Άντρεα


Ιούλιος 2018

Άντρεα

Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Νομίζει. Μπορεί και να την άφησε ανοιχτή. Κοίταξε. Κλειστή ήταν. Ωραία, καλό αυτό. Δεν είχε όρεξη για τσακωμούς. Έβαλε τα κλειδιά στο μικρό συρταράκι πάνω από την παπουτσοθήκη και φρόντισε να τα καλύψει με τους φακέλους των λογαριασμών. «Μην ξεχαστείς πάλι» σκέφτηκε, και χαμογέλασε συγκαταβατικά στην αφηρημένη Άντρεα.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του χωλ. Πόσο όμορφο το αφηρημένη Άντρεα. Σκούπισε τον ιδρώτα από τους κροτάφους της. Το μέτωπό της γυάλιζε. Έφταιγε η πολλή ζέστη και ίσως και η πολλή κρέμα. Αλλά σίγουρα η πολλή ζέστη. «Γύρισα» φώναξε. «Έχει τρομερή ζέστη έξω». Δεν πήρε κάποια απάντηση. Ούτε έστω ένα βαριεστημένο μουγκρητό εκδήλωσης παρουσίας. Πήγε στο σαλόνι. Η ματιά της πέρασε αυθόρμητα από τους καναπέδες στον πάγκο της κουζίνας και κάτω από αυτόν. 'Ναι , λείπουνε ' , μονολόγησε.

Επέστρεψε στον καθρέφτη. Επέτρεψε στο βλέμμα της να περιπλανηθεί ήσυχα στο είδωλό της. Σωστή η ιδέα της για το μαύρο μακρυμάνικο πουκάμισο. Παρά τη ζέστη ήταν μία πολύ καλή επιλογή. Ευτυχώς που επέμενε. Τώρα της άρεσε κι εκείνης. Μαύρη παντελόνα και μία σχετικά φαρδιά σκούρα καφέ ζώνη στη μέση για κλασικό στυλ. Τα μάτια της ανέβηκαν στο λαιμό της. Τον επεξεργάστηκαν. Εκεί ήταν το λάθος. Έκλεισε τα μάτια. Θα μακρύνουν. Πρέπει να μακρύνουν. «Απλά όχι πολύ Άντρεα , όχι πολύ.» Φευγαλέα κοίταξε τα χέρια της. Το δέρμα ζάρωνε. Άτιμες ρυτίδες. Αδικούν και τα δαχτυλίδια. «Ας βάλουμε λίγη ενυδατική» σκέφτηκε, και άρχισε να ανεβαίνει στον πάνω όροφο. «Και να μακρύνουμε τα μαλλιά» υπενθύμισε. Απλά όχι πολύ. «Δεν είναι πολύ αργά ε;» Μπήκε στο μπάνιο. Έκλεισε την πόρτα. Έσβησα το φως. Μπορεί και να ήταν.



Λίαμ

«Κάρεν λέω να φεύγω σιγά σιγά.»

Η φωνή του ακουγόταν βραχνή και γλυκιά. Ήταν κουρασμένος.

Η Κάρεν ελαφρώς έκπληκτη σήκωσε τα μάτια από την οθόνη και του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.

«Μα επιτέλους!», είπε και έστρεψε με νόημα το βλέμμα της στο ρολόι. «Κοντεύει τέσσερις. Είχα αρχίσει να ανησυχώ για το τι κάνατε τόσες ώρες εκεί μέσα!»

«Ας πούμε πως είχα λίγη παραπάνω όρεξη για δουλειά» είπε, και η ματιά του ταξίδεψε μακριά από τη δική της. Ίσως πιο μακριά απ ότι έπρεπε γιατί το επόμενο δευτερόλεπτο την άκουσε να λέει:

«Δε μου φαίνεστε και πολύ ορεξάτος πάντως» και στο φιλικό της τόνο αμέσως αντιλήφθηκε την παιχνιδιάρική της διάθεση που είχε ήδη αρχίσει να ξεμυτίζει.

«Η ζέστη φταίει Κάρεν. Μου ρίχνει την πίεση. Μεγάλωσα πια.» Η ματιά του με μαεστρία και πάλι απέφυγε τη δική της και βιαστικά χώθηκε στην τσάντα του. Γεμάτη από τιμολόγια και σκόρπια αρχεία. Θα ήθελε να μείνει εκεί.

«Μα τι είναι αυτά που λέτε, κύριε Χάρπερ, εσείς ούτε...»

Έκλεισε γρήγορα την τσάντα του και την κοίταξε έντονα στα μάτια πριν προλάβει εκείνη να ολοκληρώσει την αναμενόμενη φιλοφρόνηση. Προσπάθησε να της χαμογελάσει.

«Έχεις δίκιο ότι καθυστέρησα πολύ σήμερα. Θα με ψάχνει η γυναίκα μου. Πάω σπίτι.»

Έβαλε την τσάντα στον ώμο του και κοντοστάθηκε πριν την εξώπορτα του μικρού γραφείου. Ήταν πολυκαιρισμένο, όπως κι εκείνος. Το μόνο καινούριο εκεί μέσα, η εικοσιτετράχρονη Κάρεν. Η όμορφη, γλυκιά.. διαθέσιμη Κάρεν . Γνώριμος συνδυασμός. Γνώριμος και ο φόβος. Ο εαυτός του του προκαλούσε θλίψη.

«Καλό απόγευμα Κάρεν». Δεν γύρισε να την κοιτάξει.

«Καλό απόγευμα και σ' εσάς! Θα τα πούμε αύριο κύριε Χάρπερ»

Κάθε μεσημέρι το ίδιο νάζι στη φωνή της. Κάθε μεσημέρι ο ίδιος κόμπος στο στομάχι του. Πέρασε το κατώφλι και με ανακούφιση άφησε την ανάσα του να ξεγλιστρήσει από το στήθος του.



Βέλμα

Άκουγε τη φωνή της όσο κι αν πίεζε τα αυτιά της. «Για πόσο ακόμα θα ανέχομαι τα λάθη σου; Ε; Για πόσο ακόμα θα μου το κάνεις αυτό; Είσαι απαράδεκτη. Μ' ακούς; Θα γυρίσουμε πίσω και πάλι εσύ θα φταις. Σήμερα να το ξέρεις, θα βγω. Πληρώνονται τα λάθη. Ακόμα να το μάθεις. Θα βγω. Αλλά αυτό θες. Το ξέρω ότι αυτό θες. Πάντα έτσι είσαι.»

Τα χέρια της την έσφιγγαν όλο και περισσότερο, ώσπου τα νύχια της γέμισαν με αίμα.

«Ρίξε κάτι πάνω σου. Θα γυρίσει.»



Λίαμ

Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο κοίταξε το κινητό του. Είχαν περάσει πολλές ώρες απ' όταν το έβαλε στο αθόρυβο και το έσπρωξε βαθιά στην τσέπη του παντελονιού του. Τώρα η φωτεινή οθόνη του υπενθύμιζε ότι κόντευε 16:10 και ότι στo Τζέφερσον της Αιόβα είχε 32 βαθμούς Κελσίου με 48% πιθανότητα βροχόπτωσης. Καμία κλήση. Κοίταξε τον ανελέητο ήλιο που χτυπούσε το παρμπρίζ και χυνόταν στο αυτοκίνητο και αναρωτήθηκε αν εκείνη τη στιγμή η πιθανότητα βροχόπτωσης άγγιζε έστω και το 10%. Όλα έδειχναν πώς θα έπρεπε να πιει μια μπύρα πριν οδηγήσει σπίτι.

Πάρκαρε ένα τετράγωνο πιο κάτω, απέναντι από την μικρή συνοικιακή ιρλανδική παμπ. Μπήκε μέσα και διάλεξε ένα από τα κεντρικά τραπέζια. Στην αρχή αισθανόταν άβολα όταν πήγαινε να καθίσει , μόνος μες στη μέση του μαγαζιού, στα τραπέζια που ήταν για παρέες τεσσάρων ατόμων και πάνω. Όμως με τον καιρό ούτε καν έμπαινε στον κόπο να προβληματιστεί, έστω στο ελάχιστο. Από την άλλη, τα μικρά τραπεζάκια δίπλα στα ταλαιπωρημένα τζάμια της παμπ δεν συμπεριλαμβάνονταν ποτέ στις επιλογές του. Ποτέ; Σίγουρα πριν από είκοσι χρόνια θα καθόταν με το βιβλίο του δίπλα στην τζαμαρία και θα παρατηρούσε νωχελικά τη ζωή που γέμιζε το δρόμο. Όμως τα είκοσι χρόνια είναι πολύς καιρός, και τα είκοσι αυτά χρόνια προτιμούσε να τα αποφεύγει. Θεωρούσε τη σκέψη του αυτή αξιολύπητη και τα καμώματά του παιδιάστικα. Νευρίαζε με τον εαυτό του. Της είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν του άρεσε το κρυφτό αλλά από τότε εκείνη το είχε λατρέψει. Πώς λοιπόν να αντισταθεί στη θαλπωρή ενός κεντρικού τραπεζιού , χαμένου ανάμεσα στον καπνό, στις μυρωδιές και τις γνώριμες όψεις συνηθισμένων φωνακλάδων Αμερικάνων;

Τράβηξε την καρέκλα και ζήτησε ένα μεγάλο ποτήρι μαύρης μπύρας. Ο κλιματισμός έκανε το κορμί του να ανατριχιάζει καθώς ο παγωμένος αέρας έπεφτε στο ιδρωμένο του πουκάμισο. Ήταν ωραία αίσθηση. Και ήταν ακόμη καλύτερη όταν η παγωμένη μπύρα κατέβαινε στο ξερό λαρύγγι του, μουδιάζοντας το κούτελό του, μουδιάζοντας τις καταραμένες αυτές Τετάρτες.

Ξαναέβγαλε το κινητό από την τσέπη. Το μπλε φωτάκι της οθόνης αναβόσβηνε επίμονα και νευρικά. Επίμονα και νευρικά ανεβοκατέβαζε και τη δεξιά του φτέρνα, μάλλον αρκετή ώρα τώρα. Δύο αναπάντητες κλήσεις. Και οι δύο από την Τζουλς. Το πόδι του άρχισε να κουνιέται πιο επίμονα. Θα έπρεπε να την πάρει πίσω αλλά δεν θα το έκανε. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Εξάλλου δεν είχε κάτι να της πει εκείνη τη στιγμή, ενώ εκείνη θα είχε πολλά, όπως κάθε φορά. Θα του έλεγε ότι δεν θα έπρεπε να είχε πάει στη δουλειά σήμερα. Ότι δεν γίνεται να ανέχεται αυτή την κατάσταση. Θα τον κατηγορούσε ότι είναι δειλός και ότι σκέφτεται μόνο τον εαυτό του. Και στο τέλος θα ανέφερε τη Μίλι. Θα χαμήλωνε τη φωνή της τόσο ώστε ο ψίθυρος και η οργή της θα κόντευαν να την πνίξουν και θα έλεγε « Έχεις σκεφτεί ποτέ τι μπορεί να συμβεί;». Και εκείνος θα έλεγε από μέσα του: « Το σκέφτομαι συνέχεια μωρό μου. Κάθε βράδυ που ξαπλώνω και κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια». Άλλα δε θα της το έλεγε. Δε θα έλεγε τίποτα . Θα κρατούσε την αναπνοή του και τα μάτια του θα βούρκωναν. Και τότε εκείνη θα του το έκλεινε.

Δυνάμωσε το κινητό. Τι νόημα είχε πια; Σε λίγο θα πήγαινε πέντε και μισή και θα έπρεπε να φύγει για να πάει σπίτι πριν πάει έξι η ώρα. Αποφάσισε να περιμένει άλλο ένα τέταρτο και έπειτα θα καλούσε εκείνος. Σκέφτηκε σε αυτό το διάστημα να κοιτάξει το μέιλ του ή να τακτοποιήσει το αρχείο των πωλήσεων του τελευταίου μήνα. Σκέφτηκε πόσα πράγματα είναι διατεθειμένος να κάνει ο άνθρωπος όταν δεν είναι διατεθειμένος να κάνει κάτι άλλο. Πώς αυτή η επιθυμία του να αποφύγει κάποια ενέργεια του γεννά επιθυμίες για άλλες ενέργειες που υπό άλλες συνθήκες απεχθάνεται. Έχει σκεφτεί άραγε κανείς να εκμεταλλευτεί αυτό το κίνητρο; Τότε συνειδητοποίησε ότι και αυτός ο κύκλος σκέψεων ήταν κάποιο είδος αφορμής για να αποφύγει να αντικρίσει το χάος εγγράφων του αρχείου του. Ένιωσε μια μικρή ικανοποίηση που επαληθευόταν η θεωρία του. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ευτυχώς, γιατί είχε αρχίσει να κουράζεται.

Ο ήχος κλήσης του κινητού του ήταν ο κλασικός. Ήταν το κουδούνισμα παλιού τηλεφώνου και τον έβρισκε ίσως τον πιο αξιοπρεπή ήχο κλήσης ανάμεσα στις (...) που κυκλοφορούσαν. Μπορεί την ίδια επιλογή να είχε και ο υπόλοιπος μισός πληθυσμός των Η.Π.Α. αλλά τουλάχιστον ταίριαζε για ένα μεσήλικα υπεύθυνο πωλήσεων. Τώρα αντί για το κλασικό αυτό κουδούνισμα ακουγόταν ένα άσχημο και πονεμένο μουγκρητό καθώς η δόνηση έκανε τη μεταλλική επιφάνεια του κινητού να πάλλεται και να στριφογυρνά στο τραχύ σκληρό μαύρο ξύλο του τραπεζιού. Οι άνθρωποι από τα διπλανά τραπέζια είχαν ήδη αρχίσει να ανταλλάσσουν ματιές δυσφορίας. Κατάλαβε ότι είχε φτάσει η ώρα να μιλήσει στον Ντέιβιντ Κόνραντ.

«Καλησπέρα κύριε Κόνραντ»

«Καλησπέρα Λίαμ, συγχώρεσέ με για την καθυστέρηση. Δεν ξέρω τι συμβαίνει... πολλή δουλειά αυτές τις μέρες» άφησε την πρότασή του να κλείσει με ένα ανεπαίσθητο γελάκι.

Ωραίο να είσαι από την άλλη πλευρά σκέφτηκε ο Λίαμ. Να μπορείς να κάνεις και χιούμορ.

«Έχεις λίγο χρόνο; Θες να σε καλέσω κάποια άλλη στιγμή;» βιάστηκε να προσθέσει η πλέον απόλυτα σοβαρή φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Δεν ήταν η ώρα για γελάκια. Σχεδόν ποτέ δεν υπήρχαν γελάκια στις συζητήσεις τους.

«Σε μισή ώρα θα πρέπει να είμαι σπίτι. Νομίζεις πώς υπάρχει άλλη στιγμή;» ακούστηκε πιο δηκτικός απ' ότι ήθελε. «Είμαι απλά αγχωμένος , που να πάρει! Ξέρεις πώς είναι αυτά...», σκέφτηκε και ήλπισε πώς η σκέψη του με κάποιο τρόπο θα φτάσει στο συνομιλητή του.

«Καταλαβαίνω Λίαμ, και πάλι συγχώρεσέ με. Αν είχα χρόνο θα σε είχα καλέσει νωρίτερα. Λοιπόν θα σου πω τα βασικά τώρα και όταν ευκαιρήσεις τηλεφώνησέ μου αύριο από το γραφείο σου»

«Τι έχουμε λοιπόν;» , ρώτησε , και ο δισταγμός του ήταν πιο ηχηρός από τη φωνή του.

«Κάτι νέο που παρατήρησα είναι η μεγάλη προσπάθεια για παρουσίαση βελτίωσης. Βέβαια η βελτίωση είναι πλήρως πλασματική, και αυτή η τόσο εμφανής προσπάθεια παρουσίασής της σε ένα βαθμό με ανησυχεί. Υπάρχει πολύ άγχος. Κύρια πηγή προέλευσής του, είναι , όπως υποθέτουμε, η μικρή. Βέβαια, έχεις καιρό να μου αναφέρεις κάποιο περιστατικό, κάτι που δε συμβαδίζει με την εικόνα που έχω σχηματίσει εγώ. Τι συμβαίνει Λίαμ;»

« Τι να συμβαίνει; 'Ήρεμα. Δηλαδή ... τα συνηθισμένα». Κάρφωσε το βλέμμα του στο μισοτελειωμένο ποτήρι μπύρας. Μόνο συνηθισμένα δεν ήταν. Και σίγουρα όχι ήρεμα. Δε θα μπορούσε να του πει κάτι τέτοιο. Μόνο εκείνος ήξερε, ούτε καν ο κύριος Κόνραντ, τι θα προκαλούσε αυτό. Μόνο εκείνος ένιωθε το κενό βλέμμα καρφωμένο πάνω του κάθε μέρα για περίπου τριάντα χρόνια.

«Λίαμ...» , ο τόνος στη φωνή του είχε μία μικρή δόση οίκτου. « Ξέρεις ότι παραβιάζεις τους όρους της συνεργασίας μας. Μας δυσκολεύεις όλους. Είναι επικίνδυνο αυτό.» τώρα η φωνή του ακουγόταν σκληρή, μεταλλική.

Καμία απάντηση στην άλλη άκρη. Συνέχισε.

«Τι έχει αλλάξει Λίαμ; Εννοώ με εσένα. Σου έχω πει επανειλημμένα ότι είναι απόλυτα λογικό, άτομα στη θέση σου να...»

«Όλα καλά.» Τον διέκοψε. Σκέφτηκε ότι ακόμα καθόταν στη μέση του μαγαζιού μακριά από τις τζαμαρίες. Θυμήθηκε τα χέρια του να ιδρώνουν με το παιχνιδιάρικο μειδίαμα της Κάρεν. Θυμήθηκε και πολλά άλλα. Δεν ήταν της παρούσης. Θεώρησε προτιμότερο να τα προσπεράσει για άλλη μια φορά. «Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Τι θα κάνουμε ;»

«Θα περιμένουμε τα αποτελέσματα αύριο και θα ξαναμιλήσουμε. Ενδεχομένως να χρειάζονται τροποποιήσεις. Θα περάσω και από το σπίτι σας μία από τις ερχόμενες μέρες. Είναι σημαντικό να τη δω στο φυσικό της χώρο.»

«Υπάρχει ενδεχόμενο να χρειαστεί να...»

«Κάθε μέρα που περνάει υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο.» Παύση. «Θα μιλήσεις εσύ με την Τζουλιάνα ή να την καλέσω εγώ;»

«Θα την πάρω εγώ» είπε ο Λίαμ. «Σας ευχαριστώ κύριε Κόνραντ. Θα μιλήσουμε και αύριο»

Έκλεισε το τηλέφωνο. Κατέβασε τις τελευταίες γουλιές της ξεπαγωμένης μπύρας του και σηκώθηκε.

Πριν βγει από το μαγαζί πήγε στο μπάνιο. Στάθηκε πάνω από το νιπτήρα με τα μανίκια του πουκάμισού του σηκωμένα. Ξέπλυνε με άφθονο νερό το στόμα του και στη συνέχεια έριξε νερό στο λαιμό , τον αυχένα και στους καρπούς του. Ήξερε ότι θα ήταν μια περίεργη μέρα η σημερινή καθώς και ότι οι έντονες μυρωδιές σίγουρα θα την έκαναν χειρότερη. Ταχτοποίησε τα ρούχα του και πέρασε στην κύρια αίθουσα της παμπ. Πήρε μια βαθιά ανάσα καπνού, μπύρας, ιδρώτα, έντονης κολόνιας και φασαρίας. Ήταν έτοιμος να γυρίσει σπίτι.

Δύο στενά πριν την (...) θυμήθηκε ένα παλιό του φίλο να του λέει: «Πολύτιμο πράγμα να σε περιμένει η γυναίκα σου σπίτι μετά από μια δύσκολη μέρα»

«Αν όμως δε σε περιμένει η γυναίκα σου;» Χαλάρωσε το γιακά του.



Νοέμβριος 2017

Λίαμ

«Θυμάσαι την πρώτη μέρα;»

Το γυαλιστερό πανάκριβο δέρμα της καρέκλας του έτριξε καθώς ανακάθισε.

«Πώς θα μπορούσα να την ξεχάσω;»

«Εκείνη; Τη θυμάται;»

«Δεν την αφήνω να την ξεχάσει.» Ένα χαμόγελο προσπάθησε να ξεμυτίσει στα άχρωμα χείλη του. Αδύναμο, χάθηκε σχεδόν αμέσως.

«Το βρίσκεις σωστό αυτό;» Το μέτωπό του ζάρωσε ανεπαίσθητα.

Ο κ. Χάρπερ σκέφτηκε πώς ίσως θα ήταν καλύτερα να μειώσει τον αυθορμητισμό στις απαντήσεις του.

«Μάλλον εγώ θα έπρεπε να σας θέτω αυτή την ερώτηση.»

Γέλασαν με αμηχανία δύο προσώπων που δεν γνωρίζονται για να γελούν παρέα.

«Πες μου όμως. Θεωρείς πώς είναι σωστό;»

«Σωστό δεν ξέρω αν είναι. Είναι η ασφάλεια μου, η βάση μου.»

Το αβάσταχτα σιωπηλό δευτερόλεπτο που πέρασε έκανε και τους δύο άντρες να μιλήσουν σχεδόν ταυτόχρονα, με τον κ. Κόνραντ τελικά να υποχωρεί.

«Μάλιστα, θέλετε να...»

«Ξέρετε, εννοώ ότι είναι η βάση αναφοράς μου. Αν δεν θυμόμασταν και οι δύο αυτή τη μέρα, δεν ξέρω, φοβάμαι ότι θα έχανα τα λογικά μου.» Προσπάθησε να ντύσει με άλλο ένα τρεμάμενο χαμόγελο τη φωνή του που έσπασε.

«Ομολογώ πώς εκπλήσσομαι που τη θυμάται και η γυναίκα σας. Δε συνηθίζεται. Μπορείτε να μου πείτε τι ακριβώς θυμάται;» Ο τόνος του έγινε πιο ξύλινος, επαγγελματικος.

Ο κ. Χάρπερ αναρωτήθηκε αν ο νεαρός απέναντί του είχε εξασκήσει αυτό το ύφος για τις πιο κρίσιμες ερωτήσεις.

«Δε θυμάται πολλά, αλλά μου αρκεί αυτό που θυμάται.»

Ο κ. Κόνραντ του ένευσε να συνεχίσει.

Θυμάται πώς εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει και λαγοκοιμόταν όταν άκουσε τη φωνή μου από τον κάτω όροφο. «Αγάπη μου, το πρωινό είναι έτοιμο!» Θα ήθελε λέει να καθόταν λίγο ακόμα κάτω από τα σκεπάσματα αλλά πεινούσε οπότε αποφάσισε να σηκωθεί. Πριν κατέβει στην κουζίνα ισχυρίζεται ότι πέρασε από το δωμάτιο του μωρού. Κοιμόταν ήσυχο. Έπαιζε η μουσικούλα πάνω από την κούνια του. Την είχαμε ξεχάσει λέει και την έκλεισε. Κατέβηκε στην κουζίνα χωρίς να περάσει από το σαλόνι. Εγώ πρέπει να ήμουν στο χολ και να ετοιμαζόμουν να φύγω για τη δουλειά. Πήρε το πιάτο που είχα αφήσει στον πάγκο για εκείνη και κάθισε στο τραπέζι βάζοντας καφέ στην αγαπημένη της κούπα. Δοκίμασε λέει πρώτα μπέικον γιατί της έκανε εντύπωση που είχα φτιάξει μπέικον. Ξαφνικά αισθάνθηκε το κεφάλι της να μουδιάζει. Ήπιε καφέ μήπως νιώσει καλύτερα. Δεν ένιωσε καλύτερα. Ένιωσε το μυαλό της να σταματάει, να αδειάζει. Δεν αναγνώριζε την κουζίνα. Δεν ήξερε που βρισκόταν. Θυμόταν ότι ζούσε μόνη της. Δεν είχε μαγειρέψει. Ποιος είχε μαγειρέψει; Και μετά δε θυμάται τίποτα άλλο.

Ο κ. Κόνραντ συνέχισε να κρατά κάποιες σημειώσει και μετά το τέλος της αφήγησης. Φαινόταν απορροφημένος.

«Εσείς την είδατε πριν φύγετε για τη δουλειά; Καταλάβατε κάποια αλλαγή;» Δεν σήκωσε τα μάτια του από την κόλλα μπροστά του παρά μόνο όταν τελείωσε τη φράση του.

«Γιατρέ, όταν σας είπα ότι δε θυμάται τίποτα άλλο δεν εννοούσα ότι δεν έγινε τίποτα άλλο.» Ο δηκτικός του τόνος, ξεγλίστρησε κάτω από τα χείλη του. Δεν το ήθελε.

«Παρακαλώ συνέχισε» ένευσε και πάλι ο γιατρός επιστρέφοντας στις σημειώσεις του.

Τα είχε αφηγηθεί εκατοντάδες φορές. Άλλη μία δε θα έκανε τη διαφορά. «Τότε πρέπει να ήταν που της φώναξα από το χολ ότι έφευγα και ότι θα γυρνούσα κατά τις έξι. Δεν πήρα απάντηση οπότε προτίμησα να πάω να τη χαιρετήσω από κοντά. Μπήκα στην κουζίνα και η κουζίνα ήταν άδεια. Δεν την είχα δει να βγαίνει από την κουζίνα, δεν την είχα ακούσει να ανεβαίνει τη σκάλα. Η κούπα της γεμάτη και το πιάτο της σχεδόν ανέγγιχτο ήταν πάνω στο τραπέζι. Εκείνη πού ήταν; Τα δευτερόλεπτα που έκανα αυτές τις σκέψεις τα μάτια μου περιηγήθηκαν στο χώρο. Και τότε την είδα. Ήταν κάτω από το τραπέζι. Με τα γόνατα κολλημένα στο στήθος. Έμοιαζε σαν κουβάρι με τα μακριά ανακατωμένα μαλλιά της. Το βλέμμα της με έκανε να ανατριχιάσω. Πρέπει να έκανα και ένα βήμα πίσω. Ήταν κενό αλλά παράλληλα με κάρφωνε. Άμα κοίταζες τα μάτια της, καταλάβαινες ότι δεν επρόκειτο για κάποιο αρρωστημένο αστείο. Δεν ήταν καλά. Στα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά της είδα κάτι μεταλλικό να λαμπυρίζει. Το μαχαίρι από το πρωινό. «Μωρό μου, τι έπαθες, τι κάνεις εκεί;» μάταια προσπαθούσα να της μιλήσω. Φαινόταν σα να μην άκουγε. Είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω μου και απλά έγερνε σιγά σιγά το κεφάλι της προς τα αριστερά σα να με παρατηρούσε. Δεν ήταν εκεί όμως. Το μυαλό της ταξίδευε αλλού. Γονάτισα στο ύψος της. Συνέχισα να της μιλάω. Ήθελα να της πάρω το μαχαίρι. Μπουσούλισε προς το μέρος μου. Τα μαλλιά της έπεφταν στο πρόσωπό της αλλά μπορούσα ακόμα να δω, να νιώσω τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου. Και γιατρέ, πίστεψέ με, δεν υπάρχει πιο τρομακτικό πράγμα από το να βλέπεις έναν δικό σου άνθρωπο να αλλάζει εντελώς. Πανικοβλήθηκα. Την άφησα εκεί και έτρεξα στο σαλόνι να πάρω τηλέφωνο. Κάλεσα τις πρώτες βοήθειες. Θα έστελναν κάποιον νοσηλευτή μου είπαν. Γύρισα στην κουζίνα και δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν ούτε κάτω από το τραπέζι . Ούτε πάνω. Ούτε πουθενά. Γιατρέ, κόντεψε να μου στρίψει. Το μόνο μέρος στο οποίο θα μπορούσε να είχε πάει ήταν η βεράντα της κουζίνας. Πλησίασα στο τζάμι του παραθύρου. Λαμπερή μέρα θυμάμαι ότι ήταν. Ηλιόλουστη. Δεν την είδα. Άρχισα να κοιτάζω μακριά στον κήπο. Και τότε πετάχτηκε στο τζάμι. Το χτυπούσε με τα χέρια της. Μαλλιά, μάτια, ένα συνοθύλευμα πάνω από τις πυτζάμες της. Ούρλιαζε με μία τσιριχτή φωνή ότι θέλει να πάει σπίτι της. Και ξαφνικά σταμάτησε. Έμεινε ακίνητη και άρχισε να γελάει. Το πρόσωπό της ήταν όμως σοβαρό και τα μάτια της πάντα καρφωμένα στα δικά μου. Λίγα λεπτά μετά άκουσα τη σειρήνα να πλησιάζει στο δρόμο μας.»

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε