Λακτόζη και δυσανεξίες.


Ήταν η μέρα λοιπόν που τα πράγματα έχασαν το νόημά τους.

Έμελλε να ξεκινήσει με ένα τυπικό πρελούδιο για τους Ιούδες της πραγματικότητας. Έμελλε να ξεκινήσει με λέξη, που τύχαινε να ήταν η τελευταία.

«Γ»

«Α»

«Λ»

«Α»

Έβαλα, και μέτρησα δέκα πόντους. Καλή λέξη ήταν για τέλος. Λευκό, ρευστό, καθάριο. Και λίγο βαρύ. Δεν είναι για όλους. Και κυρίως δεν ήταν για τον διπλανό μου. Φορούσε άσπρο παντελόνι και αναρωτήθηκα πώς βγαίνει άνθρωπος έξω με τέτοιο παντελόνι. Ανασήκωσα ελαφρά τους ώμους ξεχνώντας προς στιγμήν ότι όλα αυτά ήταν σκέψεις μου και όχι διάλογος. Ξεφύσησε, σηκώθηκε και έφυγε. Δηλαδή δεν έφυγε. Πού να πάει; Απαράγραφος άγραφος κανόνας η μη αποχώρηση κανενός μέχρι την ολοκλήρωση όλων των παρτίδων σε κάθε τραπέζι. Εξαιρούνταν κηδείες και μεγάλα λογοτεχνικά events. Επομένως σηκώθηκε και ξεφυσούσε όρθιος. Του κάθισε στο στομάχι μάλλον. Όπως και το ότι έπρεπε να αφαιρέσει δεκαπέντε πόντους από τα γράμματα που δεν πρόλαβε να ξεφορτωθεί, όπως και το ότι έχασε από τη διπλανή του, μια εβδομηντάρα που έπινε ουίσκι και έτρωγε βουτήματα. Είχε και αυτή την αλυσίδα στο χέρι που κουδούνιζε πάνω στο ποτήρι, οιωνός για την κάθε γουλιά που ακολουθούσε. Μου θύμιζε μια θεία μου και αναρωτήθηκα γιατί δεν είμαι σε κάποιο μπαρ. Ανασήκωσα τα φρύδια αυτή τη φορά, ειρωνευόμενος ελαφρώς τον εαυτό μου. Σε κάθε περίπτωση ήθελα να κερδίσει η κυρία - τσαγερό. Έτσι την ανέφερα στο Μαρκ καθώς ξεχνούσα το όνομά της και καθώς θύμιζε φιλοτεχνημένη πορσελάνη από ένα παλιό σκρίνιο από τα βάθη του Ηνωμένου Βασιλείου. Ήταν καλτ φιγούρα κι ας μην μπόρεσα ποτέ να αποδώσω νοηματικά τη λέξη καλτ. Σαν ξωτικό τσαλακωμένο, με τσαλάκες σοφίας που τις βουτούσε σε ουίσκι πριν τις βάλει στο χαρτί. Αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά τι έκανα εδώ. Μετά θυμήθηκα τον Μαρκ, τη γυναίκα μου που δεν έλεγε να μείνει σπίτι, και τη λόξα μου να βαυκαλίζομαι ανάμεσα σε παράξενους καβαλημένους «τεχνηλάτες» επειδή μόνο και μόνο κάποτε στα νιάτα μου κατάπινα λογοτεχνία και ήμουν άξιος ιδιοκτήτης λυσσαλέων βιβλιοθηκών. Για δημιουργία ούτε λόγος. Ποιος έχει χρόνο για ανύπαρκτες σκοτούρες ποτέ δεν κατάλαβα. Η κατανάλωση είναι κομμάτι πιο εύκολη. Βοήθησα να μαζέψουν τα γράμματα. Λίγο πιο επιδεικτικά απ' όσο θα έπρεπε άφησα μέχρι τέλους το «γάλα» στο ταμπλό να το θαυμάσω. Έπεφτε στο μάτι όπως πέφτει το γάλα στον καφέ, το αφρόγαλα, το γλυκό. Αυτό του φινιρίσματος.

Πήρα το σακάκι μου από τον καλόγηρο. Δεν είχα διάθεση για «κουβεντούλα» οπότε πήγα και στάθηκα πάνω από τον Μαρκ περιμένοντας να ολοκληρώσουν και τη δική τους παρτίδα.

Ο Μαρκ λοιπόν. Άνευ σημασίας. Φίλος και διέξοδος σε κοσμικές ανοησίες. Οι μαραθώνιοι Scrabble το μόνο καλό που έφερε στη ζωή μου μετά την πολύτιμη φάτσα του. Μου έφερε και την ομπρέλα τώρα που είχα ξεχάσει στην είσοδο. Μόνο που δεν την είχα ξεχάσει, απλά την απέφευγα γιατί ήταν άχαρη με μια τεράστια στάμπα. Κατηφορίζαμε προς τα αυτοκίνητα όσο μου έλεγε τον καημό του. Του τύχαιναν μονίμως φωνήεντα.

Τον είχα γνωρίσει στο τέλος των φοιτητικών χρόνων αλλά την ξανακάναμε τη φοιτητική ζωή και τα επόμενα χρόνια μαζί, όπως οφείλαμε. Δήλωνε σεναριογράφος αλλά κυρίως την ώρα του την περνούσε σκαρφιζόμενος ποιητικές συλλογές. Έλεγε πως ήταν ένα κατά φαντασίαν σκεύασμα για τους αδιάθετους για τέχνη. Εγώ τον διάβαζα, όπως και αρκετός κόσμος παραδόξως. Μετά έβγαινε και έκανε δηλώσεις. Τις ίδιες με αυτές που έκανε σε εμένα τα πρώιμα μεθυσμένα βράδια μας. Ότι δηλαδή βαριόταν τον έρωτα καθώς τον μούδιαζε ως καλλιτέχνη. Έλεγε ότι αυτή η εγκεφαλική κατάσταση δεν του επιτρέπει να απορροφά ερεθίσματα και ότι υποβιβάζει μερικά σε σχέση με άλλα και εν ολίγοις αν χάσει την ικανότητά του να παρατηρεί θα χάσει τη δουλειά του και την αγάπη του για ζωή εν γένει. Δεν τους έλεγε βέβαια ότι βαριόταν και να μαγειρέψει και ότι τον είχαμε ανά δεύτερο Σαββατοκύριακο να του κάνουμε το τραπέζι. Τον είδα ήδη να ψαχουλεύει την τσέπη του. Παρέλειπε να λέει και ότι κουβαλούσε παντού μαζί ένα σακουλάκι αλατισμένα κάσιους.

Με έβαλε στο αυτοκίνητο σαν σωστός κύριος και φίλος. Λίγο γραφικά μου χτύπησε το τζάμι. Να μην αργήσω λέει το βράδυ, και να μην ξεχάσω να φέρω κάτι. Κυρίως το δεύτερο. Με ενόχλησε η επιμονή του. Δεν ήμουν και τόσο άξεστος εξάλλου. Έβαλα μπρος χωρίς να μπω καν στον κόπο να απαντήσω. Δεν ήξερα γιατί είχα δεχθεί για το βράδυ. Βαριόμουν λίγο να δω τις ίδιες φάτσες αλλά θα το σκεφτόμουν αργότερα. Εκείνη την ώρα ήμουν απασχολημένος να σκέφτομαι. Τους έλεγαν λέσχη των Καμένων Ποιητών, αλλά ήταν το μόνο χιουμοριστικό στο όλο εγχείρημα. Όλα τα υπόλοιπα τα έπαιρναν αδιαμφισβήτητα στα σοβαρά. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι ο συνδυασμός ουίσκι με βουτήματα θα έπρεπε να καθιερωθεί για οποιαδήποτε ανάλογη λέσχη, δηλαδή για κάθε λέσχη που θέλει λίγο να κανακεύει τον άφαντο υπόκοσμο στις συλλογές της χωρίς όμως να μπορεί να απαλλαγεί από την οικειότητα του ζεστού καφέ σε στρογγυλό τραπεζάκι. Στο μυαλό τους; Ποτοαπαγόρευση και σωρεία στίχων. Εγώ πάντως έπρεπε να σταματήσω να πάρω κάποια πράγματα πριν πάω σπίτι, όπως και έκανα. Επηρεασμένος μάλλον από το τελευταίο δεκάρι μου σκέφτηκα να αγοράσω και ένα μπουκάλι γάλα γιατί δε θυμόμουν αν τελείωνε. Το κράτησα μάλιστα στο χέρι γιατί η μια σακούλα που τα στρίμωξαν όλα χαροπάλευε και διακινδύνευε να με ξευτιλίσει στη μέση του δρόμου. Το ακούμπησα στη θέση του συνοδηγού. Οδηγήσαμε σπίτι παρέα.

Φάγαμε και άρχισα να ντύνομαι πάλι. Για το δείπνο δεν έχω να πω κάτι άλλο. Υποθέτω κάποια στιγμή θα ρωτήσω στη λέσχη τι βρίσκουν και γράφουν για τα δείπνα και γεμίζουν σελίδες. Το δείπνο είναι η γαρνιτούρα που ντύνει το γεύμα. Δηλαδή κάποια σερβίτσια, κάποια έπιπλα και κάποιες - αλλά λίγες- κουβέντες. Σημασία έχει το φαγητό και το φαγητό έχει σημασία μόνο στο παρόν. Μια ετεροχρονισμένη αναφορά σε ένα γεύμα δεν είναι παρά μια χαμένη αναφορά. Σε κάθε περίπτωση, ντύθηκα και χαιρέτησα την Έλενα που θα πήγαινε για κρασί με τα παιδιά από το γραφείο. Με μαεστρία - ή όχι- είχα καταφέρει για άλλη μια φορά να αποφύγω αυτή την κουραστική παρέα. Με μαεστρία επίσης είχα δεσμευτεί σε κάτι στο οποίο εκ των προτέρων δυσανασχετούσα να παρευρεθώ. Λέσχη των Ευρεθέντων Νοημάτων. Ουδέν σχόλιον.

Πήρα πάλι το σακάκι, χαρούμενος που θυμήθηκα να μην ξεχάσω να πάρω μαζί μου το καλάθι με τα κρασιά, μπαίνοντας τελικά στο αυτοκίνητο φυσικά το ξέχασα. Άλλος απαράγραφος νόμος αυτός: Οτιδήποτε χρειάζεται να πάρεις από το σπίτι, να το ξεχνάς σπίτι. Ειδικά αν είναι δώρο. Καταδικασμένο το δώρο. Μη και φτάσει εκεί που πρέπει στην ώρα του. Το συνειδητοποίησα τη στιγμή την πιο ακατάλληλη. Όχι αρκετά μακριά για να θεωρήσω μάταιη την όποια προσπάθεια, αλλά ούτε και αρκετά κοντά για να καταναλώσω οσοδήποτε ενέργεια για αυτό το πέρα δώθε. Κοίταξα τον λουστραρισμένο συνοδό μου. Ναι, είχα ξεχάσει και το γάλα στο αυτοκίνητο. Όλα δεν έβαιναν καλώς, κι εγώ σίγουρα δεν έβαινα προς το σπίτι για να αφήσω το γάλα και να πάρω το καλάθι με τα κρασιά και τη μόστρα. Έψαξα λίγο στις σκέψεις μου, στο ειδικό κουτάκι ιδεών που δίνουν λύσεις για δώρα έκτακτης ανάγκης. Ένα μπουκάλι γάλα. Δεν ήταν δύσκολο, ξεκάθαρα συμβολικό ως επίλογος της απογευματινής παρτίδας Scrabble. Θα το έβλεπε και ο Ουαλός και θα ξεφυσούσε πάλι. Επιτάχυνα μη και αφήσω τη συλλογιστική μου πορεία να μου ξεμπροστιάσει την προσχηματική ιδέα για το δώρο. Στην τελική ας μην ανακατευόταν, τα κρασιά τα ακριβά τα θέλαμε στο σπίτι.

Πάρκαρα, βγήκα, πήρα το γάλα, να η στοά. Αλίμονο, τέχνη εκτός στοάς; Ούτε να ντρεπόταν να ξεμυτίσει. Πινακίδα αστεία, παλιομοδίτικη, μονταρισμένη σε μία άλλη. Φωτάκια άναβαν εκλιπαρώντας κάποιος να τα απαλλάξει από αυτή τη γραφικότητα. Θα ήθελα να ήμουν εγώ αυτός μα δε μου 'πεφτε και λόγος. Δεν τον «τεχνούσα» εγώ το λόγο για να μου πέσει κιόλας. Κάτοχος μια λυσσαλέας βιβλιοθήκης, δήλωνα μόνο. Εξάλλου.

Εντός πλέον της στοάς, επαναχαιρετισμοί, εναγκαλισμοί και ένα μπουκάλι γάλα να ασφυκτιά παραμάσχαλα. «Τι κάνετε εδώ μέσα;» τα για-την-πλάκα. «Μα βρίσκουμε νοήματα» τα για-τον-εντυπωσιασμό. Και ένα «μα» χωρίς λόγο και αιτία, απλά για να υποδηλώσει μια αγνή εναντίωση που δε ζητήθηκε. Εντόπισα τον Μαρκ μέσα στους κουστουμαρισμένους. Με εντόπισε και εκείνος με ένα καταπληκτικό χαμόγελο. Ναι, του είχα κάνει τη χάρη να έρθω τελικά. Ήρθε δίπλα μου, είπαμε τα περί γάλατος. Μετά το πήρε και είπε ότι έρχεται σε πέντε λεπτάκια. Πριν αποχωρήσει για αυτά τα πέντε λεπτάκια είπε κάτι στο οποίο δεν έδωσα σημασία. Την παθαίνουμε λέει με τα υγρά; Μόνο το υγρά κράτησα γιατί ήταν η τελευταία ιδιότητα που περίμενα να χαρακτηρίσει το δώρο μου, αν και η πρώτη. Φαντάστηκα τον Μαρκ να τοποθετεί το υγρό μου στην κάβα με τα υπόλοιπα υγρά πιο αλκοολικής φύσης, το οποίο λογικά θα βρισκόταν σε κάποια εσωτερική αίθουσα. Προς το παρόν κοινωνικοποιούμασταν σε ένα μακρόστενο διάδρομο σαν να πρόκειται να παρακολουθήσουμε θέατρο. Και άθελά μου, μου είχα τότε χαρίσει μια προοικονομία. Ήρθε λοιπόν ο Μάρκ με άδεια χέρια και έτσι βρήκε την αφορμή να τα απλώσει στους ώμους μου και να πλησιάσει το αυτί μου.

«Έλα πες, σε ποιον από εδώ μέσα θα ήθελες να χύσεις όλο το γάλα πάνω. Να ποτίσουν τα ρούχα, να κιτρινίσει ως το μεδούλι, να πνιγεί στη γαλατίλα;»

Οι συγγραφείς, ανάθεμα.

«Στον εγωπαθή μαλάκα, τον Ουαλό».

«Τι; Έτσι θα τη βγάλεις; Ακούω! Δώσε! Λέγε, γιατί στον Ουαλό μας;»

Τα μάτια μου τον έχασαν για λίγο. Ήταν μάλλον που χάθηκαν τα ίδια κάτω από τα βλέφαρα.

«Ναι σωστά γιατί δεν ξέρεις. Είναι που δεν τα έχουμε ξαναπεί κιόλας ποτέ».

«Δε θυμάμαι να σε έχω ξαναρωτήσει ποιον θα ήθελες να πνίξεις στο γάλα φίλε μου. Επομένως δεν μου έχεις ξαναπαντήσει, φίλε μου».

«Με κουράζεις». Ξεκίνησα. «Τι να πούμε πάλι γι' αυτό το σακί. Σακί είναι με λέξεις και ματαιοδοξία, ένα σακί άμορφο, που δεν ξέρει γιατί υπάρχει που μιλάει για τις ονειρώξεις του για να πιάσει καμιά γκόμενα, να την κάνει να τον πει λογοτέχνη, θα το γέμιζα αυτό το σακί με γάλα και πάλι θα είχα δώσει περισσότερο νόημα απ' ότι έχει γράψει ποτέ, που τον ακούς και μιλάει, όπως γράφει. Μόνο με στόμφο. Δεν φτάνει ένα μπουκάλι γάλα να γεμίσει το άδειο. Δεν φτάνουν μπουκάλια γάλα. Έχει βρει εκεί τη μη ελεύθερη βούληση και την πετάει ο τύπος σε αμπελοφιλοσοφίες μαζί με το «ψέλλισε» ανά πέντε γραμμές λες και είναι αντ...»

«Πώς και ήρθες; Είχε η Έλενα να βγει έ;»

«Ναι».

«Καμία περιέργεια να δεις εδώ τι παίζει;»

«Όχι».

«Καλά πάμε γιατί θα αρχίσει και θα ρωτήσω μετά για εντυπώσεις».

«Γιατί τι θα αρχίσει;»

«Δεν είχες καμία περιέργεια νόμιζα». Δεν περίμενα κάτι καλύτερο.

Ακολουθήσαμε τη ροή των παρευρισκόμενων η οποία διοχετευόταν στο τέλος του διαδρόμου σε μία αίθουσα. Όταν έφτασε η σειρά μας να μπούμε, ο Μαρκ με σταμάτησε.

«Όχι εσύ. Εσύ είσαι ο πρώτος μας καλεσμένος για σήμερα. Φρόντισα εγώ για αυτό. Θα περιμένεις λιγάκι και θα σε φωνάξουμε να μπεις».

Έμεινα μόνο από ευγένεια. Και για να είμαι και λίγο πιο ειλικρινής, έμεινα και από περιέργεια.

Λίγα λεπτά μετά και αφού αμφιταλαντεύτηκε η ευγένεια και η περιέργεια με μια αγωνιώδη ανάγκη για διαφύλαξη της αξιοπρέπειάς μου από σολοικισμούς και λοιπές βαρβαρότητες των «ανήσυχων» πνευμάτων η οποία τίθετο υπό αμφισβήτηση εν όψει μια πομπώδους υποδοχής, τελικά ήμουν ακόμα εκεί όταν άνοιξε η πόρτα.

Ήταν μια γυναίκα. Φαρδύ ανδρικό σκούρο γκρίζο κουστούμι και μακριά μαλλιά.

Μπήκα σε μια μικρή θεατρική σκηνή. Ησυχία. Το φως έπεφτε στο σανίδι και δεν μπορούσα να διακρίνω τα πρόσωπα στις θέσεις από κάτω. Πρέπει να ήταν κάπου στις τριάντα σκιές. Φαντάστηκα τον Μαρκ ήδη να πασπατεύει τα ξηροκάρπια στην τσέπη του. Στην άκρη της σκηνής υπήρχε ένα τραπέζι με μία καρέκλα. Πάνω στο τραπέζι ήταν το γάλα μου, ανοιγμένο. Αποκεφαλισμένο. Το καπάκι του έχασκε πλάι στο γεμάτο του σώμα. Η γυναίκα κάθισε εκεί. Με ένα αργό και μάλλον χορογραφημένο άπλωμα του χεριού μού ένευσε να κοιτάξω πίσω μου. Δεν ήταν τοίχος. Ήταν ένας τεράστιος μαυροπίνακας. Έγραφε:

Το Γάλα

Εκείνος:

Λερώθηκε. Πλύθηκε. Δοκίμασε. Κατάπιε. Κέρασε.

Έφυγε.

Είπα ένα «Καλησπέρα σας» αρκετά δυνατά και χάλασα το οποιοδήποτε μυσταγωγικό κλίμα. Με ένα «Και τι πρέπει να κάνω;» το αποτελείωσα. Αλλά όπως είχα ψυλλιαστεί, επανήλθε αμέσως.

«Το θέμα το ορίσατε εσείς. Είναι το γάλα. Κάνετε ό,τι γράφει πίσω σας. Με τη σειρά που αναγράφονται. Θα προσφέρουμε λίγη βοήθεια στο πρώτο. Μαρκ, παρακαλώ». Ο Μαρκ σηκώθηκε.

Λερώθηκε.

Πλησίασε το τραπέζι. Η γυναίκα έχυσε γάλα στις χούφτες του. Ο Μαρκ με πλησίασε. Καλά τους λέω Ιούδες της πραγματικότητας. Ασυναίσθητα άρχισα να απομακρύνομαι. Επιτάχυνε. Μέσα στο σκοτάδι κόλλησα στον τοίχο. Με έφτασε και μου έριξε το γάλα στο πρόσωπο. Περίμενα τουλάχιστον γέλια. Η ησυχία μούλιασε περισσότερο το πρόσωπό μου παρά το χλιαρό γάλα που έσταζε από τα φρύδια και τα βλέφαρά μου. Γύρισε. Περπάτησε προς το σκοτάδι. Δηλαδή περπάτησε προς τη θέση του. Αλλά η θέση του ήταν στο σκοτάδι. Πριν κατέβει από τη σκηνή τον είδα να βγάζει ένα χαρτομάντηλο και να σκουπίζει τα χέρια του.

Πλύθηκε.

Κοίταξα γύρω μου. Πλέον στο τραπέζι υπήρχε μια λεκάνη με μία πετσέτα. Τη βούτηξα μέσα. Σκούπισα το πρόσωπό μου. Πήγα να σκουπίσω και το γιακά μου αλλά είπα δε γαμιέται.

Δοκίμασε

Είχε δύο ποτήρια. Έβαλα στο ένα. Γέμισα το στόμα μου. Όταν έφτασε τον ουρανίσκο σκεφτόμουν πόσες ώρες ήταν εκτός ψυγείου. Μου επέβαλα να γευτώ ξινίλα.

Κατάπιε

Κατάπια.

Κέρασε

Έβαλα και στο άλλο ποτήρι. Κατευθύνθηκα προς το κοινό μου. Άνοιξαν τα φώτα στην αυλαία. Κοίταζαν όλοι κάτω. Τι πράγματα είναι αυτά. Εντόπισα την κυρία - τσαγερό. Θα ταίριαζε με τα βουτήματά της. Ίσως όχι με το ουίσκι. Είχε τρία παιδιά και ένα τέταρτο που δεν ανέφερε ποτέ. Με αντιλήφθηκε που πλησίασα. Δεν σήκωσε τα μάτια. Σήκωσε μόνο το χέρι, ακούστηκε η αλυσίδα. Της προσέφερα φρέσκο ξινισμένο γάλα. Τα φώτα έσβησαν. Ελπίζω να το ήπιε. Δεν ξέρω γιατί.

Έφυγε

Έφυγα. Αλλά πριν κλείσω την πόρτα η γυναικεία φωνή μού είπε «Καταπληκτικά». Και αμέσως μετά:

«Θα σας χρειαστούμε για λίγο ακόμα. Σε πέντε λεπτάκια».

Πέρασε κάποιος χρόνος. Άνοιξε η πόρτα. Η ίδια γυναίκα. Το ίδιο σκοτάδι, η ίδια ιστορία. Πάνω στο τραπέζι ήταν το γάλα μου, ανοιγμένο. Αποκεφαλισμένο. Το καπάκι του έχασκε πλάι στο γεμάτο του σώμα. Η γυναίκα κάθισε εκεί. Με ένα αργό και μάλλον χορογραφημένο άπλωμα του χεριού μού ένευσε να κοιτάξω πίσω μου. Ο τοίχος έγραφε:

Το Γάλα

Εκείνος:

«Λερώθηκε». «Πλύθηκε». «Δοκίμασε». «Κατάπιε». «Κέρασε».

Έφυγε.

Με ένα «Και τώρα; Τι πρέπει να κάνω;» λαμπάδιασα και πάλι την καλοκεντημένη μυσταγωγία. Αλλά όπως είχα ψυλλιαστεί, επανήλθε αμέσως.

«Το θέμα το ορίσατε εσείς. Είναι το γάλα. Κάνετε ό,τι γράφει πίσω σας. Με τη σειρά που αναγράφονται. Θα προσφέρουμε λίγη βοήθεια στο πρώτο. Μαρκ, παρακαλώ».

«Προσοχή στις μεταφορές» συμπλήρωσε. Και μάλλον δεν κυριολεκτούσε. Ο Μαρκ σηκώθηκε.

«Λερώθηκε»

Πλησίασε εμένα. Δεν κρατούσε κάτι. Κρατούσε τη γλώσσα του. Και αυτή όχι για πολύ. Και ο λεκές άρχισε να στάζει. Σαν απομαγνητοφώνηση άκουσα όλο το λογύδριό μου που έπαιρνε τον Ουαλό τον έκανε σκουπίδι και τον έπνιγε στο γάλα. Έσταζε ο λεκές και όσο έσταζε, όσο με βρώμιζε με τα λόγια μου, τα φώτα άνοιξαν στην αυλαία. Και αυτή τη φορά τα μάτια δεν ήταν κάτω. Ήταν πάνω μου. Ασάλευτα. Αχόρταγα. Αλύπητα. Μάτια - αλφάδια με τρία άλφα να κατακεραυνώνουν την χαροπαλεύουσα υπόληψή μου. Βέβαια τίποτα αφύσικο δεν είχαν. Εκ φύσεως γλίτωσαν το τέταρτο άλφα, αφού πάντα στην καθαριότητα την ψάχνουν τη βρωμιά τους. Την αγαπούν. Όπως αγαπούν το μαύρο τριχωτό βδελυρό σωματάκι μια φτερωτής ύπαρξης που τσαλαβουτά στον παχύρευστο λευκό γαλαξία του ποτηριού. Με την ίδια απέχθεια τα μάτια αυτά με αγάπησαν όσο με βρώμιζαν. Με την ίδια απέχθεια βουτούσαν τα καλά μου παπούτσια , τα σιδερωμένα μου μπατζάκια, τα γόνατα μου σε μα κάποτε εμπιστοσύνη που ρευστοποιήθηκε αμέσως. Όποιος λερώνει, αν δεν λερωθεί και ο ίδιος, θα είναι Θαύμα. Και τα Θαύματα προκαλούν πρωτίστως φρίκη. Ο Μαρκ κατέβηκε από τη σκηνή και αυτή τη φορά δεν έβγαλε χαρτομάντηλο. Δεν αρκούσε.

«Πλύθηκε»

Η αυλαία ξαναβουβάθηκε με μαύρο. Στη σκηνή εμφανίστηκε ο Ουαλός. Δίστασα λίγο γιατί φορούσε τιράντες και πάντα διστάζω μπροστά σε τέτοιο θέαμα. Τουλάχιστον είχε βγάλει το άσπρο παντελόνι. Σε κάθε περίπτωση, ξεκίνησα:

«Αρχικά, ευχαριστώ φίλοι μου. Ευχαριστώ για αυτή την ψυχρολουσία. Ειδικά εσένα Μαρκ. Μάλλον γνώριζες ότι για να απομακρύνουμε λεκέ από γάλα ρίχνουμε κρύο νερό και μετά αφήνουμε εκεί να μουλιάσει. Κάποιες φορές λένε ίσως χρειαστεί και μία νύχτα! Μην ανησυχείς, τα πήγες πολύ καλά, μουλιάζω τώρα. Να ανησυχείς μόνο μήπως τα πήγες υπερβολικά καλά και παγώσω».

Μια παύση.

«Όσον αφορά εσάς αγαπητέ κ. Ουαλέ, γνωρίζω, δεν αρέσει σε όλους το γάλα. Μα αγένεια θα ήταν να μη σας είχα σερβίρει. Ίσως να ήταν και αγένεια να μην είχατε δοκιμάσει. Δε θα απολογηθώ για την πραγματικότητά μου. Θα απολογηθώ για το γεγονός ότι δε σας τη σέρβιρα εγώ ο ίδιος. Μπορεί να μη σας αρέσει η γεύση της, ίσως να δυσκολεύεστε με την υφή της. Μπορεί να τη βρείτε ξινή στον ουρανίσκο ή αν πάρετε το ρίσκο να την καταπιείτε, μπορεί να τη βρείτε βαριά. Μπορεί να την προτιμάτε ζεστή, ενώ σήμερα σας τη σέρβιραν κρύα. Την κούπα με το γάλα εννοώ, ή αλλιώς την πραγματικότητά μου. Αλλά αν ξεπεράσετε όλα τα θέματα περί γούστου, προτιμήσεων και λοιπών πολυτελειών τότε θα φτάσουμε στην αξία της, την αδιαμφισβήτητα θρεπτική. Ξέρετε, μπορεί να προσφέρει ασβέστιο στα οστά ή στην αντίληψη του «είναι». Το έχει αυτό βλέπετε μια διαφορετική πραγματικότητα. Προσφέρει ερεθίσματα που αλλάζουν - ή όχι- το φαινότυπο, είτε είναι λογοτεχνικός, είτε είναι ανθρώπινος είτε κυτταρικός. Το γάλα να χτίζει κόκαλα και εκείνη να τα τσακίζει. Αποτέλεσμα; Ας ελπίσουμε πάντα η εξέλιξη. Αλλά αυτή την κούπα μας τη σέρβιρε ο Δαρβίνος, χρόνια πριν. Εμείς μόνο ας πιούμε στην υγειά του. Βέβαια μπορείτε να βρείτε και τη γεύση της χαλασμένη. Να τη βρείτε κακής ποιότητας. Μπορείτε την όποια γουλιά, να την φτύσετε.

«Δοκίμασε»

«Το αν θα τη φτύσετε ή όχι. Το αν θα τη σιχαθείτε και δε θα ξαναδοκιμάσετε είναι στη δική σας απολύτως ευχέρεια. Ή μήπως όχι; Δεν μιλάτε. Μάλλον είναι στους κανόνες των σουαρέ σας εδώ. Αλλά θα σας απαλλάξω εγώ από τον σιωπηλό οδυρμό. Θα σας πω, με απόλυτη επίγνωση και απόλυτη ευθύνη των λεγόμενών μου ότι δε χρειάζεται να μιλήσετε. Σας έχω διαβάσει. Οπότε ναι, ίσως να μην είναι στη δική σας απολύτως ευχέρεια. Έχετε δίκιο. Κατά πόσο άλλωστε θα μπορούσαμε να δηλώσουμε ανεξάρτητοι των γευστικών μας καλύκων; Κατά πόσο θα λέγαμε ότι εμείς οι ίδιοι τους διαμορφώνουμε; Κατά καθόλου θα έλεγα, κι εσείς θα γράφατε. Όμως. Τι θα γίνει αν αυτή η καταδικασμένη για εμάς πικρή απόγευση μας στερεί μια αλήθεια; Τι θα γίνει αν ανακυκλωνόμαστε στο «έχον», αδυνατώντας να αγγίξουμε ένα δυνητικό πολυδύναμο «γίνει»; Πέντε μικρούλικα γράμματα να συνοψίσουν από τώρα την κάθε επόμενη στιγμή. Τι αν ένας γευστικός κάλυκας προτιμήσει για εμάς τη μη ολοκλήρωση; Τι αν τώρα η πίκρα στον ουρανίσκο από αυτά που ακούσατε, τα μηνίγγια σας που βαράνε, η αδιαμφισβήτητη επιθυμία σας να με πάρει κάποιος διάολος, στερούν λίγο από το μικρούλικο απέραντο «γίνει», επειδή απλά απαρνηθήκατε το γάλα στο οποίο σας έπνιξα;»

«Κατάπιε»

«Αλλά κι εγώ γιατί σας έπνιξα; Και γιατί σαφώς να μη με πάρει κάποιος διάολος; Και γιατί να μην έρθει να μου βγάλει τα σωθικά για αυτά που λέω; Και γιατί να μην έρθει να μου βάλει κι άλλα; Να με γεμίσει σωθικά να μην κατεβαίνει γουλιά κάτω. Να με γεμίσει σωθικά, να μην έχω υπόσταση. Να μη χωράω να βιώσω την ύπαρξή μου. Να καταπίνω τη γουλιά κι αυτή να περιστρέφεται, να στριφογυρίζει, να δίνεται στον Δαίδαλο μου, μα να μη γίνεται «είναι» μου. Να στάζει μέσα μου και σαν παράσιτο να κατατρώει όποιο «γίνει». Να με γεμίσει σπλάχνα, να με χορτάσει, να με σώσει από την αδυναμία της γεύσης. Να μου αρέσει το τίποτα και να μην απολαμβάνω. Να με απαλλάξει από επιθυμίες και απέχθειες μη και εγώ δικάζω με έναν δικτάτορα ουρανίσκο. Ελεύθερος να γίνω, να με σερβίρουν και να τα ρίχνω όλα σε δυσανεξίες και λακτόζη. Να μην πίνω εγώ, να μη βάζω και σε εσάς. Κι ας πάει το γάλα μετά να γίνει κι ό,τι θέλει. Πολυκαιρισμένο, χαλασμένο, ζαχαρούχο ή ξινό. Να αποδεχθώ, να το πάρω απόφαση ότι είμαι καταραμένος. Γιατί η γεύση δεν παίζει ρόλο. Αρκεί η γουλιά να γίνει «είναι»».

«Κέρασε»

«Και καταπίνοντάς την, αυτήν τη βασανισμένη, τα μάτια μου πάλι ενοχικά λοξά αρπάζουν την τελευταία λέξη. Τη λέξη «έφυγε»». Πήρα το μπουκάλι στα χέρια μου. Το άνοιξα και άρχισα να χύνω ένα μπουκάλι νοήματα στο κεφάλι μου. Φρόντισα να έχω τη μύτη μου ορθάνοιχτη. Και το στόμα μου μαζί. Δύο λίτρα παρά κάτι νοήματα βούτηξαν να φάνε τα πνευμόνια μου. Να, ο διάολος είχε ήδη αρχίζει να με γεμίζει γιατί σχεδόν αμέσως άρχισα να πνίγομαι. Κοίτα να δεις που δεν χωρούσα τίποτα. Το κοινό μου θα λέγαμε πως πανικοβλήθηκε. Θα λέγαμε ίσως αδιαμφισβήτητα πως δε θα πετούσαν τόση δημιουργική σοβαροφάνεια για οτιδήποτε λιγότερο από τρόμο. «Σταματήστε τον! Ας τον σταματήσει κάποιος! Αυτή πρέπει να ήταν η κυρία - τσαγερό γιατί η φωνή της ήταν λίγο λυγισμένη. Μετά δεν διέκρινα φωνές. Μάλλον όλοι φώναζαν, «Σταμάτα, είναι κυριολεξία!». Και όταν κάποιος πέταξε με βία το μπουκάλι από το χέρι μου, το οποίο προσγειώθηκε και χύθηκε με σάλο στο μαύρο τοίχο, πρέπει να ήταν ο Μαρκ. Γιατί κυρίως όφειλε να ήταν ο Μαρκ. Εκεί με τη λευκή θλίψη να χύνεται στο χείλος του μαύρου τοίχου όλοι επέλεξαν να αρχίσουν τις εσωτερικές αναζητήσεις, η απλά να δοθούν στην αμηχανία, οπότε η σκηνή κατέληξε να είναι ακόμη δική μου. Ο μονόλογός μου ήταν ένα σπουδαίος υστερικός βήχα. Λίγο μετά έφυγε απλά το «βήχας», όπως άρμοζε δηλαδή. Το τέλος έδωσε μια ευτυχής ερώτηση από κάποιον που μόλις είχε βγει από την αναζήτηση. Άκαρπη ήταν.

«Καλά ήθελες να πεθάνεις;» Αγανακτισμένος τουλάχιστον.

«Μπα. Έχω μια περίεργη σχέση με το θάνατο. Η οποία συνοψίζεται στο ότι δεν τον αποδέχομαι».

«Και τι ήθελες;» Οριακά ειρωνικός.

«Να δω τη δική σας. Να γίνω τα εισαγωγικά στο «έφυγε» που δε βάλατε. Να δω γιατί δε τα βάλατε. Αν τελικά ήταν μια επιλογή δειλή ή μια επιλογή σοφή. Δειλή θα ήταν αν φοβόσασταν να με φέρετε στην κατάσταση που ήρθα αυτοβούλως. Σοφή θα ήταν αν εξαρχής ορίζατε το θάνατο ξέσκεπο μεταφορών και λοιπών νοημάτων που σώζουν τον άνθρωπο τελευταία στιγμή κρεμώντας τον από εισαγωγικά. Παίρνετε λέξεις, τις κλειδώνετε μέσα σε κυρτές γραμμές και νομίζετε ότι χαρίζετε ελευθερία σε έναν κόσμο κουρασμένο από απτά νοήματα. Ο άνθρωπος όμως ο ελεύθερος ο πραγματικά είναι αυτός που αποδέχεται ότι δεν θα αποδεχτεί ποτέ το θάνατό του, χωρίς να αναγκάζεται να προσδίδει άλλες δεκάδες ερμηνείες για να γλυκάνει το εξ ορισμού χειρότερο ενδεχόμενο του. Στη λακτόζη ευτυχώς δυσανεξία έχουμε μερικοί, στο θάνατο όμως έχουμε όλοι. Από αυτό δεν μπορώ να βρω τίποτα πιο ανθρώπινο στον άνθρωπο».

Άκαρπος και ο διάλογος γιατί μετά μόνο είπε:

«Καλά ποιος ζει, ποιος πεθαίνει τώρα;»

«Όσοι ζουν, όλοι πεθαίνουν».

Έφυγε

Έφυγα.

Και είχα κερδίσει. Απλά καλού κακού στράγγισα τα ρούχα μου στην πρίζα της ταμπέλας με τα μίζερα φωτάκια. Αρκετά νοήματα έχουμε βρει, λίγο ακόμα και θα τα χάσουμε όλα. 

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε