Η Πρόκληση

Ένας εξουθενωτικά πολύτιμος άνθρωπος για μένα, κάποτε μου έβαλε την εξής πρόκληση: Να περιγράψω την αγάπη δύο ανθρώπων, η οποία όμως εκφράζεται με πολύ ψυχρό τρόπο. Ήμουν δεν ήμουν 17 χρονών τότε. Μου φάνηκε εύκολο, αλλά μόλις είχα γράψει ένα ερωτικό διήγημα και δεν είχα διάθεση να ασχοληθώ με το θέμα αυτό ξανά. Σκεφτόμουν ότι θα είναι και λογοτεχνικά πολύ ενδιαφέρον το εγχείρημα, καθώς η ύπαρξη της αγάπης με ψυχρά λεκτικά σχήματα και αδιάφορες εικόνες θα έκανε μία ιδιαίτερη αντίθεση. Από τότε, όποτε σκέφτομαι πάνω σε τι να γράψω, το οποίο συμβαίνει συχνά, πάντα περνά από το κεφάλι μου. Και πάντα φεύγει. Περνάει πάντα πολλή ώρα που στύβω το μυαλό μου για να βρω πώς να το γράψω αυτό το πράγμα, μετά πετιέται κάτι άλλο, τα παρατάω και πιάνομαι από αυτό το κάτι άλλο. Εξάλλου, πιστεύω ότι γράφουμε γι αυτά που δεν μπορούμε να μην γράψουμε. Μπορεί να περάσουν ώρες ψάχνοντας για κάποιο θέμα, αλλά από τη στιγμή που αυτό μας περάσει έστω και φευγαλέα από το νου, τότε και ξέρουμε από την πρώτη στιγμή ότι το έχουμε βρει και επίσης μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, άντε λεπτά, έχει φύγει η πρώτη παράγραφος. Κάθε φορά, λοιπόν, που παιδεύομαι τόσο, και αυτό το αυθόρμητο και γλυκό παραλήρημα που δηλώνει το «εδώ είμαστε» δεν έρχεται, προχωράω σε κάτι άλλο. Αλλά απογοητεύομαι λίγο. Και αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους. Πρώτον, μην ξεχνάμε ότι τέθηκε ως πρόκληση και παραμένει πρόκληση. Δεύτερον είναι και αυτός ο εξουθενωτικά πολύτιμος άνθρωπος, με τις υπερβολικά εύστοχες παρατηρήσεις του, που κάνει την πρόκληση δέκα φορές πιο ελκυστική, και τρίτον, όσο με «διώχνει» τόσο και με «τραβάει» κάτι σε αυτή την ιστορία. Σαν μία δύσκολη σχέση που ξέρεις ότι αξίζει αλλά θέλει πολλή δουλειά.
Σήμερα, λοιπόν, στην αναζήτηση νέου «ψαχνού», λίγο πριν τα παρατήσω, ήρθε αυτό το γλυκό το- αυθόρμητο. Δεν είμαι σίγουρη αν δικαιώθηκα ή αν είναι κλεψιά, αλλά τουλάχιστον βρήκα τι θέλω. Το ένιωσα αυτό το «δεν μπορώ να μην γράψω για σένα» (απευθυνόμενη στις εικόνες μου, στη φαντασία μου). Ε, λοιπόν, δεν μπορώ να μη γράψω για το γιατί δε μπορώ να γράψω γι αυτό το θέμα.
Και αυτή η πρώτη σελίδα που συμπληρώθηκε μέσα σε λίγα μόλις λεπτά μου δείχνει ότι δεν υπάρχει τώρα γυρισμός.
Για σένα, λοιπόν, που με προκάλεσες εκείνη τη μέρα, να η απάντησή μου.
Θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι για μένα δεν υπάρχει ψυχρός τρόπος στην αγάπη, γιατί, όταν αυτή υπάρχει, δεν έχει νόημα η λέξη ψυχρός και οριακά έχει η λέξη αγάπη. Τώρα, θα μου πεις τι λέω, αλλά νομίζω ότι λέω κάτι που δύσκολα λέγεται με λόγια. Βέβαια, για το μυαλό μου, και ίσως μόνο για το δικό μου, βγάζει απολύτως νόημα αυτή η φράση. Είναι και σωστή και πηγαία. Αυτό είναι, και το νιώθω σίγουρο. Εκεί που υπάρχει αγάπη οριακά στέκει η λέξη αγάπη. Περίεργο λίγο. Για το ψυχρός δεν κάνω καν λόγο.
Και δε θα μιλήσω για τίποτα φλογερό και υπερβολικά παθιασμένο, με πατώματα, όρκους, δηλώσεις και Σαιξπηρικά μεγαλεία. Γιατί δεν είναι αυτό. Είναι σίγουρα κάτι μεγάλο αλλά πλανάται αδιόρατα. Από τη στιγμή που σκιάσει τη ζωή σου, αυτό το αδιόρατο μεγάλο, δε γίνεται αλλιώς, θα σε ζεστάνει. Μπορεί να ναι με μικρές γουλιές ή να στάζει σε σταγόνες που και που. Εξάλλου κι ένα ζεστό ρόφημα έτσι το απολαμβάνουμε καλύτερα, όπως προτιμάμε και το ψιλόβροχο από την καταιγίδα. Αλλά γούστα είναι αυτά. Τι κι αν ο άλλος θέλει να πιει την καυτή τη σοκολάτα μονοκοπανιά και να του κάψει το λαρύγγι, τι κι αν θέλει να την απολαμβάνει με μικρές γουλιές. Από τη στιγμή που του σερβίρεται η κούπα, ξέρει ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα την απολαύσει. Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο η αγάπη. Και αυτό ακριβώς την κάνει να είναι δύο πράγματα: Είναι η αδιόρατη σκιά. Είναι ένας κώδικας (αλλά όλα εξαρτώνται από το να εμφανιστεί).
Και υπάρχει και ο υπέρτατος κώδικας. Και από αυτόν θα ξεκινήσω. Τη σιωπή.
Όσο υπάρχουν πράξεις, φράσεις ή έστω λέξεις μπορεί κάποιος να δώσει πολλά, να δώσει αρκετά ή και να ζητιανέψει για λίγα. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει τίποτα; Κάτι άδειο, στιγμές κενές; Εδώ, θεωρητικά, σε αυτό το απόλυτο τίποτα, μπορεί να παρεισφρήσει η ψυχρότητα μεταξύ δύο ανθρώπων. Σε αυτό το απόλυτο τίποτα , στην παντελή έλλειψη έκφρασης, άρα και έκφρασης αγάπης, θεριεύει το τέρας μιας απόκοσμης απομάκρυνσης. Ή-το ίδιο τέρας- τσακίζεται εντελώς.
Τρελό πράγμα η σιωπή.
Είναι αργά το βράδυ. Πολλή η νύχτα έξω. Το αυτοκίνητο τρέχει. Ίσως είναι και καλοκαίρι. Τα παράθυρα μάλλον είναι ανοιχτά. Ο ένας στη θέση του οδηγού, ο άλλος στη θέση του συνοδηγού. Δεν μιλάει κανείς. Δεν έχει προηγηθεί κάποιος καβγάς, αλλά ένα βράδυ όχι από τα καλά τους, συμπεριφορές που έχουν δημιουργήσει ερωτηματικά και αμφιβολίες στον ένα ή και στους δύο. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που πρέπει να ειπωθεί. Δεν υπάρχει συμβάν. Δεν μιλάει όμως κανείς, και το αυτοκίνητο προχωράει. Και όλα γίνονται σκέψεις και το τέρας τρέφεται και μεγαλώνει. Η σιωπή είναι βαριά. Έτσι και η νύχτα έξω από τα παράθυρα. Τα φώτα από τα αυτοκίνητα και τις επιγραφές πέφτουν ενοχλητικά στα μάτια. Και αυτός ο αέρας; Αρκετά κρύος, και κουραστικός. Τα μάτια αναγκασμένα να ανοιγοκλείνουν, τα μαλλιά ανακατεύονται. Παίζει και χαμηλά μουσική στο ραδιόφωνο, μπας και ντύσει λίγο τη γύμνια αυτής της σιωπής, της σχέσης που γδύνεται ξεδιάντροπα μπροστά στα μάτια τους. Και σαν να μη θέλουν να βλέπουν άλλο, ο ένας θα είναι με κολλημένα τα μάτια πάνω από το τιμόνι και ο άλλος θα κοιτάζει έξω από το παράθυρο του συνοδηγού, χωρίς να βλέπει τίποτα. Και δε μιλάει κανείς. Και τι να πει; Τι έχουν να πουν; Τι λέγανε τόσες δεκάδες φορές σε αυτό το αυτοκίνητο; Δε θυμούνται. Πώς έγινε και τους κατάπιε αυτή η βρώμικη αμηχανία; Πώς είναι να είναι μαζί; Δε θυμούνται. Φτάνουν σε σημείο να αναρωτιούνται «γιατί είμαι εδώ» ; Γιατί είναι εδώ, όταν κανείς δε θέλει να σπάσει την άθλια τη σιωπή; Είτε για να ζητήσει συγγνώμη είτε για να ζητήσει το λόγο. Όταν κανείς δε βρίσκει το νόημα να προσπαθήσει και προτιμά αυτή την απαίσια και σκληρή σιωπή, ποιος ο λόγος να βολτάρουν ξημερώματα σε διπλανά καθίσματα αυτοκινήτου, χωρίς να τολμούν να ανταλλάξουν βλέμματα και κουβέντα και τρέμοντας τη στιγμή που θα πρέπει να χαιρετηθούν; Δύσκολο πράγμα ο αποχαιρετισμός, κι ας πρόκειται να μιλήσουν την επόμενη μέρα. Όταν η σιωπή σκορπά μέσα τους μια λήθη πρωτόγνωρη, όταν τρώει στιγμές και σβήνει ολόκληρα κεφάλαια, όταν μέσα σε μία διαδρομή γίνονται ξένοι (και δεν κάνουν κάτι να το αλλάξουν) , τι πρέπει να πουν; Ένα καληνύχτα θα είναι το πιο ασφαλές. Και θα 'ναι παγωμένο. Γιατί ξέρουν ότι έχουν χάσει πολλά. Είτε τους νοιάζει είτε όχι. Είναι σαν ο χρόνος να μετράει αντίστροφα μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Και φτάνουν, και να το και το «καληνύχτα» που κάποιος φτύνει πρώτος και να και το «ψυχρός» που γεννιέται από τις στάχτες του. Και αυτή τη φορά όχι απλώς έχει νόημα, αλλά του χαρίζεται η πιο ουσιώδης και ολοκληρωμένη ερμηνεία του.
Δε φταίει η σιωπή. Φταίει το υπόβαθρο, πάνω στο οποίο εμφανίστηκε. Φταίνε οι αμφιβολίες που υπήρχαν, φταίει που δεν ένιωθαν αυτό το «μεγάλο αδιόρατο». Φταίει που δεν ήταν σίγουροι για τη σκιά πάνω από τα κεφάλια τους, γιατί ήταν ξεχαρβαλωμένη.
Αλλά ας γυρίσουμε πάλι πίσω.
Είναι αργά το βράδυ. Πολλή η νύχτα έξω. Το αυτοκίνητο τρέχει. Ίσως είναι καλοκαίρι. Τα παράθυρα μάλλον είναι ανοιχτά. Ο ένας στη θέση του οδηγού, ο άλλος στη θέση του συνοδηγού. Δεν μιλάει κανείς. Έχει προηγηθεί ένα όμορφο βράδυ, χωρίς κάτι ιδιαίτερο, αλλά από τα πολύ καλά τους. Ίσως, με ακόμα περισσότερο γέλιο από άλλες φορές. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που πρέπει να ειπωθεί. Δεν υπάρχει συμβάν. Δεν μιλάει κανείς, και το αυτοκίνητο προχωράει. Και όλες οι σκέψεις χάνονται, και το μυαλό αδειάζει. Η σιωπή είναι υπέροχη. Έτσι και η νύχτα, έξω από τα παράθυρα. Τα φώτα από τα αυτοκίνητα και τις επιγραφές μαγευτικά νανουρίζουν τα μάτια. Και αυτός ο αέρας; Δροσερός και χαλαρωτικός. Τα μάτια μισόκλειστα και τα μαλλιά να ανακατεύονται. Παίζει και χαμηλά μουσική στο ραδιόφωνο και δένει γλυκά με τη σιωπή. Μαζί ντύνουν μια σχέση που γδύνεται τόσο αγνά και ειλικρινά μπροστά στα μάτια τους. Έτσι, γεμάτοι ο ένας από τον άλλον, σαν να μη χρειάζεται να κοιτάζονται άλλο, ο ένας θα ταξιδεύει κάπου μακριά πέρα από το τιμόνι και ο άλλος γερμένος στο παράθυρο θα ξεχύνεται στον κόσμο. Και δε μιλάει κανείς. Και τι να πει; Τι έχουν να πουν; Αρκεί που στο διπλανό κάθισμα βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος και ταξιδεύουν παρέα. Τι λέγανε τόσες δεκάδες φορές σε αυτό το αυτοκίνητο, δεν έχει σημασία. Ξέρουν και οι δύο ότι θα έχουν καιρό, να τα πουν και να τα ξαναπούν. Τώρα στην υπνωτική σιωπή, ποτισμένοι ο ένας από την παρουσία του άλλου, χάνονται ο καθένας στις δικές του ασυνάρτητες σκέψεις και εικόνες. Και αν σκέφτονται κάτι ίδιο, αυτό είναι ότι ποτέ άλλοτε η σιωπή δεν ήταν τόσο οικεία. Κάθονται εκεί με γαλήνιο βλέμμα, σκόρπιο και συνάμα εκστατικό και κάπου πιο χαμηλά σα να χαράζει ένα αμυδρό χαμογελάκι. Και δε θέλει πολύ. Κάποιο βλέμμα που θα συμπέσει, κάποιο χάδι, και χείμαρρος το χαμογελάκι. Δε θυμούνται πώς είναι κάποιος να αισθάνεται αμήχανα. Όταν βολτάρουν ξημερώματα σε διπλανά καθίσματα αυτοκινήτου, ολέθρια εκτεθειμένοι ο ένας στον άλλον, στην πιο ευάλωτη μορφή τους, αυτήν τη χωρίς λόγια, και το απολαμβάνουν τόσο, ξέρουν ότι βρίσκονται εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται. Αυτό είναι ασφάλεια. Και λες και ο χρόνος μετρά αντίστροφα, τρέμουν τη στιγμή που θα φτάσουν στον προορισμό τους και θα πρέπει βίαια να ξυπνήσουν από αυτή την αμίλητη σαγήνη.
Τι άλλαξε; Σάμπως μίλησε κανείς και το «ψυχρός» τσακίστηκε; Απλώς η σκιά στυλώθηκε καλά πάνω από τα κεφάλια τους. Ασφαλείς μέσα στην ύπαρξη του «αδιόρατου μεγάλου», χορτάτοι σιγουριά, μέχρι και τα λόγια αποτίναξαν, ενστικτωδώς δοσμένοι στον υπέρτατο αυτό κώδικα της σιωπής.
Σίγουρα θα έχετε βιώσει το ένα από τα δύο, και κάποιοι λίγοι από εσάς θα βιώνετε και τα δύο, με τακτές εναλλαγές. Ε, εσείς εύχομαι να έχετε το Θεό μαζί σας. Και κανένας Θεός δεν υπάρχει, αλλά για εσάς θα έπρεπε να υπάρχει ένας. Να βοηθάει σε αυτό το ανελέητο σκαμπανέβασμα.
Κώδικες, λοιπόν. Αυτό είναι όλο. Όταν δύο άνθρωποι αγαπιούνται αναπτύσσουν έναν κώδικα μεταξύ τους. Από πράξεις, χάδια, λόγια, λίγες λέξεις, και κυρίως τη σιωπή. Δεν χρειάζεται τίποτα τόσο έντονο και τρελό, αιώνιοι όρκοι και λατρευτικές υποσχέσεις. Βέβαια, όπως είπα και πριν, γούστα είναι αυτά. Αλλά όταν η σκιά κουκουλώνει τα κεφάλια τους και η θαλπωρή ζεσταίνει μέχρι και τα αυτιά τους, ακόμα και μια μουτζούρα στο βιβλίο του άλλου, όσο εκείνος προσηλωμένα διαβάζει, και η μικρή υστερία που θα την ακολουθήσει, μπορεί να είναι μια πεντακάθαρη εκδήλωση «τρυφηλής» τρυφερότητας. Κάθε ζευγάρι έχει τους δικούς του κώδικες. Μπορεί να είναι κάποιο αστείο μεταξύ τους, κάποια λέξη, ένα άγγιγμα, μια συνήθεια που μοιράζονται, μια τρυφερή κακία, μια συμβουλή, ένας καβγάς, ένα μήνυμα χωρίς λόγο, ένα βραδινό τηλεφώνημα που θα καταλήξει στο αν υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα ή όχι.
Βρίσκω, λοιπόν, ότι υπάρχει λάθος στον τρόπο που έχει διατυπωθεί η πρόκληση. Ένα ζευγάρι δεν είναι ψυχρό μεταξύ του, από τη στιγμή που δίνεται ως δεδομένο ότι αγαπιέται. Απλώς έχει τους δικούς του κώδικες. Τόσους όσους για να νιώθει ασφάλεια. Να νιώθει τη σκιά πάνω από τα κεφάλια τους.
Κάποιος τρίτος ποτέ δε θα μπορεί να ξέρει, αλλά γι αυτούς τους δύο που τη βιώνουν, η σιγουριά και η ασφάλεια της αγάπης ποτέ δε θα μολυνθεί από την ψυχρότητα. Μόλις, όμως ο ένας νιώσει αμφιβολία για τα δικά του τα αισθήματα ή για τα αισθήματα του άλλου τότε Ψ (κεφαλαίο!) περήφανο και αδιάλλακτο έρχεται πρώτο να μπει ανάμεσά τους.
Επομένως, καταλήγω ότι υπάρχει θέμα με το πώς έχει δοθεί η πρόκληση. Είμαι πια πεπεισμένη γι αυτό. Ίσως το να μην ήμουν να έκανε τη ζωή μου λίγο πιο εύκολη βέβαια, αλλά τι να κάνουμε.
Γιατί αν εσείς πιστεύετε ότι η θεωρία μου είναι εξιδανικευμένη και τείνει να ωραιοποιήσει πολλές καταστάσεις, θα σας έλεγα ότι κάνετε λάθος. Εγώ παίρνω ως δεδομένο ότι από τη στιγμή που όντως υπάρχει αυτό το «μεγάλο αδιόρατο», που ας το ονομάσουμε αγάπη, τότε η σχέση αυτών των ανθρώπων θα ' ναι με τον δικό της μοναδικό τρόπο ζεστή. Παίρνω όμως και ως δεδομένο, ότι από τη στιγμή που οι ίδιοι άνθρωποι αισθανθούν την πρώτη ψυχρή σταγόνα, τότε αμφισβητείται όχι ο τρόπος έκφρασης της αγάπης τους, αλλά η ίδια η ύπαρξή της.
Ναι, δεν πιστεύω ότι υπάρχει ψυχρή αγάπη. Είτε ερωτική, είτε όχι. Σίγουρα θα ήταν ανακουφιστικό να υπάρχει. Θα γέμιζε κενά και ερωτηματικά, αλλά αμφιβάλλω.
Γι αυτό λοιπόν δυσκολεύτηκα τόσο με αυτή σου την πρόκληση. Γιατί προσπαθούσα να δημιουργήσω εικόνες στις οποίες ένα ζευγάρι θα εξέφραζε την αγάπη του μέσα από απειροελάχιστα καθημερινά και τετριμμένα πράγματα. Και αυτό δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο! Άλλα κάθε τέτοια εικόνα, μόνο τρυφερή ήταν. Τίποτα ψυχρό δεν είχε. Γιατί αυτό είναι η αγάπη μάλλον. Και όταν είπα ότι δεν στέκει η λέξη «αγάπη» εκεί που πραγματικά υπάρχει, είναι γιατί θεωρώ ότι αυτά τα πέντε γράμματα την περιορίζουν πολύ. Της δίνουν μία τόσο τυποποιημένη μορφή και ειδικό λεξιλόγιο και όλα του κόσμου τα κλισέ. Όταν πραγματικά υπάρχει, δεν χρειάζεται τίποτα απ' όλα αυτά. Γι αυτό και δεν μου αρέσει η λέξη και όσα σέρνει μαζί της. Και όταν νιώθω ότι τα επιζητώ, τότε ξέρω ότι είναι η ύστατη προσπάθεια να μπαλώσω την ξεφτισμένη σκιά, πουλώντας μου φούμαρα.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις την ευχαριστώ πολύ για τα παραδείγματα που χάρισε στην ανάλυσή μου.