Θρίλερ

Μέρος Α

Είχα κουραστεί λίγο και είπα να ξεφύγω. Να γράψω έτσι ένα θριλεράκι πάλι να τιμήσω τις καταβολές μου. Δεν άργησα να μπω στο κλίμα. Πολύ εύκολα διάφορες σκηνές που εκτυλίσσονταν μπροστά μου αποκτούσαν μια φρικιαστική έκβαση. Έβλεπα απαγωγές, ανθρώπους να τους σπρώχνουν στις ράγες, έβλεπα μάνες με μωρά στην αγκαλιά να σκορπίζονται στις ρόδες αυτοκινήτων από μία απρόσεκτη κίνησή τους στο δρόμο. Έβλεπα και άκουγα πολλά. Δημιουργικότατο αυτό το χάρισμά μου, αλλά τίποτα δεν με ικανοποιούσε αρκετά. Ήρθε όμως η ιδέα.

Καθόμουν στον καναπέ και ήταν όλα κλειδωμένα. Όποτε μένω μόνη στο σπίτι πλέον, «με αυτά που γίνονται» , όλα είναι κλειδωμένα. Ήθελα να σηκωθώ για να πάω να κάνω μπάνιο, αλλά ήμουν πολύ κουρασμένη για να το πάρω απόφαση. Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε μετά από ώρες το θυροτηλέφωνο που χτύπησε. Άνοιξα την κάτω πόρτα από το θυροτηλέφωνο και άνοιξα και την πόρτα του διαμερίσματος. Μετά, μιας και είχα σηκωθεί, πήγα και κλείστηκα στο μπάνιο για να ετοιμαστώ. Μες στην ησυχία περίμενα τη φωνή της μητέρας μου να με ρωτάει πού είμαι μπαίνοντας στο σπίτι. Όσο δεν την άκουγα σκεφτόμουν ότι εκτός από τη μητέρα μου, με την ορθάνοιχτη πόρτα κι εμένα κλεισμένη στο μπάνιο, θα μπορούσε να μπει και ο οποιοσδήποτε άλλος μέσα στο σπίτι. Κλειδωμένη τόσες ώρες, για να μπω τελικά να κάνω μπάνιο με την πόρτα ανοιγμένη διάπλατα. Πολύ ωραίο. Όταν άκουσα τη φωνήτης, ναι μεν πήρα το μπάνιο μου με την ησυχία μου, αλλά από την άλλη μου είχε μπει η ιδέα: αυτό θα ήταν το νέο θριλεράκι μου.

Είχε κάποια καλά στοιχεία. Οικείο περιβάλλον, μια στιγμή αμέλειας και καταστροφή. Τις είχε τις βάσεις. Ήθελα όμως κι άλλα. Να προκαλέσω. Ο δολοφόνος παραμονεύει έξω από το σπίτι. Χτυπά τη μητέρα. Ανενόχλητος μπαίνει και στέκεται έξω από το μπάνιο ακούγοντας την κοπέλα. Αρχίζει να της μιλά. Παρακολουθούμε τη συζήτηση. Τελικά δεν την πειράζει. Φεύγοντας σκοτώνει τη μητέρα. Πολλή βία και ψυχολογική βία. Αλλά και πάλι δε με γεμίζει-ακούγεται λάθος αυτό που λέω αλλά μιλάω μόνο με καλλιτεχνικές προθέσεις-.Δεν είναι αυτό που ψάχνω. Μου φαίνεται τόσο λίγο.

Λίγες ώρες μετά, τυχαίνει να λάβω ένα μήνυμα από φίλο που με ξέρει πολύ καλά. «Τώρα που έχεις το blog, πως και δεν γράφεις τίποτα διεστραμμένο εσύ;», λέει. Δεν είμαι σίγουρη ότι είναι πολύ καλό αυτό, αλλά ξέρω ότι θα μπορούσα. Πόσο μακριά πρέπει να φτάσω όμως; Η απάντηση είναι πολύ μακριά. Γιατί τι να σου κάνει ένας αιμοδιψής που θα ζωντανέψει στο δικό μου πληκτρολόγιο, όταν το σενάριο της μεγαλύτερης παραγωγής ταινίας τρόμου γράφεται πάνω μας.

Είμαστε ένα περίεργο μίγμα. Από τη μία είναι αναμενόμενο ότι συνηθίζουμε και σκληραίνουμε σε βαθμό που τα ερεθίσματα χάνουν την ιδιότητα τους. Δεν ερεθίζουν. Η κοινωνία μας πια δεν αντιδρά. Από την άλλη είναι εντυπωσιακό το πόσο διαφέρουν οι αντοχές μας στο πραγματικό και το φανταστικό. Θα κλείσουμε τα αυτιά μας, θα κοιτάξουμε αλλού και θα απηυδήσουμε με τη βία της ταινίας που διαλέξαμε, αλλά θα δούμε καρέ καρέ και σε όσες επαναλήψεις κρίνουν ότι χρειαστεί, την εκτέλεση κάποιου αιχμαλώτου.

Φτιάχνουμε ευαίσθητους χαρακτήρες ενώ γινόμαστε τέρατα. Στο θρίλερ που γράφουν πάνω μας, οι ερμηνείες μας είναι πολύ δυνατές. Το ιδιαίτερο όμως είναι ότι δεν ερμηνεύουμε τίποτε άλλο πέρα από τον πραγματικό, όλο δικό μας εαυτό.

Όμως δε θέλω να σταθώ ούτε στην αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης, ούτε σε ηθικολογίες, υπαίτιους και κοινωνικοπολιτικά συστήματα που προφανώς κατέχουν την καρέκλα του σκηνοθέτη.

Με κινηματογραφική κριτική θα προσπαθήσω να δείξω ότι δεν χρειάζονται ευφάνταστα σενάρια γιατί η ζωή μας είναι το πιο καλοδουλεμένο θρίλερ που κυκλοφορεί. Τρόμος στο πιάτο. Τα θρίλερ για να χτίσουν το κλίμα και τα συναισθήματα που θα οδηγήσουν τελικά στο φόβο, βασίζονται σε ορισμένα τεχνάσματα. Ή ίσως και σε περισσότερα από ένα. Η δική μας παραγωγή είναι αρκετά πλούσια για να τα έχει όλα. Ζούμε την υπερπαραγωγή.

Α) Φλερτ με το θάνατο

Σε πολλές ταινίες τρόμου υπάρχει ένας χαρακτήρας που γοητεύεται από τη λύπη, τον πόνο, το θάνατο και όλη την ψυχολογία που βρίσκεται από πίσω. Είναι ο περίεργος. Ο λίγο απομονωμένος, ο αφύσικος.

Ζούμε σε ένα κόσμο που τον τελευταίο κυρίως χρόνο, αντλεί την ηδονή του από αυτήν ακριβώς την ψυχολογία. Το φαινόμενο το ονομάζουμε Nihilismκαι εκεί που δεν ξέραμε καν τι είναι, σε λίγους μόνο μήνες καταφέραμε να το θεοποιήσουμε. Όταν εμφανίστηκε στις οθόνες μας, εκείνες τις πρώτες φορές, δεν ξέραμε και πολύ πώς να αντιδράσουμε. Παγώσαμε λίγο. Τώρα τι είναι αυτό; Αισθανθήκαμε λίγο άβολα. Δεν έμοιαζε αστείο. Σκληρό και στενάχωρο ήταν. Ήταν όμως και αναρτημένο σε σελίδα που έπρεπε να μας κάνει να γελάσουμε. Μπερδευτήκαμε. Κοιτάξαμε λίγο τα σχόλια και αφού είδαμε ότι και άλλος κόσμος «πληκτρολογούσε το γέλιο του», σκάσαμε κι εμείς το πρώτο μας βεβιασμένο χαμόγελο. Μετά από λίγο μάθαμε να μην παραξενευόμαστε. Απ' ότι φαινόταν ήταν της μόδας να γελάμε με τον πεσιμισμό και τη μηδενιστική στάση προς τη ζωή. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και ξεκαρδιζόμασταν. Το τελευταίο στάδιο ήταν να δηλώνουμε ταύτιση. Όσο μεγαλύτερο πόνο και παραίτηση από τη ζωή εξέφραζε μία δημοσίευση, τόσο καλύτερο και πιο ψαγμένο χιούμορ είχε αυτός που την έκανε ή αυτός που δήλωνε ότι του άρεσε. Και ξαφνικά από εκεί που, ενστικτωδώς, με αμηχανία ψάχναμε πώς να αντιδράσουμε σε αυτό που βλέπαμε, τώρα όλοι πετάμε από τη χαρά μας να δηλώνουμε πεσιμιστές και αυτοκτονικοί.

Είμαστε τόσο αχόρταγοι στο χιούμορ που μας προσφέρεται, και στην ανία μας, το καταναλώνουμε με τέτοιους εξωφρενικούς ρυθμούς, που έχοντας εξαντλήσει κάθε άλλη πηγή του, φτάσαμε να τρεφόμαστε ξεδιάντροπα με τη λύπη, τον πόνο και το θάνατο. Υπήρχαν κάποτε τουλάχιστον κάποιες κοινωνικές συμβάσεις, σύμφωνες με την ανθρώπινη φύση, που σε τέτοιες περιστάσεις έκριναν το γέλιο και την ευχαρίστηση, όχι απλώς παράταιρα, αλλά ανώμαλα. Τώρα εθιζόμαστε καθημερινά σε αυτή την ανώμαλη συμπεριφορά και τη βρίσκουμε μάλιστα χαριτωμένη και αστεία.

Πόσο ωραία περνάμε με το να δηλώνουμε ότι θέλουμε να δώσουμε τέλος στη ζωή μας και να διαλέγουμε τον τρόπο, με κριτήριο πάντα το μέγιστο πόνο, γιατί φυσικά έχουμε δηλώσει ότι είναι όλα μάταια, και ότι τίποτα δεν αξίζει στη ζωή, όπως κι εμείς δεν αξίζουμε τίποτα, και αφού δεν μας αγγίζει και τίποτα πια, η μόνη σωτηρία είναι ο πόνος και ο θάνατος. Είμαστε εξάλλου ψυχικά νεκροί, χρόνια τώρα.

Και δεν είναι ένας ο «περίεργος».

Είναι το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού ηλικίας 15-30, κι εγώ μέσα σε αυτούς. Ας σκεφτούμε λίγο τι επίτευγμα είναι αυτό. Μία κοινωνία στην οποία οι νέοι μεγαλώνουν φλερτάροντας με την ιδέα ότι ο πόνος και ο θάνατος θα ναι λύτρωση στις παντελώς ανούσιες ζωές τους.

Εμείς που αγαπάμε τη ζωούλα μας και χιλιοπροσέχουμε τον εαυτούλη μας, τι ζόρι τραβάμε και γουστάρουμε να δηλώνουμε ότι δεν αξίζουμε μία. Τι ζόρι τραβάμε και από εκεί που δεν μπορούμε να αντικρίσουμε ούτε μώλωπα, ξαφνικά «ανυπομονούμε να βασανιστούμε μέχρι θανάτου» και δηλώνουμε γοητευμένοι από το σκοτάδι και την ανυπαρξία;

Είναι άραγε πιο τρομακτικό ότι πάνω στη λαιμαργία μας, για να γεμίσουμε το συναισθηματικό μας ανικανοποίητο, είμαστε διατεθειμένοι να δαγκώσουμε ότι μας πετάξουν, να ακολουθήσουμε, να υπακούσουμε, να ξεπουληθούμε. Ή ότι ο πυρήνας του σημερνού κόσμου υιοθετεί αρρωστημένο χιούμορ και κάνει αρρωστημένες σκέψεις;

Πού θα μπορούσε να καταλήξει αυτό;

Σε blockbuster σίγουρα πάντως.

Β) Απάθεια

Είναι πολλές οι περιπτώσεις που η απάθεια επιλέγεται για να προκαλέσει. Είτε αυτό είναι τρόμος, είτε αποτροπιασμός και δυσφορία. Κάθε φορά όμως επιλέγεται ως κάτι απόκοσμο, κάτι εντελώς ξένο. Εμφανίζεται σε ταινίες που συνήθως οι άνθρωποι έχουν μολυνθεί από κάποιο εξωγήινο σωματίδιο ή από κάποιο μεταλλαγμένο ιό, χάνοντας το βασικό ανθρώπινο στοιχείο, τα συναισθήματα. Παρομοίως, παρουσιάζονται και κάποιες ψυχασθένειες και περιπτώσεις σχιζοφρένειας.

Ο σωστός θριλερόφιλος δεν μπορεί να ξεχάσει τη σκηνή με τη Νικόλ Κίντμαν , στα πρώτα -και ίσως και σε ένα από τα καλύτερα- εγχειρήματα αλλοίωσης του ανθρώπινου στοιχείου.Έτσι,λοιπόν, έχουμε την περίφημη σκηνή που κάποιος πέφτει στο κενό, οι άλλοι αδιάφορα τον παρακολουθούν να συντρίβεται στο έδαφος, η Κίντμαν -που δεν έχει μολυνθεί- καταβάλει τεράστια προσπάθεια να παραμείνει ουδέτερη για να μην την αντιληφθούν, και όλοι εμείς οι υπόλοιποι στον καναπέ του σπιτιού μας «αηδιάζουμεκαι τρελαινόμαστε»με το αποκρουστικό θέαμα της απάθειας.

Δε συνειδητοποιούμε,όμως, ότι όταν δεν πρόκειται για ταινία, κατά τη διάρκεια της οποίας είμαστε «εκπαιδευμένοι» να αντιδρούμε σαν θεατές, στην πραγματική ζωή που πιανόμαστε ανυποψίαστοι, δε διαφέρουμε ούτε στο ελάχιστο από το απαθές πλήθος πάνω από τον άνθρωπο που ξεψυχά. Βασικά, ψέμα! Φυσικά και διαφέρουμε! Εμείς δεν έχουμεμολυνθεί από κανένα ιό ή ξένο σωματίδιο. Έχουμε απλώς σκληρύνει. Μένουμε ασυγκίνητοι. Όσο το κακό δεν αγγίζει το δικό μας σπίτι. Όσο απομακρύνεται από την πόρτα μας, η συμφορά γίνεται είδηση και η είδηση κάποιο ακόμα νούμερο.

Ήταν κάποιο μεσημέρι του περασμένου χρόνου. Ο Αιλάν είχε πεθάνει πριν λίγες μέρες. Κάθε μέρα πέθαιναν δεκάδες. Τα μικροσκοπικά παπούτσια του και η μωρουδιακή του στάση,ξεβρασμένη στα κύματα, πίκριζαν ακόμα. Την πικρίλα του θανάτου και της αστέρευτης εκμετάλλευσης, την οποία κι εγώ η ίδια δε λέω να απαλύνω.

Να ήταν η φωτογραφία και τα αμέτρητα σκίτσα; Συγκίνησε ο θάνατός και σχολιάστηκε παγκοσμίως. Όμως αυτό ήταν. Μία εβδομάδα μετά καθόμουν στον καναπέ και σκρόλαρα στο facebook στο κινητό μου. Η μαμάχάζευε στο i-Padκαι η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Στις ειδήσεις εκείνη τη στιγμή αναφέρθηκε ότι κι άλλο παιδί ξεβράστηκε νεκρό στην παραλία της Λέσβου. Επειδή δεν κοιτούσα στην τηλεόραση, νομίζω πώς ρώτησα «Άλλο είναι αυτό;» και πήρα την απάντηση από το διπλανό καναπέ «ποιο;» και μετά από λίγα δευτερόλεπτα «ναι». Εκεί έβγαλα έναν ήχο τύπου «μμμ». Ίσως να μην ακούστηκε καν. Πέρασαν αρκετά λεπτά και μετά,ξαφνικά,φρίκαρα για λιγάκι. Δυστυχώς, όχι για το παιδάκι που πέθανε. Δυστυχώς, για το ότι ούτε για μια στιγμή δεν πήραμε τα μάτια μας από το κινητό και το τάμπλετ. Μωρά πνίγονται στη θάλασσα και εμείς όχι μόνο δεν σχολιάσαμε, δεν μπήκαμε καν στον κόπο να ρίξουμε μία ματιά. Τι συνέβη; Κι αυτό μωρό παιδί δεν ήταν; Δεν στήθηκε καλά για τη φωτογραφία; Τι συνέβη σε εμάς; Ξέρουμε να νιώθουμε μόνο την πρώτη φορά; Μόνο όταν κάτι πουλάει; Μετά τι γίνεται; Συνηθίζουμε; Συνηθίζουμε.

Από τη στιγμή που κάτι δεν προβληθεί αρκετά δραματικά και δεν επηρεάζει το μικρό προσωπικό τετραγωνάκι της ευτυχίας μας δεν μας απασχολεί. Ίσως είναι τέτοιος ο φόβος μας πια για το μικρό μας τετραγωνάκι που έχουμε αναπτύξει πολύ ισχυρές ψυχικές άμυνες. Με αυτές τις ψυχικές άμυνες πόσο διαφέρουμε όμως από τους μολυσμένους της Κίντμαν; Νεκροί πρόσφυγες σε ακτές και σε θάλασσες, αεροπορικά δυστυχήματα, τρομοκρατικά χτυπήματα. Και απλά τους κοιτάμε να πεθαίνουν. Δίπλα μας. Και το μόνο που ρωτάμε «Πόσοι νεκροί;». Σα να κρατάμε το σκορ. Αν είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός θα εκπλαγούμε κάπως. Ως εκεί νιώθουμε. Ίσως το αναφέρουμε και σε κάποια κουβέντα. Το πρόγραμμά μας δε θα άλλάξει καθόλου. Η ζωή μας; Καθόλου. Μπορεί να σκεφτούμε ποιες χώρες να αποφύγουμε σε επόμενο ταξίδι μας, και ποια αεροπορική να μην προτιμήσουμε.Είναι τόσοι οι θάνατοι γύρω μας, που τους περιμένουμε. Ο αριθμός των θυμάτων, συμβάλλει πλέον σε κάτι τέτοιες αποφάσεις μας.

Με φρίκη κοιτάζουμε τον άντρα που διαμελίζεται μπροστά στα παγερά πρόσωπά τους και το ατάραχο βλέμμα τους. Είναι ηθοποιοί και υποδύονται χαρακτήρες. Για αυτή την αρρωστημένη συμπεριφορά, ο σεναριογράφος νιώθει την ανάγκη να τους δώσει ένα ελαφρυντικό. Τους αρρωσταίνει. Είναι μολυσμένοι. Παύουν να είναι άνθρωποι.

Στο δικό μας θρίλερ, η φρίκη δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Δεν υπάρχουν χαρακτήρες. Είναι η ανθρώπινη φύση, υγιέστατη, που ξεδιπλώνει όλο το μεγαλείο της κι ολόκληρο το σεβασμό της.

Διάλειμμα για διαφημίσεις.


(συνεχίζεται σε επόμενη ανάρτηση)

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε