πόρτα σίγουρα δεν αποτελούσε λύση.

«Κύριε καταλαβαίνετε, επειδή με αφορά το θέμα, το θέμα της ομοφυλοφιλίας, έχω πολύ υλικό για την άλλη εβδομάδα.» Ήθελε να του το πει. Ήταν 17. Ήθελε για πρώτη φορά να το πει. Τουλάχιστον εκεί που πίστευε ότι θα έβρισκε αποδοχή.

«Θα θέλατε μήπως σε κάποιο διάλειμμα να σας τα φέρω συγκεντρωμένα να με βοηθήσετε να επιλέξω;»

«Πολύ θα ήθελα αλλά όπως φαντάζομαι καταλαβαίνεις άμα το κάνω αυτό με εσένα θα πρέπει να το κάνω και με τα άλλα 22 παιδιά, και όσο και να θέλω δυστυχώς χρόνος για αυτό δεν υπάρχει...»

Ο Άγγελος δεν έδειξε να σκοτεινιάζει. Η αυτοπεποίθησή του παρέμενε εκεί.

«... Οπότε ας κρατήσουμε όλοι τις ιδέες μας για την Τετάρτη. Και περιμένουμε να μας εντυπωσιάσεις!»

Είδε τον μικρό να χαμογελάει και μετά από ένα δευτερόλεπτο ένιωσε και είδε τα δάχτυλά του να αγγίζουν το εξάνθημα στον αριστερό καρπό του.

«Αλλεργία είπατε;»

Το σακουλάκι με τα κριτσίνια στο γραφείο των καθηγητών είχε μείνει ανέγγιχτο . Ο μικρός τώρα χάιδευε τα κόκκινα σημάδια. Ίσως και να ήταν ιδέα του αλλά φαινόταν απογοητευμένος που ήταν μια αλλεργία. Θα ήθελε κάτι που να μπορούσε να αποκτήσει. Να έχουν ίδιο οι δυο τους.

Τράβηξε το χέρι του γιατί είχε κάτι πολύ ειλικρινές αυτό το άγγιγμα. Ίσως την έλλειψη φόβου. Είχε κατανόηση, αντί για φόβο.

«Σκέτο μαρτύριο, ευτυχώς περνάνε σε λίγες μέρες. Ας πάμε όμως στις τάξεις μας κύριε γιατί εσύ μπορεί να είσαι άνετος αλλά εγώ επίπληξη από την κα. Παπαιωάννου δε θέλω». Του χαμογέλασε όσο πιο πλατειά του επέτρεπαν οι πεντακόσιες σκέψεις στο κεφάλι του.

Έκανε καλά; Του δόθηκε η ευκαιρία και το χειρίστηκε λάθος. Βίωσε απόρριψη; Κατάλαβε; Και αν τον κατηγορούσαν; Ήταν μαθητής του. Ήταν τόσοι που θα ήθελαν να τον κατηγορήσουν. Τι θα έπρεπε να έκανε; Την άλλη Τετάρτη θα του μιλούσε. Δεν είχε παιδί, αλλά είχε μαθητές. Γλίτωναν τα κουσούρια του αλλά ας έπαιρναν έστω κάτι από αυτόν.

Στο διάδρομο οι δρόμοι τους χωρίστηκαν αλλά πλέον είχαν διασταυρωθεί.

Ξαναέβαλε το χέρι στην τσέπη για να αγγίξει το τόση ώρα βουβό κινητό του.

Έπρεπε να βρει μια αφορμή για να στείλει κάτι. Να αναφέρει το ρούτερ; Μήπως μπορούσε να τον βοηθήσει; Είχε και πολλά μπιφτέκια, πόσα να φάει μόνος; Ε θα έκοβε και μια τομάτα. Κάτι να συμβεί, να έχει να το στείλει.

Και πέρασε η τέταρτη και η πέμπτη ώρα και δε συνέβη τίποτα. Αρχαία και Ελένη με ένα χαμόγελο πληθωρικό, με φουσκωμένες πλάκες και γέλια για να κρατήσει μακριά την τάξη αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό από το άβατο της εσωτερικής του ανασφάλειας και ανησυχίας. Αυτό το «αν» μπροστά από τις λέξεις φυτρώνει και ριζώνεται σαν το πιο ύπουλο ζιζάνιο. Και ο καθηγητής ήταν χώμα. Γόνιμο χώμα.

Πέρασε η έκτη και η έβδομη ώρα, πέρασε και η επίδραση της υδροκορτιζόνης. Τα καρύδια κρατούσαν τα ηνία. Εκείνος κρατούσε τα χέρια του κάτω από την έδρα δέσμιος μιας νευρωτικής φαγούρας. Ο λαιμός του έκαιγε. Έστειλε τον Παύλο και το Γιάννη στο γραφείο της διευθύντριας επειδή άρχισαν να βρίζονται ή επειδή ο Ηλίας είχε καρφωμένα τα μάτια του στις κόκκινες πληγές του. Ήταν λίγο και από τα δύο.

Το κουδούνι για το σχόλασμα σήμανε σωτήριο. Το μέτωπό του χαλάρωσε. Τα πόδια του τον έβγαλαν τρέχοντας από την αίθουσα. Μόνο εκείνον όμως.

«Άντε παιδιά βγείτε και θέλω να κλειδώσω. Άντε σπίτια σας, είναι σαββατοκύριακο.»

Έριξε μια ματιά στους διαδρόμους του ορόφου για τυχόν ξεχασμένα παιδιά. Έμενε να κοιτάξει στις τουαλέτες. Δε θα ήταν ιδιαίτερα καλό να κλείδωναν κάποιο μέσα μέχρι τη Δευτέρα.

Πίσω του εμφανίστηκε η νέα Αγγλικού. Τον πλησίαζε. Έφταιγε που ήταν πολύ νέα ακόμα.

«Άκουσα ότι είστε άνθρωπος της τέχνης, της κουλτούρας.»

Δεν το είχε ακούσει. Αυτό σίγουρα ήταν μια ατάκα που είχε σκαρφιστεί για να πιάσει την κουβέντα σε ένα φιλόλογο. Αν είχε ακούσει κάτι για εκείνον δεν θα ήταν αυτό.

«Εγώ όμως δεν άκουσα το όνομά σας», λαμπερό χαμόγελο, έντονες γωνίες , γκρίζες τούφες στα μαύρα του μαλλιά και σημάδια στο λαιμό. Γαμώτο , θα ήταν πολύ καλός σε αυτό.

Το πρόσωπό της γύρω από το χαμόγελό της βάφτηκε έναν τόνο πιο κόκκινο. Σίγουρα θα ήταν πολύ καλός.

«Άννα Μαρία.»

Άρχισαν να κατεβαίνουν μαζί τα σκαλιά προς το ισόγειο.

«Ήθελα να ρωτήσω αν ξέρετε αν αξίζει αυτή η παράσταση που παίζεται στο Ηρώδειο τώρα.»

«Θα πω ότι έχω πάει και τυχαία θα επιβεβαιώσω αυτό το «άνθρωπος της κουλτούρας» πώς το είπατε.»

Γέλασαν.

«Να σας πω την αλήθεια, η παράσταση ίσως να είναι πιο καλή αλλά τα καθίσματα, ειδικά τη μέρα εκείνη που...»

«Καλά, μια φορά είχα πάει με μία φίλη μου η οποία είχε θέμα με τη μέση της και στο διάλειμμα...»

Κάτι έλεγε αλλά είχε χάσει την προσοχή του. Ήταν ίσως αυτό που τον εκνεύριζε περισσότερο απ' όλα. Να τον διακόπτουν όταν διηγείται ένα περιστατικό για να αφηγηθούν μια δική τους ιστορία. Συνέχισε να περπατάει δίπλα της. «Σε κάθε περίπτωση, είναι καλή παράσταση και όσο είναι ακόμα καλός ο καιρός νομίζω επιβάλλεται να πας. Ας καθιερώσουμε τον ενικό. Αρκετό πληθυντικό τρώμε καθημερινά!»

14:53 έβγαινε από το χώρο του σχολείου. Πόσο διαολεμένα γρήγορα περνούσε η ώρα από το σχόλασμα και μετά. Η διαδρομή προς το σπίτι ήταν πιο ευχάριστη. Ειδικά τις Παρασκευές. Και αυτή η Παρασκευή ήταν ό,τι χρειαζόταν. Θα είχε λίγο χρόνο να βάλει σε μια τάξη τις υποχρεώσεις του, το μυαλό του, τη ζωή του. Θα είχε το λίγο χρόνο που χρειαζόταν για να πάει τη Δευτέρα στο σχολείο απαλλαγμένος από τις γαμωκοκκινίλες.

Τώρα που τον φυσούσε το βρώμικο αεράκι της Σταδίου, εκεί, κάτω από τις πατημένες κόρνες, ολομόναχος και απαρατήρητος ανάμεσα στους εκατοντάδες Αθηναίους που έδιναν δεκάρα για το ποιος ήταν τι είχε στο μυαλό του ή ποιον, αισθανόταν ελευθερωμένος να βουλιάξει με την ησυχία του και να χαθεί στις σκέψεις του.

Αλλά δεν μπορούσε να χαθεί κιόλας. Μονοπώλιο. Δηλαδή μονόδρομος. Τις τελευταίες μέρες το μυαλό του μόνο σε αυτό γύριζε. Να μιλήσουν. Και αυτό ήταν μόλις ένα μήνυμα μακριά. Σίγουρα θα υπήρχε μία αφορμή. Εδώ η Αγγλικού που δεν του είχε ξαναμιλήσει τον είχε ρωτήσει αν πήγε στο Ηρώδειο. Η φίλη της είχε θέμα με τη μέση της. Τελικά μπορούσε να χαθεί.

Να πάρει τηλέφωνο για το ρούτερ. Πριν τις 4:00. Εντάξει, θα πάρει αμέσως μόλις στρίψει στην Πατησίων, βαριόταν. Πεντακόσια μέτρα μετά είχε στρίψει στην Πατησίων και αυτή η εκκρεμότητα έπρεπε να λήξει επιτέλους. Εκνευρίστηκε με τον εαυτό του όταν διαπίστωσε ότι για άλλη μια φορά δεν είχε καταχωρήσει τον αριθμό στις επαφές και έπρεπε πάλι να τον αναζητήσει στην ιστοσελίδα. Καλά πότε θα σταματήσει να κάνει αυτή τη βλακεία. Πληκτρολόγησε τον αριθμό.

«Αν θέλετε να...»

Ένα ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ πέρασε από δίπλα του με τις εκκωφαντικές του σειρήνες να σβήνουν τη φωνή της κοπέλα στα αυτιά του, να σβήνουν κάθε ήχο στα αυτιά του, να σβήνουν και τα αυτιά του. Μόρφασε. Τώρα βρήκε; Σταμάτησε να περπατάει ενώ πίεζε το άλλο αυτί με το χέρι του.

«Αν θέλετε να μιλήσετε με κάποιον υπάλληλό μας πατήστε 2.»

Πάτησε το 2 ενώ κοιτούσε το ασθενοφόρο να στρίβει λίγα μέτρα πιο κάτω σε ένα στενό. Η ανθρώπινη φύση με την περιέργειά της πήρε τον έλεγχο. Άνοιξε το βήμα του. « Όλοι οι υπάλληλοι μας είναι απασχολημένοι αυτή τη στιγμή, παρακαλώ περιμένετε.»

Ελπίζοντας ότι η περιέργειά του δε θα αποδειχθεί τόσο ισχυρή, έστριψε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση που είχε ακολουθήσει το ασθενοφόρο, έτοιμος να συνεχίσει ευθεία την πορεία του. Το μπλε- κόκκινο που έβαφε το μικρό στενό, το σκούρο μπλε των Δελτάδων, μηχανές, κράνη, ο κόσμος μαζεμένος έξω από ένα μαγαζί και οι σειρήνες που έκαναν όλους να μοιάζουν βουβούς τον έκαναν να σταματήσει. Δεν ήταν τόσο δυνατός. Θα πήγαινε να δει τι είχε γίνει. Μην δει τραγικό γεγονός ο άνθρωπος, αμέσως να πάει να κολλήσει πάνω του σαν τη μύγα. Με την προϋπόθεση ότι αυτή η μύγα είχε μόνο τη θέση του παρατηρητή. Ήξερε ότι γινόταν άλλη μια μύγα αυτή τη στιγμή. Τον ενοχλούσε ανεπαίσθητα, αλλά θα ήταν για λίγο. Με γρήγορο βήμα άρχισε να κατευθύνεται προς τη συγκεντρωμένη μάζα. «Τι τον κλωτσάτε ρε;» μια φωνή δυνατή κάτω από τις σειρήνες. Και μετά άλλη μια, γυναικεία. «Μην τον κλωτσάτε! Θα τον σκοτώσετε!»

«Τι έγινε;» κοντοστάθηκε δίπλα στο πρώτο πηγαδάκι που βρήκε. Οι Δελτάδες ήταν σκυμμένοι πάνω από κάτι στο πεζοδρόμιο. Οι νοσηλευτές δίπλα ακριβώς έβγαζαν μόλις το φορείο. Αίμα. Γυαλιά.

« Ένα πρεζάκι μπήκε να κλέψει το κοσμηματοπωλείο.»

«Το ασθενοφόρο για ποιον ήρθε;»

«Για το πρεζάκι. Τον πλάκωσαν ευτυχώς ο ιδιοκτήτης με έναν άλλο μαγαζάτορα και τον σταμάτησαν.»

Το «ευτυχώς» του ήταν πιο εκκωφαντικό από τις σειρήνες.

Κοίταξε το πεζοδρόμιο. Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε σταγόνα πράσινο αίμα. Όχι, ήταν κατακόκκινο. Που 'σαι Οδυσσέα να δεις το πεζοδρόμιο στη Γλάδστωνος, να γράψεις.

Μια άλλη φωνή του απευθύνθηκε. Έμοιαζε με την φωνή που διαπέρασε τις σειρήνες πριν λίγο.

«Τον γάμησαν φίλε. Τον κλωτσάνε ώρα τώρα, με το κεφάλι μες στα γυαλιά. Σηκώθηκε πριν λίγο αλλά τον ξανάριξαν οι Ζητάδες. Θα τον σκοτώσουν».

Το μπλε καβούκι άρχισε να σπάει. Οι νοσηλευτές με το φορείο μπήκαν ανάμεσά τους. Σήκωσαν τη μικροκαμωμένη, ποδοπατημένη φιγούρα, το «πρεζάκι». Ήταν αναίσθητος. Ήταν μπλε. Δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο μπλε. Άκουσε και δίπλα του άλλους να το σχολιάζουν. Δεν ήθελε να ξαναδεί ποτέ. Μώλωπες, αίματα, σάρκα σαπισμένη από το ξύλο, σκισμένη από τα γυαλιά. Η λιπόσαρκη σιλουέτα του φάνηκε να ίπταται στα χέρια των διασωστών με τα κόκκινα γιλέκα. Η λιπόσαρκη αυτή σιλουέτα ξαφνικά άρχισε να λικνίζεται στο νου του. Με γκλίτερ και ξανθιά καρέ περούκα. Η λιπόσαρκη σιλουέτα κοιτούσε το φακό. «Είμαι οροθετικός, είμαι αδερφή» έλεγε. Εκείνη η σιλουέτα που πριν κάνα χρόνο βρέθηκε δίπλα του σε κοινή παρέα πίνοντας το ποτό του, μιλώντας με γέλια για το συνεχή αγώνα. Ήταν η Zackie. Έμοιαζε ο αγώνας να είχε τελειώσει. Πλησίασε λίγο ενώ έβαζαν το φορείο στο ασθενοφόρο. Τον είδε πριν κλείσουν οι πόρτες. Τα μάτια του κλειστά, το κορμί του παρατημένο, ξέπνοο. Η φρίκη της ελληνικής κοινωνίας ζωγραφισμένη πάνω του. Με την πιο χαρακτηριστική πινελιά της, τις χειροπέδες περασμένες στο άψυχο κορμί του.

Έφυγε ο Ζακ. Έφυγε και αυτός. Όπως έσπαγαν τα πηγαδάκια μερικοί μιλούσαν για «τον κλέφτη το πρεζάκι που απειλούσε με μαχαίρι για να πάρει τη δόση του», άλλοι μιλούσαν για «κάποιον που απλά έψαχνε να βρει καταφύγιο από έναν καυγά» και μερικοί φώναζαν ότι είχε AIDS σαν από μόνο του αυτό να αρκούσε.

Ήθελε να πιάσει από το γιακά έναν έναν, να τους ταρακουνήσει να έρθουν στα συγκαλά τους. Ήθελε έστω να μην τους ακούει. Δυστυχώς δεν ήταν πέντε χρονών για να κλείσει τα αυτιά του περνώντας ανάμεσα τους. Έσφιξε τα δόντια του, μήπως το βουητό απομακρύνει λίγο τα λόγια τους. Βγήκε πάλι στην Πατησίων. Είχε επιθυμήσει τη βαβούρα των αυτοκινήτων. Ένιωσε το κινητό του ξεχασμένο στο χέρι του. Πάτησε τερματισμό της κλήσης. Θα έφτιαχνε το ρούτερ λίγο αργότερα. Κοίταξε την ώρα. Ήταν 15:15. Η μικρή του αδερφή θα του έλεγε να κάνει κάποια ευχή. Και δηλαδή γιατί να μην έκανε μία φορά. Οι περιστάσεις δικαιολογούσαν ένα λογικό ξεστράτημα. Λοιπόν, να μην έχει πεθάνει ο Ζακ, να πάει σοβαρά με το Βασίλη, να είναι καλά η οικογένειά του, να είναι όπως παλιά. Τα είπε μονοκοπανιά από μέσα του για να μην προλάβει να τον δουλέψει για τις γελοιότητες που έκανε ο σώφρων εαυτός του.

«Έγινε ένα επεισόδιο στην Ομόνοια. Έδειραν τον Ζακ. Πέτυχα το ΕΚΑΒ όταν το έπαιρναν. Μπορεί να είναι νεκρός. Ας μη διαρρεύσει μέχρι να ανακοινωθεί. Έχω πάθει σοκ γαμώτο.», πάτησε αποστολή. Η αφορμή είχε βρεθεί. Δυο τετράγωνα πριν την πολυκατοικία του κάθισε σε ένα πεζούλι να αναλογιστεί πόσο άθλιος άνθρωπος είναι.

Άρχισε νευρικά να ξύνει τα κόκκινα σημάδια στον καρπό του. Το δέρμα του είχε πάρει φωτιά. Φωτιά είχε πάρει και το μυαλό του. Αηδίασε με όλα. Αηδίασε με τα καρύδια που διόγκωναν τον ουρανίσκο του. Αηδίασε με τη μάνα του που οριακά του μιλούσε. Αηδίασε με την Κατερίνα που για να ολοκληρωθεί η φαντασίωση στο μυαλό της για τον γκέι συνέταιρό της αυτός θα έπρεπε να έχει και AIDS και όχι μια γαμωαλλεργία. Αηδίασε με τον εαυτό του που αν όντως ήταν οροθετικός θα κρυβόταν απ΄όλους. Αηδίασε με την Αθήνα που έφερε έναν άνθρωπο σαν το Ζακ, για οποιοδήποτε λόγο, σε τέτοια τραγική κατάσταση ώστε να κλειστεί μέσα σε ένα κοσμηματοπωλείο. Αηδίασε με τους Αθηναίους που μέσα σε ορισμένα λεπτά μεταμορφώθηκαν σε δολοφόνους και κλώτσησαν, κλώτσησαν, κλώτσησαν, βουτήχτηκαν στο αίμα του. Τι και αν ξεψυχούσε μπροστά τους. Αηδίασε, για ακόμη μία φορά, με τους μπάτσους που ανέλαβαν εκείνοι περήφανοι να συνεχίσουν το λιντσάρισμα. Αηδίασε με τις χειροπέδες στο ασθενοφόρο. Αηδίασε με τους απαθείς ηδονοβλεψίες που έβλεπαν έναν άνθρωπο να τσακίζεται μπροστά τους. Αηδίασε και πάλι με τον εαυτό του που το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να στείλει μήνυμα για το περιστατικό σε έναν γκόμενο που τον παράτησε πριν λίγες μέρες. Ο Ζακ έδινε έναν αγώνα στο όνομα των Οροθετικών της Ελλάδας ενώ εκείνος δεν είχε το ψυχικό σθένος ούτε να βοηθήσει έναν έφηβο μαθητή του να αποδεχτεί τον εαυτό του. Οδυσσέα έλα να βοηθήσεις, δεν πάνε καλά τα πράγματα.

Πέρασε ούτε εκείνος δεν ξέρει πόση ώρα αλλά η ταχυπαλμία και η αναγούλα δεν έλεγαν να υποχωρήσουν. Τσάμπα τα μπιφτέκια, δε θα τα έτρωγε . Καλά τομάτα σίγουρα δε θα έκοβε. Τη μάνα του μάλλον θα την έπαιρνε τηλέφωνο.

Χτύπησε το κινητό του, ήταν μήνυμα από το Βασίλη.

«Μίλησα με κάτι δικούς του. Πέθανε. Τον σκότωσαν στο ξύλο. Θα διοργανωθεί πορεία αύριο αφού ανακοινωθεί. Θα σε δω εκεί.»

Και τον είδε εκεί.

Το προηγούμενο απόγευμα είχε περάσει άδειο. Παγωμένο κάτω από το ακόμα ζεστό δειλινό. Το επόμενο πρωί ήρθε δειλό και σταδιακά ξεσπάθωσε. Ο θάνατος του Ζακ έγινε πρώτο θέμα. Το βίντεο με τους δύο μαγαζάτορες να δολοφονούν εν ψυχρώ έναν ήδη τραυματισμένο άνθρωπο, έπαιζε παντού. Κυκλοφορούσαν ψηφίσματα υπέρ και κατά της αυτοδικίας. Η Αθήνα παραληρούσε. Και στο παραλήρημα αυτό, όπως πάντα, ακούγονταν πολλά. Ακουγόταν ότι ο Ζακ αποτελούσε απειλή, ότι τα αίτια θανάτου του δεν είχαν ακόμα εξακριβωθεί -το οποίο υπονοούσε ότι το ξύλο ήταν πολύ αλλά δεν ήταν αρκετό- ότι ήταν πρεζάκι, κλέφτης. Παράλληλα, άρθρα και αφιερώματα στη ζωή του και τη δράση του άρχισαν να κάνουν το γύρω του διαδικτύου και σύντομα και των καναλιών. Παρά τα όσα λέγονταν ο κόσμος που δεν τον ήξερε, άρχισε να γνωρίζει τον πραγματικό Ζακ, άρχισε να βιώνει το αποτρόπαιο της δολοφονίας του. Και έτσι σχεδόν αυθόρμητα Σάββατο βράδυ κι ενώ η πόλη έβραζε, οργανώθηκε η πρώτη πορεία για το Ζακ. Και η Αθήνα άρχισε να γίνεται λίγο πιο ανθρώπινη, πιο όμορφη στα μάτια του. Υπήρχε μόνο μια σκιά στα υπέροχα αυτά αντανακλαστικά της πόλης που ξυπνούσε. Τι ήταν; Τι ήταν γαμώτο;

Κατά τις 20.00 το βράδυ, η Πατησιών τρανταζόταν. «Οργή και λύσσα για Ζακ- Αλέξη- Φύσσα.»

Ο Βασίλης προχωρούσε πλάι του. Οι δυο τους και κάποιοι άλλοι μεγαλύτεροι προχωρούσαν βουβοί. « Έχεις σκεφτεί καθόλου τι θα γινόταν αν ο Ζακ δεν ήταν αυτός που ήταν;» και οι δύο άντρες προτίμησαν να συνεχίσουν να κοιτάζουν ευθεία.

«Αν δεν ήταν γνωστός έστω σε εμάς, αν δεν ήταν ακτιβιστής, αν δεν ήταν οροθετικός. Αν ήταν όντως πρεζάκι, ή κάποιος ξεχασμένος μετανάστης, αν ήταν ο οποιοσδήποτε που τον κλώτσησαν μέχρι θανάτου επειδή έτσι έκριναν, γιατί θεωρώ ότι η Αθήνα τώρα, αν είχε πληροφορηθεί για το συμβάν θα πήγαινε ανενόχλητη για το ποτό της;»

«Λες και τώρα τι κάνει ρε Θανάση;»

«Ναι δεν κάνει πολλά, αλλά κάνει κάτι! Όλοι μιλούν γι αυτό. Κάπου διάβασα τη φράση μάλιστα «όσο ο μαγαζάτορας, η αστυνομία και άλλοι νομοταγείς πολίτες δολοφονούσαν τον Ζακ Κωστόπουλο.». Πότε άλλοτε είδαμε τέτοιες δημοσιεύσεις;»

«Είσαι λίγο ρομαντικός αλλά έχεις δίκιο. Δυστυχώς φοβάμαι ότι αν δεν ήταν ο Ζακ θα ήμασταν κι εμείς για ποτό.»

Μες την έρμη κι άδεια πολιτεία, μένει το χέρι που μονάχα, με μπογιά θα γράψει στους μεγάλους τοίχους ψωμί και ελευθερία. Ελευθερία είναι και αυτό Οδυσσέα μου. Να μη σε σκοτώνει το κράτος σου με εξαθλίωση και βία.


Ο κέρσορας ακόμη αναβοσβήνει νευρικά αχόρταγος και απαιτητικός.

Το μεσημέρι της Παρασκευής 21/09 βρέθηκε στο εσωτερικό ενός άδειου κοσμηματοπωλείου στην Ομόνοια ένας άνδρας που λέγεται πώς κρατούσε μαχαίρι . Βρέθηκε εκεί κουβαλώντας τη δική του ιστορία, αλλά όχι απαραίτητα τις δικές του επιλογές. Σε κάθε περίπτωση βρέθηκε εκεί σαν μια λευκή σελίδα, κι ας ήταν πυκνογραμμένος τόμος 33ων χρόνων. Για όσους τον κοίταξαν δεν ήταν παρά ένας άντρας σε άσχημη κατάσταση, μέσα σε ένα μαγαζί. Για εκείνα τα δευτερόλεπτα, υπό όποιες συνθήκες και αν έφτασε σε αυτά τα δευτερόλεπτα, υιοθέτησε άθελά του, το κενό προσωπείο της απειλής. Και μετά πριν προλάβει κανείς να αναρωτηθεί για τις συνθήκες αυτές, ο Ζακ έπεσε κάτω και έμεινε μόνο το κενό. Και το κενό το πλάκωσε ο θάνατος. Ένας θάνατος βρώμικος. Ο πιο βρώμικος απ' όλους. Θάνατος με θεατές και συνενόχους πολίτες και αρχές που πουλάνε τσαμπουκάδες όταν μυρίζονται πόνο. Θάνατος που ψάχνει τον αδύναμο. Φόνος. Φόνος είναι η σωστή λέξη.

Σαν λευκή σελίδα έσυραν και το Νιγηριανό μετανάστη στο Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας. Κανείς δε νοιάστηκε για τον πυκνογραμμένο τόμο των 35 χρόνων πίσω της. Έσκισαν τη σελίδα και την πέταξαν. Ο αδύναμος δεν είναι άνθρωπος στη λύσσα της εξουσίας. Και η εξουσία όταν δε νομιμοποιεί αυτή τη λύσσα, την αποκρύπτει. Κανένας λόγος δεν έγινε για τις συνθήκες οι οποίες ανάγκασαν τον Εμπουκά να καταλήξει στο τμήμα, κανένας λόγος δεν έγινε όταν δηλώθηκε αγνοούμενος, όταν ξεψύχησε μετά τον ξυλοδαρμό. Κανένα κανάλι δεν έπαιξε τον Εμπουκά, τα παιδιά του, τη γυναίκα του. Ελάχιστοι έμαθαν, ελάχιστοι θα το μάθουν.

Τι σημασία θα είχε αν στο κοσμηματοπωλείο δεν ήταν ούτε ο Ζακ ούτε η Ζάκι, αλλά ο Ζαχαρίας, η Ελένη, ο Νίκος ή ο Εμπουκά στο τμήμα.

Ο ξεσηκωμός μας δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις όταν οι κλωτσιές τους δεν κάνουν.

Έλαχε να δώσει και σε σας ο Χάρος τη φούχτα του γεμάτη. Όχι, Οδυσσέα, θα δεις, θα τον ξαφρίσουμε τον άτιμο πριν να ναι κι άλλο αργά.


Αφιερωμένο στο Ζακ, στον Εμπουκά και σε όλους τους άλλους.




Υ.Γ Να ευχαριστήσω αγαπημένο υποψήφιο διδάκτορα που με πληροφόρησε για το θάνατο του Εμπουκά και ένα βράδυ μου έδωσε την ετυμολογία του «ωραίου». Ευχαριστώ και για την παραξενιά του που δώρισε στον ήρωά μου. Κανείς να μη διακόπτει τις ιστορίες του παρακαλώ. 

No 7.


Το παιχνίδι έχει ως εξής.

Γράψτε για την αλλαγή μιας συναισθηματικής κατάστασης.

Δηλαδή να γράψω για τη ζωή;

Για τα προηγούμενα πέντε λεπτά, ή για αυτά που θα έρθουν; Θα γράψω για αυτά που θα έρθουν. Αυτή τη στιγμή είναι σίγουρα πιο καθοριστικά. Και κάθε στιγμή θα είναι. Έτσι κι εγώ θα γράφω κάθε φορά για τα επόμενα πέντε λεπτά.

Ακούγεται ο συριστικός ήχος και οι θύρες του συρμού κλείνουν. Δόθηκε το σήμα. Πρόκειται να ξεκινήσει. Το σώμα με ένα αυθόρμητο σφίξιμο ετοιμάζεται να γείρει ελαφρώς για να αντισταθεί στην επιτάχυνση. Κυρίως όμως ετοιμάζεται ο εγκέφαλος. Ακούει τη χαρακτηριστική βουή και περιμένει να αισθανθεί την αντίστοιχη κίνηση. Τι συμβαίνει όταν όμως αυτό αργεί να γίνει; Εκεί αρχίζει η αναμονή. Για το σώμα δεν είναι δύσκολη, ο εγκέφαλος όμως δείχνει να βασανίζεται από ερεθίσματα που περιμένει να έρθουν και δεν λένε να έρθουν. Μια αδιάκοπη μάχη με το χρόνο , και τη δίνουμε μαζί του. Άνιση είναι, και κάνουμε ζαβολιές.

Τις ευθύνες για τα δεσμά μας συνήθως τις ρίχνουμε στο παρελθόν μας. Δυσκολευόμαστε να ενοχοποιήσουμε το μέλλον και σίγουρα δυσκολευόμαστε να ενοχοποιήσουμε εμάς. Μήπως όμως μας χειρίζεται το μέλλον πριν το αφήσουμε να γίνει παρόν; Τα βάζουμε με το «τότε» όταν το «θα» μπορεί να διαστείλει τις κόρες μας περισσότερο από το οτιδήποτε.

Είναι μία μέρα. Είναι μια ώρα. Είναι όλα καλά. Και κάποια στιγμή ξυπνάει το θεριό της αναμονής. Πάει η μέρα, η ώρα που ήταν όλα καλά. Αρκούν λέξεις. Είναι όταν το «θα» αρχίζει να γιγαντώνεται. Δε θα δούμε τη γαλήνη μας να κομματιάζεται, δε θα πατήσουμε στα αιχμηρά της θραύσματα εκείνη τη στιγμή. Είναι ντυμένα στο πρόσχημα του «μετά» οπότε οι γωνίες τους δε μας πληγώνουν. Εκείνη όμως τη στιγμή δε συνειδητοποιούμε ότι αυτό το «μετά» τελικά είναι το πιο αιχμηρό , ότι όταν εμφανίστηκε, μεμιάς μας παγίδευσε. Λίγο, λίγο θα γίνει το «κακό». Θα πατάμε, θα θυμόμαστε, θα ξεχνάμε λίγο χάρη στο «τώρα» αλλά δε θα ξεχνάμε αρκετά, και το να μην ξεχνάμε αρκετά σημαίνει ότι υπάρχει. Τώρα ήδη θα έχουμε αρχίσει να το φαντασιωνόμαστε.

Ένα τηλεφώνημα. Μπορεί να είναι Κυριακή αλλά σκέφτεται να είναι ήδη στο γραφείο του γιατρού, περιμένοντας να βγουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, περιμένοντας να έρθει η Παρασκευή, να περάσει η Παρασκευή, περιμένοντας να συνεχίσει τη ζωή του. Αναμονή.

Ένα βλέμμα, μια κουβέντα. Μπορεί να είναι Κυριακή και ήδη εκείνη σκέφτεται πότε θα τον ξαναδεί. Κάθε μέρα βιώνει το πρώτο τους φιλί που δεν έχει έρθει. Θα είναι βράδυ, μακριά από τους άλλους. Θα την τραβήξει από το χέρι; Θα την σπρώξει προς τον τοίχο; Πώς θα είναι όταν θα κατεβαίνει το χέρι του στη μέση της ενώ για πρώτη φορά τα χείλη του θα σπρώχνουν τα δικά της; Πότε θα είναι; Προσμονή.

Πότε θα έρθει η Παρασκευή ή πότε θα περάσει η Παρασκευή; Αντίθετες επιθυμίες αλλά ενδιάμεσα η ίδια ταραχή. Είτε είναι προσμονή είτε αναμονή δεν είναι ηρεμία. Ο ύπνος που σαλεύει. Οι σκέψεις που παίρνουν το σκήπτρο των στιγμών. Μια μεταποίηση του «τώρα» , που πασχίζει να επιβιώσει μπροστά στο δέος του «μετά».

Η «αναμονή» δανείζεται κάτι από την «εμμονή» και δένει. Όλα κρύβονται στο «μένω» που καθόλου τυχαία δεν κορδώνεται δίπλα στα υπόλοιπα γράμματα. Περιμένω, αναμένω, προσμένω.

Ακούς το σφύριγμα του μετρό, περιμένεις να ξεκινήσει. Μένεις. Ο νους σου περιμένει να ξεκινήσει. Για τα επόμενα δευτερόλεπτα δεν προσέχεις το τραγούδι που παίζει στα αυτιά σου, δεν παρατηρείς τον απέναντι σου. Τα μάτια σου είναι χαμένα κάπου πάνω αριστερά. Τώρα είναι κάπου πάνω δεξιά. Μια παγωμάρα μέχρι να κινηθεί ο συρμός, να έρθει η κανονικότητα. Μία παύση του «τώρα» μέχρι να έρθει το «μετά».

Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες μας είναι να προβάλλουμε επιθυμίες και φόβους και να ντύνουμε το άγνωστο. Είναι ίσως και το μεγαλύτερο χάρισμά μας που κάνει τη ζωή πιο ρευστή και από τα νερά του ξύλου.

Και έτσι γίνεται καταρράκτης και σταγόνες. Στάζει ο άνθρωπος στη ζωή του σαν το νερό. Λίγο λίγο και συνέχεια. Και μετά κάνει νερά. Ο πληθυντικός μόλις κατάπιε το άπειρο. Το νερό έγινε νερά. Και το αόριστο, συγκεκριμένο. Έχει λίγο και από τα δύο η ζωή. Τη συνέχεια, την κινητικότητα του νερού, την αιχμηρότητα στις χαρακιές, τις παραλλαγές στις κηλίδες των νερών του ξύλου. Ρέει αλλά αφήνει και το σημάδι της στον κόσμο. Σίγουρα όμως πάντα στάζει. Όλα στάζουν. Ο ένας μέσα στον άλλον. Ο χρόνος μέσα στο χρόνο. Δεν υπάρχει ασφαλές κλείσιμο, τίποτα δεν γίνεται αεροστεγώς. Αυτή η σταγόνα του σφάλματος είναι που κεντάει το σύμπαν, την πραγματικότητα . Ρευστή αλλά και με χαραγές, με λίγο μέλι πάντα να στάζει αργά από ένα παλιό κουτάλι. Και τη σταγόνα να αιωρείται μέχρι να φτάσει το τώρα. Να αιωρείται και έτσι να ενώνεται το παρελθόν με το μέλλον και οι εμπειρίες να προβάλλονται στο άγνωστο, μέσα από αυτό το αμφίβολο και πανίσχυρο «θα».

Μήπως τελικά είμαι πολύ ανυπόμονη; 

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε