Κονιάκ και πορτοκάλι και καμένο μέλι

Το μπισκότο έπεσε από το χέρι της. Ήταν μισοφαγωμένο. Ένας μισοφαγωμένος μπισκοτένιος χιονάνθρωπος ντυμένος σε άσπρο γλάσο. Έπεσε στο πάτωμα με μια μια μεγάλη συμμετρική δαγκωνιά στην κοιλιά του , που άφηνε να φανερωθεί το κλασικό μπισκοτένιο χρώμα του. Μόλις ακούμπησε στο πάτωμα, το ένα μάτι μαζί με λίγη μύτη χάθηκαν μέσα στα λευκά θρύμματα. Κοίταξε το ρολόι στον πάγκο της κουζίνας. 03.52. Έπρεπε να πέσει για ύπνο. Έκανε ένα μεγάλο βήμα για να προσπεράσει το μισοδιαλυμένο χιονάνθρωπο. Δεν έσκυψε να το μαζέψει. Ίσιωσε την κοραλί παντόφλα της η οποία δεν έμπαινε και πολύ καλά εξαιτίας της χοντρής χνουδωτής θαλασσιάς κάλτσας. Έσβησε το φως πίσω της και διστακτικά πήγε στο διάδρομο. Θα ήταν το πρώτο βράδυ που θα κοιμόταν μόνη της.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και άφησε την πόρτα ανοιχτή. Όλο το σπίτι ήταν σκοτεινό. Έμεινε ξαπλωμένη ανάσκελα περιμένοντας να την πάρει ο ύπνος. Τα βλέφαρά της, κλειστά, μία πράσινα, μία κόκκινα, μία κίτρινα και πάλι, πράσινα, κόκκινα , κίτρινα άλλαζαν χρώμα ρυθμικά όπως άλλαζαν και τα μόνα λαμπάκια που είχαν μείνει αναμμένα να στολίζουν το τζάκι με τη μαγεία των Χριστουγέννων. Οι αναπνοές τις ήταν αργές και βαθιές προσποιούμενες πώς ο γλυκός λήθαργος πλησίαζε. Τις πρόδιδαν τα μάτια. Με μανία πάσχιζαν να ξεγλιστρήσουν από τα ζαρωμένα βλέφαρα που τρεμόπαιζαν, μαρτυρώντας ότι η ώρα αυτή δεν είχε φτάσει. Ήταν αυτοί οι ήχοι από τα δωμάτια πέρα από το διάδρομο που κρατούσαν συντροφιά στους νευρώνες της κάνοντας ευπαθείς όλες τις αισθήσεις της. Ήξερε ότι ήταν φυσιολογικοί και αναμενόμενοι ήχοι όμως αυτό δεν αρκούσε. Από τη στιγμή που τους άκουσε θα ήταν πάντα εκεί, σταθερά να την απομακρύνουν από το γλυκό μούδιασμα του ύπνου. Ψηλάφισε το κομοδίνο για να βρει το κινητό της αλλά κουράστηκε και μόνο στην ιδέα του να ρυθμίσει την εφαρμογή του ραδιοφώνου. Σηκώθηκε και σχεδόν σκουντουφλώντας έφτασε στη συρταριέρα στην άλλη άκρη του - όχι και μεγάλου- δωματίου της. Η μία παντόφλα κατέληξε με ένα χαριτωμένο γδούπο στη βάση της ντουλάπας και η άλλη κάπου αλλού. Κάπου που θα την έβρισκε το πρωί. Για την ώρα την είχε καταπιεί το σκοτάδι. Στη συρταριέρα είχε ένα παλιομοδίτικο ραδιοφωνάκι, το οποίο πέρα από το διακοσμητικό του χαρακτήρα, έκανε και μια χαρά τη δουλειά του. Σήκωσε την κεραία και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει. Δεν την ένοιαζε ο σταθμός. Ήθελε απλώς λίγο θόρυβο για να γεμίσει τις τρύπες στον κεφάλι της αντί να τις γεμίζει το ίδιο με αυτιστικές εμμονές και παρατηρήσεις. Μέχρι να σταθεροποιηθεί το σήμα του ραδιοφώνου, είχε ήδη πάρει τη θέση της, ανάσκελα να περιμένει να μην ακούει τίποτα, να χαθεί στις αλλοπρόσαλες σκέψεις της και τελικά να γλαρώσει.

« Εσείς που δε κοιμάστε...» μια γυναικεία φωνή βαθιά και σαγηνευτική σκόρπισε στο δωμάτιο. « Εσείς που οδηγείτε...» οι παύσεις ήταν μεγάλες, σαν η γυναίκα πίσω από το μικρόφωνο να το απολάμβανε και σα να έπρεπε και όποιος την ακούει να το απολαύσει εξίσου. « Είτε είστε μόνοι, είτε με παρέα...» συνέχισε με όλο και πιο έντονη ερωτική διάθεση « εμείς θα σας ζεστάνουμε με τη συντροφιά μας αυτές τις πρώτες, κρύες πρωινές ώρες» πλέον δε μιλούσε. Με τη φωνή της σχεδόν έγλειφε το αυτί του ακροατή.

Προσπάθησε να εστιάσει στη μελωδία που σιγά σιγά τρύπωνε στο δωμάτιο μετατρέποντάς το σε κλασική εικόνα βγαλμένη από χριστουγεννιάτικη ιστορία. Το σκοτάδι πηχτό, να σπάει ρυθμικά ένα μειδίαμα με τα πολύχρωμα λαμπιόνια, το κρεβάτι να ξεχειλίζει από αφράτα σκεπάσματα, στο πάτωμα πεταμένες χρωματιστές παντόφλες και χνουδωτές κάλτσες και με τη χαρακτηριστική του χροιά ο κύριος Sinatra να προειδοποιεί ότι ο Άγιος Βασίλης ξέρει ποιος ήταν καλός και ποιος άτακτος και να ποτίζει τους τοίχους και τη ζεστή ατμόσφαιρα από το γραφικό ραδιοφωνάκι.

Πιπίλιζε τη μελωδία ξανά και ξανά μέσα της . Το έκανε τόσο έντονα που σχεδόν την πόνεσαν τα μηνίγγια της. Προσπαθούσε να τιθασεύσει τα αυτιά της και το μυαλό της και να τα κάνει να συγκεντρωθούν στην γνώριμη και ευχάριστη μελωδία, να απορροφηθούν και μην εντοπίζουν τίποτα άλλο. Παρά την υπερπροσπάθεια ούτε ήχος από την κουζίνα δε διέφυγε της υπόληψης της. Ήταν σαν όλο αυτό να γινόταν σε ένα δεύτερο επίπεδο, ενώ στο πρώτο όλη η προσοχή της ήταν στραμμένη στο αν θα ακουστεί κάτι στην κουζίνα. Τώρα πια συνόδευε με πάθος τον Frank στο τραγούδι του προσπαθώντας να μη χάσει ούτε λέξη. Σε λίγο οι στίχοι δεν έβγαζαν νόημα, ούτε καν οι ίδιες οι λέξεις. Σε λίγο κοιμόταν .

Το κινητό βούιζε απαίσια πάνω στο ξύλινο κομοδίνο. Το αναποδογύρισε. Ήταν μόλις εννιά. Όμως δεν ήταν τόσο Χριστούγεννα όσο πριν 5 ώρες. Το φως του ήλιου που έμπαινε από τα παράθυρα μούδιαζε τα πράσινα , κόκκινα, κίτρινα φωτάκια. Που και πού ξεμύτιζαν ανάμεσα στις λαμπερές ακτίνες και με τους ρυθμικούς χρωματισμούς μπέρδευαν το μάτι. Ήταν παράταιρα , δεν ήταν μαγευτικά. Δε μύριζε ζάχαρη άχνη και καμένο μέλι. Τα Χριστούγεννα είχαν μπαγιατέψει.

Έκλεισε το ραδιόφωνο και άρχισε να ψαχουλεύει την παντόφλα της κάτω από το κρεβάτι. Σκέφτηκε τη γυναίκα πίσω από το μικρόφωνο με τη λάγνα της φωνή. Τη σκέφτηκε να ερωτοτροπεί μόνη της και σαγηνευτικά να απευθύνεται στο κοινό της. Και το κοινό της να κοιμάται , όπως εκείνη κοιμόταν για πέντε ώρες. Τώρα λογικά θα είχε κουραστεί από τόση σαγήνη και θα την είχε αντικαταστήσει κάποια άλλη με φωνή κατάλληλα μονταρισμένη στη διάθεση των μεθεόρτιων πρωινών υποχρεώσεων. Έριξε ένα φούτερ πάνω από τις πυτζάμες της και έσυρε τις παντόφλες της μέχρι το σαλόνι. Κανονικά ποτέ δε σταματά στο σαλόνι τέτοιες ώρες. Συνεχίζει αυτόματα στο μικρό κουζινάκι που είναι στο βάθος του σαλονιού , φτιάχνει μία κούπα καφέ και χωρίς σχεδόν να έχει καν ξυπνήσει , για πέντε λεπτά την απολαμβάνει στο τραπέζι μπροστά από τους πάγκους της κουζίνας, ακριβώς πίσω από τους καναπέδες. Κάπου εκεί, μέσα στα ατσούμπαλα και νυσταγμένα χτυπήματα των ντουλαπιών και των ποτηριών και όσων αντικειμένων προσγειώνονται στο πάτωμα, συνήθως ξυπνά και η αδερφή της και ακολουθώντας ένα παρόμοιο τυπικό καταλήγει να πίνει τον καφέ της δίπλα της. Αμίλητη. Το ίδιο νυσταγμένη.

Σήμερα δεν πήγε αμέσως μέχρι την κουζίνα. Άφησε το βλέμμα της να φτάσει ως εκεί ενώ εκείνη περίμενε στην πόρτα του σαλονιού. Ακόμα όλα στολισμένα . Πιατέλες και ανοιγμένα τάπερ πηγμένα στα ζαχαρωτά και ο ήλιος να λαμπυρίζει ανάμεσα στις ζάχαρες. Αλλά ήταν της προηγούμενης μέρας. Τα γλυκά , τα στολίσματα, η αδερφή της. Μπαγιάτικα.

Προχώρησε προς το τραπέζι . Όταν πάτησε το μονόφθαλμο, κομματιασμένο χιονάνθρωπο απλώς κοίταξε τα απομεινάρια του να σκορπίζονται κι άλλο.

Φορούσε πυτζάμες από χθες το απόγευμα. Είχαν αποφασίσει να μείνουν μέσα, να δουν καμιά σειρά και να φάνε γλυκά. Είχε αναφερθεί και κάτι για κρασί αλλά μετά θυμήθηκαν το λικέρ με κονιάκ και πορτοκάλι που τους έστειλε η γιαγιά για τις γιορτές. Οι κούπες ήταν πάνω στο τραπέζι και ήταν παραπάνω από κλασικές. Είχαν λικέρ μέσα. Ό,τι είχε μείνει. Προφανώς δε θα έβγαζαν καλά ποτήρια αφού ήταν οι δυο τους. Η μία έγραφε "I love Roma" καθόλου διακριτικά και η άλλη έδειχνε το Sylvester για άλλη μια φορά να λιγουρεύεται τον Tweety. Λίγο λικέρ είχε πέσει και στο τραπέζι σαν γλυκιά παγίδα. Ό,τι το ακουμπούσε, κολλούσε εκεί. Και οι κούπες έμεναν ασάλευτες. Και το χέρι της.

Όσο σκάλιζαν την κουζίνα για να ξεθάψουν όλες τις λιχουδιές είχε γυρίσει τακτικά τα μανίκια της μέχρι τους αγκώνες. Τώρα , μετά από τόσες ώρες, είχαν κατεβεί ανάλαφρα και τσαλακωμένα μέχρι του λεπτούς καρπούς της. Οι πυτζάμες της ήταν αυτές οι γνωστές με την υποτιθέμενη αντρική γραμμή : παντελόνι- πουκάμισο αλλά σε μία εντελώς χαριτωμένη εκδοχή. Ήταν καρό με παλ χρώματα. Ανακατεμένες λιλά, ροζ, γαλάζιες γραμμές , κάθε πάχους και από πίσω ένα πολύ απαλό γκρι. Δεν ήταν και πολύ του στυλ της όλο αυτό χαριτωμένο αλλά της φύλαγε να τις φορά όποτε φιλοξενούσαν κόσμο και στις γιορτές. Ειδικά στις γιορτές της άρεσε να κάνει για λίγες μέρες μία παραχώρηση. Μέχρι και τα νύχια της έφτιαχνε. Πέρσι τα είχε κατακόκκινα με κάνα- δυο μαύρα φιογκάκια. Φέτος είχε προτιμήσει το κλασικό γαλλικό με λευκές αποχρώσεις.

Ο αγκώνας της ήταν ακουμπισμένος στο τραπέζι. Ο πήχης της στηριζόταν στη γυάλινη γαβάθα. Κάτω κάτω είχαν βάλει το δικό τους κέικ με τις σταφίδες και τη ζάχαρη άχνη. Από πάνω, κάθε λογής μάφιν που τους είχαν φέρει. Μάφιν με πραλίνα και φουντούκια, μάφιν με σαντιγί και φράουλες, μάφιν με ροζ γλάσο και λευκό, και με αστεράκια. Μετά τη χθεσινή νύχτα, σαντιγί, γλάσο και φράουλες ήταν παντού γύρω στη γαβάθα. Ζάχαρη άχνη ήταν παντού γύρω στην κουζίνα και πάνω στην αδερφή της. Τα δάχτυλά της μέσα στη γαβάθα ήταν βουτηγμένα στο ροζ γλάσο. Έμοιαζαν με μανία να ζουλάνε το κεκάκι που κρυβόταν από κάτω. Μέσα από το ροζ ζαχαρένιο συνονθύλευμα αχνοφαινόταν το φαρδύ μεταλλικό δαχτυλίδι που φορούσε στον αντίχειρα της. Ξένιζε λίγο στην τόση κομψότητα. Το άλλο της χέρι κρεμόταν στο πλάι του τραπεζιού, πάνω από τον λιωμένο χιονάνθρωπο. Ήταν όμορφο, λευκό και με υπέροχα νύχια και ξεραμένο.

Το κεφάλι ήταν γερμένο προς τα πίσω. Δεν ήταν γνώριμο αυτό. Όταν κάθονταν τα πρωινά στο τραπέζι και έπιναν τον καφέ τους τα κεφάλια τους έπεφταν μπροστά, πάνω από τις κούπες τους. Τα μάτια τους ήταν κλειστά. Και οι δύο ήταν χαμένες ανάμεσα στον ύπνο και στις σκέψεις τους. Τώρα, το κεφάλι της ήταν πεσμένο σχεδόν πίσω από την καρέκλα. Ο λαιμός της ήταν τόσο τεντωμένος που έμοιαζε σαν κάτι να αγωνιούσε να τον ξεσκίσει και να πεταχτεί από μέσα. Το λαρύγγι της φαινόταν σκληρό και ζορισμένο , έτοιμο να κινηθεί. Μάταια. Και τα μάτια της; Διόλου κλειστά δεν ήταν. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Δεν είχε ύπνο για να χαθεί, ούτε σκέψεις. Κάρφωναν το ταβάνι . Δεν ήταν μάτια χαμένα. Τίποτα αφηρημένο δεν είχαν πάνω τους. Έγραφαν κάθε δευτερόλεπτα από τα τελευταία λεπτά. Ήταν εντελώς συγκεκριμένα, καστανά και λαμπερά κάρφωναν το ταβάνι. Ποτισμένα με ατόφια αγωνία και συνειδητοποιημένα για το χάος που ήρθε και το χάος που θα έρθει.

Τα χείλια της ήταν μισάνοιχτα, παραδομένα, σαν να είχαν ξεψυχήσει πολύ πιο πριν από τα μάτια. Δεν είχαν κάνει καμία προσπάθεια να κρατήσουν τη γυαλάδα και το φωτεινό τους κόκκινο. Τα είχαν ρουφήξει οι αποχρώσεις της πυτζάμας της. Από την ένδοξη ομορφιά τους είχε μείνει πια ένα απαλό γκρίζο λιλά και ένα στρώμα ζαχαρόπαστας ξεραμένο γύρω γύρω. Απαλά έπεφταν και τα μαλλιά της στην πλάτη της καρέκλας. Καστανόξανθα και κυματιστά, πλούσια και σχεδόν βελούδινα έπιναν το φως του ήλιου λες και στερούσαν κάθε άλλη ένδειξη ζωής στη γιορτινή κουζίνα. Ανάμεσα στις καστανόξανθες τούφες ξεπρόβαλαν και μερικές μοβ, ξεθωριασμένες, ό,τι είχε μείνει από τις ανταύγειες με το βαθύ μπλε μιας προηγούμενης περιόδου.

Δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να περάσει το χέρι της μέσα από τα όμορφα μαλλιά της καθώς προχώρησε πίσω από την καρέκλα. Αρχικά η αίσθηση ήταν τόσο βελούδινη και ευχάριστη όσο περίμενε. Μετά, το άγγιγμα έγινε απότομα πιο τραχύ και κολλώδες, σαν καθώς έτρωγε τα χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα να είχαν βουτήξει τα μαλλιά της στο μέλι και στα σιρόπια. Αλλά ήταν αίμα.

Όλα ήταν απαλά και γλυκά πάνω της. Οι πυτζάμες της , τα νύχια της, η ζάχαρη στα χέρια και στα μανίκια της, το κατάλευκο δέρμα της, τα ροζ ίχνη ζαχαρόπαστας, μέχρι και οι ξεβαμμένες γαλάζιες μπούκλες της. Ο τσακισμένος λαιμός, τα πνιγμένα μάτια και η τεράστια κοκκινόμαυρη πληγή στα αριστερά του λαιμού της μπαγιάτευαν ξεδιάντροπα το εορταστικό κλίμα.

Πρώτα το είχε καρφώσει στο λαιμό της , από πίσω της , όσο εκείνη ήταν απασχολημένη να μασουλάει το μπισκοτένιο χιονάνθρωπο. Μετά δεν ξέρει ακριβώς τι έκανε. Το τραβούσε και το ξαναέβαζε μάλλον για αρκετά δευτερόλεπτα , κάτι που έδειχνε να μην είναι απαραίτητο καθώς δεν υπήρχε καμιά αντίσταση. Μόνο αίμα πολύ. Τώρα το μαχαίρι ήταν στον πάγκο της κουζίνας βουτηγμένο σε μια ίδια μαυροκόκκινη κηλίδα. Μετά είχε περάσει πάνω από το μπισκότο , είχε κλείσει τα φώτα πίσω της, όχι τα λαμπάκια στο τζάκι, και τραγουδούσε παρέα με το Frank πάνω από τα υπόκωφα βογγητά.

Το αίμα είχε φτάσει παντού. Είχε ποτίσει τις πυτζάμες της, είχε αναμειχθεί με το λικέρ. Είχε λερώσει τα τάπερ στο τραπέζι και τα σπιτικά μπισκότα της μαμάς είχαν αποκτήσει μία σκουρόχρωμη κρούστα. Και ο τοίχος είχε πιτσιλιές αλλά το μεγαλείο του φανερωνόταν στο πάτωμα κάτω και γύρω από την καρέκλα.

Περίεργο πράγμα ο θάνατος όταν υπάρχει παντού γλάσο και ζάχαρη. Το έντονο κόκκινο ξενίζει ανάμεσα στα παστέλ χρώματα . Περίεργη και η μεταλλική μυρωδιά του αίματος μαζί με κονιάκ και πορτοκάλι και καμένο μέλι.

Δε θα έπινε καφέ γιατί ήταν βρώμικη η κούπα της με τον Sylvester. Είχε λικέρ. Θα την έπλενε η μητέρα της σε λίγες ώρες που θα έφταναν με τον πατέρα της για το οικογενειακό τραπέζι. Μάζεψε το μπισκότο από το πάτωμα με μία χαρτοπετσέτα για να μην τις πουν ακατάστατες και στερέωσε στο ψυγείο την ευχετήρια κάρτα του Πανεπιστημίου γιατί ήξερε ότι κάτι τέτοια τους άρεσαν.

Είχε πονοκέφαλο. Από το λικέρ και τις λίγες ώρες ύπνο , σκέφτηκε. Τράβηξε όλες τις κουρτίνες γιατί την ενοχλούσε το δυνατό φώς του ήλιου και σκοτάδι απλώθηκε στο σαλόνι. Πήρε το τάπερ με τα μπισκότα αφού πρώτα ακούμπησε τα λερωμένα πάνω στο τραπέζι. Πήγε στη γωνιά του σαλονιού απέναντι από το σβηστό τζάκι. Είχε αγκαλιά τα μπισκότα. Κάθισε κάτω και μέσα στο σκοτάδι άρχισε να τρώει . Περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι. Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα και πράσινα, κόκκινα, κίτρινα. Τα φωτάκια στο τζάκι δεν ήταν τόσο παράταιρα. 

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε