Φτάνει με τα «χάθηκαν»



Στο προηγούμενο κείμενό μου χρησιμοποίησα το νερό σε μία προσπάθειά μου να προσεγγίσω τη συναισθηματική ροή στις χρονικές βαθμίδες. Σε μία προσπάθεια να προσεγγίσω τη ζωή την ίδια. Μετά διάβασα γι αυτό. Μετά το είδα σε ένα σκίτσο γύρω από τον Όσκαρ Αλμπέρτο Μαρτίνεζ και τη 2χρονη κόρη του, Άντζι Βαλέρια. Μετά το ένιωσα πάνω μου.

'Έψαχνα να βρω τη διαφορά μας. Ήμουν κάτω από το νερό. Το ένιωθα να σκαρφαλώνει στο μέτωπό μου, να περνάει από τα μαλλιά μου, να φτάνει στο κρανίο μου και μετά στο σβέρκο μου, στην πλάτη μου. Έβλεπα τις άλλες ακέφαλες φιγούρες στο ζωγραφισμένο τιρκουάζ να κινούνται αργά ή γρήγορα. Μυώδη σώματα να σκίζουν το νερό ή άλλα να πλέουν ρυθμικά κοντά στα τοιχώματα. Είχε ησυχία κάτω από το νερό. Σκεφτόμουν ότι έμοιαζε με κάποιο φίλτρο αυτό το τιρκουάζ, η ησυχία και τα ολόσωμα μαγιό. Σώματα που δε χόρταιναν να γεύονται το δροσερό υγρό με κάθε πόρο τους. Ήμουν από κάτω και έβλεπα τα μικροσκοπικά κορμιά στην επιφάνεια του μπλε ρευστού όγκου. Είχε τόση ησυχία που μπορούσα να ακούσω τον Phil Collins να μου τραγουδάει στο αυτί μου. Ένας βόμβος ρυθμικός, ανύπαρκτος. Τόσο εσωτερικός που ρουφάει το έξω και μουδιάζει το μέσα. Όλα μακριά. Μόνο νερό.

Όλα μακριά. Μόνο νερό. Σκεφτόμουν τη διαφορά μας και έμοιαζε πολύ προφανής, πολύ ειπωμένη. Το νερό. Η υγρή, κρύα μάζα της απόλαυσης και της οδύνης. Γαλαζοπράσινα θέρετρα που άλλοτε βγάζουν άδικα, μαύρα φέρετρα. Μία σπαρακτική ακτή τους, και οι χρυσαφένιες παραλίες μας. Ψεύτικο αυτό πολύ, καλοστημένο. Συγχρόνως βολικό, ικανοποιητικά λογοτεχνικό, για να απορροφήσει τις προκύπτουσες αντιδράσεις . Δίνει μία ρομαντική, δραματική διάσταση βουτηγμένη σε σκούρους μπλε κυματισμούς και αλμύρα, δίνει αυτό που δίνω στις γραμμές που γράφω μέχρι τώρα. Μια ποιητική απόδοση της διαφορετικής μοίρας των ανθρώπων που τέρπει με το δραματικό λυρισμό «των νερών» στα οποία «χάνονται τόσες ψυχές». Είναι το ίδιο τέχνασμα με το να πετάγεται ένα «ψέλλισε» σε πεζό κείμενο. Η προσπάθεια για τέχνη. Αποπροσανατολίζει όμως.

Όσο γράφω τόσο γίνεται πιο εμφανές. Και όσο κολυμπώ, ακόμα περισσότερο. Βυθισμένη στις σκέψεις, ξέχασα ότι ήμουν βυθισμένη στο νερό. Τέσσερις χεριές χωρίς αναπνοή. Έβγαλα το κεφάλι μου από το νερό και πήρα ανάσα. Τώρα μπορούσα να βυθίσω πάλι το μέτωπό μου στο νερό και να νιώσω τη δροσιά του να γαργαλάει τη ραχοκοκαλιά μου. Αν όμως κάποιος με πίεζε στο νερό τη στιγμή που πήγαινα να ανασάνω; Αν κάποιος με κυνηγούσε να μου ρημάξει ότι ποτέ δεν κατάφερα να έχω; Τι θα γινόταν τότε; Μήπως το νερό θα κυλούσε στα πνευμόνια μου, μήπως το γαργάλημα θα γινόταν ασφυξία και η δροσιά, πάγος; Μήπως το γαλαζοπράσινο θα γινόταν μαύρο και η ανάσα που δεν πήρα, η τελευταία προσπάθεια να ξεφύγω από το θάνατο;

Το νερό δεν είναι διαφορετικό. Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, γιατί μπορούν και σπρώχνουν. Η φουρτούνα, ο χείμαρρος, το ρεύμα, η δίνη, η καταιγίδα, δεν κάνουν διακρίσεις. Οι άνθρωποι όμως πάντα έκαναν, και κάνουν. Και όπως χωρίς ψήγμα ενοχής, με ξεκάθαρη πολιτική, ολόκληρα συστήματα πετάνε στο θάνατο ανθρώπους που προσπαθούν να ανασάνουν, έτσι κι εμείς, χωρίς ψήγμα ποιητικής αδείας, με ξεκάθαρη κυριολεξία οφείλουμε να τους δικάζουμε ως δολοφόνους. Ακριβώς όπως, με ξεκάθαρη κυριολεξία, τσακισμένες βάρκες ξεβράζουν τσακισμένα κουφάρια.

Τελικά αυτή είναι η διαφορά μας. Εμένα, εμάς, μας αφήνουν να πάρουμε ανάσα, να ζούμε. Τη Βαλέρια, τον πατέρα της και άλλους 34.361 πρόσφυγες, όχι. Και όσο σκληρό και αν είναι, αυτό το «αφήνουν» χρησιμοποιήθηκε εντελώς σκόπιμα στην παραπάνω πρόταση. Και θα χρησιμοποιείται όσο ανεχόμαστε την πραγματικότητα αυτή. Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Γιατί υπάρχουν και δολοφόνοι.

Φτάνει πια με τις θαλάσσιες ιστορίες και τους μακάβριους πίνακες. Ο θάνατος, ως τέλος, έχει έναν λυρισμό, όπως έχει και ο πόνος, που κατέχει εξέχουσα θέση στις συναισθηματικές καταστάσεις της ανθρώπινης φύσης. Ο θάνατος όμως και ο πόνος έχουν και αίτια, έχουν ενοχή από πίσω τους, και η δολοφονία είναι αδύνατο να ντύνεται σε λυρισμό. Γιατί όσο ντύνεται , όσο αποπροσανατολίζει στον οίκτο, στο δράμα και στο «μάταιο» του κόσμου, ξεπλένεται. Φυσικά και ο θρήνος είναι τεράστιος αλλά η μνήμη των ανθρώπων που μαρτύρησαν στα χέρια άλλων ανθρώπων, ας μη μείνει μόνο ως μαυσωλείο ποιητικής λύπης, όπως θα βόλευε εκείνους. Ας σταματήσουμε λοιπόν να ξεπλένουμε τη δολοφονία χιλιάδων ανθρώπων, χιλιάδων παιδιών με μελαγχολικές ρήσεις περί σκοτεινών νερών και απραγματοποίητων ονείρων. Και ας βάλουμε στο στόχαστρο των σκέψεων, της τέχνης μας, της δράσης μας, μια από τις πιο σκοτεινές, βίαιες πολιτικές αφανισμού ενός μέρους της ανθρωπότητας που απλά για μερικούς έμοιαζε να «μη συμφέρει».

Δεν «χάθηκαν» στη θάλασσα 34.363 άνθρωποι. Δολοφονήθηκαν.

Όταν κάθε μέρα οι αυτοκτονίες αυξάνονται, όταν τα θύματα αυξάνονται, όταν το έγκλημα συνεχίζεται , και όταν εφημερίδα που χλευάζει το τραγικό γεγονός της αυτοκτονίας ενός ακόμη μετανάστη έχει το θράσος να αποκαλείται «Φωνή της Αθήνας», μήπως είναι χρέος μας τουλάχιστον να απαλλαγούμε από τις δικές μας αλληγορίες;

Γιατί εκείνοι δε χρησιμοποιούν καμία όταν δεν αφήνουν παιδιά να πάρουν ανάσα. 

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε