Καιρός

Θόρυβος φτάνει στα αυτιά του. Ανακατεύεται λίγο. Είναι ανάκατος ο θόρυβος; Το στομάχι του; Τα χρώματα πίσω από τα ολόκλειστα βλέφαρά του; Μα τώρα δεν τα άνοιξε; Πότε πρόλαβαν και ξανάκλεισαν; Ένιωσε το λήθαργο να ξανάρχεται μέσα από τις ματζέντα κηλίδες, έσπαγαν και χύνονταν. Χυνόταν και χύνονταν και χάνονταν και η έγνοια να μη βουτήξει πάλι στη λήθη χανόταν και αυτή καθώς η λήθη χυνόταν και τα βλέφαρα βάρυναν και πάλι.
"In Napoli..." μακρόσυρτες φωνές, στα δεξιά. Στα δεξιά γρήγορα έτρεξαν και οι κόρες των βουβαμένων ματιών του να πιαστούν από το ερέθισμα που τις έβγαλαν από τη βύθιση. Να πιαστούν και να μην το ξαναφήσουν. Δύο φιγούρες αγκαλιασμένες, ψηλές. Γύρισαν οι κόρες στο κρησφύγετό τους πανικόβλητες από το παράξενο ερέθισμα και τώρα πιο διστακτικά ξέφυγαν από τα βλέφαρα για να καρφωθούν πάνω. Ευθεία πάνω. Παλμοί αυξημένοι μετά από έναν άσχημο ύπνο και μετά από ένα ακόμα πιο άσχημο ξύπνημα. Τρανταζόταν η καρδιά του σε κάθε σημείο του. Οι κόρες πιστές στο σκοπό τους να συνειδητοποιήσουν και να ερμηνεύσουν, κάρφωναν με στρατιωτική ακρίβεια την επιφάνεια που συναντούσαν. Σε λίγα δευτερόλεπτα που άρχισε να καταλαγιάζει η ναυτία, η επιφάνεια αυτή έγινε ταβάνι και ο θόρυβος, αν και ακόμη σε δεύτερη μοίρα, έγινε μουσική και φωνές.
Πλάκες ξύλινες βαμμένες σε γκρι και λευκές αποχρώσεις ανακατεύονταν με διάφορα μοτίβα. Τα νερά του ξύλου μοιάζανε λίγο ξέψυχα έτσι βουτηγμένα σε ψυχρές μπογιές, αλλά υπό τη χρυσαφένια αχτίδα που έπεφτε από το σβηστό δαντελένιο στην πολυτέλεια κηροπήγιο οροφής, που ξεμύτιζε στην, ξεχειλωμένη για τις ανάγκες της στιγμής, περιφερειακή του όραση, ντυνόταν με λίγη απρόσιτη ομορφιά και χρήματα. Θα σηκωνόταν. Δε θυμόταν πολλά αλλά αυτός ο λευκός καναπές με τα μαξιλάρια με τα χρυσά σιρίτια που φιλοξενούσε το σε νάρκη κορμί του, μάντης πόσο κακών θα μπορούσε να ήταν; 'Έδωσε μια και τη ναυτία τη διαδέχθηκε η σκοτοδίνη όπως ήταν αναμενόμενο - πόσες ώρες κοιμόταν;- και όταν ανακάθισε τελικά στον καναπέ ξύπνιος αρκετά, τη σκοτοδίνη τη διαδέχθηκε η παράνοια όπως δεν ήταν αναμενόμενο.
Ένα μεγαλοπρεπές σαλόνι απλωνόταν μπροστά στις γοητευμένες τώρα κόρες του οι οποίες προσπαθούσαν να τρέξουν σε κάθε γωνιά και να αφουγκραστούν τα χρώματα, στο άχρωμο σκηνικό με τις λευκές αποχρώσεις, το ξεβαμμένο ξύλο, τις ακριβές υφές και την οσμή πολυτέλειας. Θα ήθελε να αποτυπώσει στον εγκέφαλό του το όμορφο δωμάτιο που φιλοξενούσε το κουφάρι του, αλλά ένιωθε πως δεν ήταν της παρούσης. Αρχικά συγκράτησε ότι είναι μέρα, κάτι σαν 12 το πρωί έμοιαζε ο λαμπερός ήλιος από τα παράθυρα. Σε δεύτερο επίπεδο έκρινε πως έπρεπε να ασχοληθεί με τους τρεις αγνώστους που κοσμούσαν το χώρο παρέα με ένα εντυπωσιακό τζάκι και μια ολοστρόγγυλη βαριά τραπεζαρία. Ο κατά τ'άλλα μεθυστικός Dean Martin που συνειδητοποίησε ότι ακουγόταν από κάποιο πικάπ αντίκα που δεν είχε εντοπίσει ακόμα, τώρα έδινε στίχους στην παράνοια που βασάνιζε τα μηνίγγια του με το
ting-a-ling-a-ling
ting-a-ling-a-ling
του. Ήθελε πολύ να τραγουδήσει κι εκείνος "Vita Beeella" συνοδεύοντας το χαρούμενο ζεύγος που σουλάτσαρε αγκαλιασμένο σε μια γκρίζα φλοκάτη, χαμένο σε ένα αρρωστημένο βαλς αλλά σίγουρα και αυτό δεν ήταν της παρούσης.
«Γνωριζόμαστε;» Ήταν αρκετό, για να γυρίσουν και τα τρία κεφάλια. Δεν υπήρχε άλλο. Ήλπιζε. Τρεις άγνωστοι, ερωτικές μπαλάντες, μυρωδιά καπνιστού σολομού και το κινητό του που έλειπε από την τσέπη του ήταν σίγουρα ένα ικανοποιητικό προοίμιο.
Τρία πρόσωπα και τρεις ταυτόχρονες απαντήσεις.
«Όχι».
«Επιτέλους ξύπνησες».
«Καιρός ήταν ρε φίλε μου».
Το ξερό «όχι» ήρθε από την άλλη άκρη του δωματίου και έφτασε σαν βάλσαμο στα αυτιά του επιβεβαιώνοντας τουλάχιστον ότι δεν είχα χάσει τις γνωστικές του λειτουργίες αδυνατώντας να αναγνωρίσει τους συνδαιτημόνες του. Ένας άντρας γύρω στα 45, κρίνοντας από τη φευγαλέα ματιά που ανέχθηκε να του ρίξει πριν επιστρέψει στο βιβλίο του, καθόταν στη στρογγυλή τραπεζαρία, σταυροπόδι. Τα γόνατά του στα ισχνά του πόδια, τα μαλλιά του μαύρα, λεία προς τα πίσω, οι κοκκαλιάρικοι ώμοι του κάτω από το σκούρο γκρι πουλόβερ του και το δερματόδετο βιβλίο στα μακριά δάχτυλά του τον έκαναν μια τεθλασμένη γραμμή σε μια ολόκυρτη καμπύλη. Στη μυτερή του κομψότητα που γέρικα αφαιρούσε νεότητα, το μόνο στοιχείο που μαρτυρούσε ατέλεια ήταν ο τσαλακωμένος, λευκός γιακάς που ξεμύτιζε με θιγμένη περηφάνεια από την τέλεια γκρίζα πλέξη. Έστρεψε για μια ακόμη φορά το βλέμμα του πάνω του σα να του έκανε χάρη. Τον περιεργάστηκε λίγο, μετά βούτηξε τη μύτη του και το περισσό ενδιαφέρον του στη λευκή κούπα που έμοιαζε να περιείχε καφέ ή κάποιο άλλο ρόφημα πολύ σημαντικό για τη ζωή του, να την πάρει να τη στάξει, να την εξατμίσει, να την κατεβάσει μακριά. Όταν ο παρολίγον όμορφος άντρας με το γιακά στερήθηκε την αδιαφορία του για να τον εξετάσει φευγαλέα, ήταν και η πρώτη στιγμή που αναρωτήθηκε για την εμφάνισή του. Δειλά έγνεψε προς τα κάτω για να αντικρίσει με ανακούφιση το καλό χακί πουκάμισό του και το μαύρο παντελόνι του. Το παλτό του κρεμόταν σε ένα πολύ περίεργο καλόγηρο, μάλλον αμφιβόλου υψηλής αισθητικής.
Τα «Επιτέλους ξύπνησες» και «Καιρός ήταν ρε φίλε» ήρθαν από το ζεύγος, την κοπέλα και το αγόρι αντίστοιχα όταν γύρισαν μεμιάς να τον κοιτάξουν χωρίς να χάνουν βήμα από τις επίμονες τριάδες του βαλς τους ή να χαλάνε το περίτεχνο κράτημα των χεριών τους, και δεν απαντούσαν καθόλου στην ερώτησή του. Προσπαθούσε να καταλάβει αυτή τη συστοιχία ανθρώπων αλλά ήταν πάντα δύο. Στροβιλίζονταν υπό τον ερωτικό κύριο Martin που εκθείαζε τον έρωτα στη Νάπολη, ήταν ψηλοί, πολύ ψηλοί, πολύ ξανθοί, πολύ ίδιοι. Ήταν πάντα δύο. 'Είχαν κάτι άχαρο πάνω στη χάρη τους να πατούν κάθε νότα της μελωδίας. Είχε κάτι αφύσικο η επιμονή τους και τα παπούτσια τους πάνω στην αφράτη φλοκάτη. Είχε κάτι αφύσικο και τα ενωμένα κορμιά τους χωρίς ίχνος ερωτισμού. Η προσήλωσή τους στο «Heartswillplay», με μια αμήχανη σοβαρότητα για να μη χάσουν το αμέσως επόμενο
tippy-tippy-tay
tippy-tippy-tay
που «έπρεπε» να χτυπήσουν κουνώντας παιχνιδιάρικα το κεφάλι τους είχε κάτι παράταιρο μπροστά σε έναν άγνωστο που πασχίζει να αγγίξει το γνωστό.
Με την τελική κορώνα αμέσως άφησαν τα χέρια αλλά σα να μη χώρισαν. Με ίδιο μειδίαμα, βάρος στο δεξί γοφό και ελαφρά γυρτό το κεφάλι προς τα αριστερά στράφηκαν προς το μέρος του. «Είμαστε δίδυμοι». Δήλωσε εκείνος και είναι μια δήλωση που μάλλον προηγείται όλων των άλλων δηλώσεων. «Και δεν μπορούμε να αντισταθούμε σε λίγη καλή μουσική». Θεώρησε αναγκαίο να προσθέσει.
«Ναι, θεωρούσαμε ότι δεν θα ξυπνήσεις ποτέ. Ίσως σε πείραξε περισσότερο εσένα. Είχες πιει πολύ χθες;» Τράβηξε το στενό φόρεμα με τα μπεζ ανθάκια που είχε ανασηκωθεί. Είχε πολύ ξανθά, πολύ μακριά μαλλιά. Πάσχιζε να την προσέξει, μα δεν μπορούσε. Σα δικέφαλο τέρας έβγαζαν περισσότερο νόημα.
«Υποτίθεται μας έχουν απαγάγει ή κάτι τέτοιο αλλά το πιο πιθανό να μας σκαρώνουν καμιά φάρσα. Έλα μαζί μου φίλε μου να δεις τι λέει εδώ και θα καταλάβεις για τι μιλάω».
Τελικά ο λευκός καναπές με το χρυσό σιρίτι αποδείχθηκε μάντης αρκετών κακών, παρά τις prima vista αποτιμήσεις. Σάστισε αλλά προτιμούσε να σαστίσει χωρίς κοινό οπότε αποφάσισε να μεταφέρει την παραλυτική ενέργεια σε ένα γούρλωμα των ματιών και να δείξει απλώς θορυβημένος.
«Σίγουρα μας έριξαν κάτι στο ποτό χθες το βράδυ. Όλοι ένα μάτσο χάλια ξυπνήσαμε. Έχει όμως καφέ και τσάι και καναπεδάκια με ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Θα συνέλθεις σε πέντε λεπτά μόλις γεμίσει το στομάχι σου». Τα χέρια του έδιναν ρεσιτάλ, και έτσι όπως ήταν μέσα στο φαρδύ, τσαλακωμένο, μπεζ κουστούμι του, με την ξανθιά φράντζα του, έμοιαζε με ξεπεσμένο ταχυδακτυλουργό περασμένης δεκαετίας. Το «παρολίγον ζεύγος» πρέπει να ήταν δυο τρία χρόνια μικρότερό του, κάπου στα 34.
Με τη σκοτοδίνη να παραμονεύει σηκώθηκε αργά και ακολούθησε τον «φίλε μου» και την πληθωρική του φασαρία μπροστά από ένα χρυσοποίκιλτο κάδρο. Η βαριά εντυπωσιακή κορνίζα πλαισίωνε ένα πρόχειρα τυπωμένο κείμενο. Το διάβασε βιαστικά και μετά άλλη μία καλύτερα. Στις 12.00 το μεσημέρι θα άνοιγε η πύλη της έπαυλης για να φύγουν. Η κεντρική λεωφόρος ήταν περίπου 400 μέτρα αν έστριβες αριστερά. Από εκεί μπορούσαν να πάρουν ταξί ή λεωφορείο. Χρήματα θα έβρισκαν στις τσέπες τους ενώ το κινητό τους και το πορτοφόλι με την ταυτότητα θα τους περίμενε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους την επόμενη μέρα. Ακολουθούσαν τρεις υποσημειώσεις. Η πρώτη τους διαβεβαίωνε να μη διστάσουν να πάρουν ό,τι χρειαστούν και άφθονο καφέ από την κουζίνα αν δεν τους φτάσουν τα κεράσματα του μπουφέ. Η δεύτερη είχε μάλλον περισσότερο ενδιαφέρον. Τους ζητούσε κατά την έξοδό τους από την έπαυλη, στο κουτί του ταχυδρόμου, να ρίξουν από ένα χαρτί με το όνομά τους στο οποίο θα γράφει ο καθένας τι κοινό πιστεύει ότι έχουν οι 4 τους. Όποιος έβρισκε σωστή απάντηση θα κέρδιζε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο θα τον παραλάμβανε μέσα στο πορτοφόλι του. Χαρτιά θα έβρισκαν στο ράφι δίπλα στο τζάκι. Η τρίτη τους ενημέρωνε πως δεν παρακολουθούνται ούτε βιντεοσκοπούνται αλλά ότι θα το εκτιμούσαν αν έδειχναν τον δέοντα σεβασμό στο οίκημα.
«Πάμε;» του έκανε ο δίδυμος δίνοντάς του μια ελαφριά ώθηση στον ώμο με τη μεγάλη παλάμη του. «Άντε γιατί δεν έχουμε χρόνο, τόσο που κοιμήθηκες φίλε μου» θέλησε να συμπληρώσει.
Οι δείκτες πάνω από το τζάκι έδειχναν είκοσι λεπτά πριν τις 12. «Όταν μπαίνει ο χρόνος στο παιχνίδι , όλα τελειώνουν» σκεφτόταν καθώς τραβούσε μια καρέκλα για να πάρει τη θέση του στην στρογγυλή τραπεζαρία. Κάπου από πίσω άκουγε ακόμα τον «παρολίγον ταχυδακτυλουργό» να μουρμουρίζει απευθυνόμενος μάλλον σε εκείνον ότι « πάντως εμάς με την αδερφούλα δε θα μας χαλούσε ένα διημεράκι σε τέτοια σπιταρόνα». Το μυαλό του βάλθηκε να του κάνει περίεργα τερτίπια αλλά γρήγορα σκέφτηκε ότι ήταν δύο άχαρα δίδυμα.
Η «παρολίγον ντάμα» μοίρασε χαρτιά και μολύβια και όλοι πήραν τις θέσεις τους στο στρογγυλό τραπέζι. Είχαν ένα τέταρτο για να γνωριστούν και να φύγουν. Κοιτάχτηκαν. Δεν ήξεραν καν τι σχισμή σχηματίζουν τα χείλια τους όταν χαμογελούσαν, δηλαδή δεν ήξεραν τίποτα. Πώς γνωρίζεις έναν άνθρωπο σε δεκαπέντε λεπτά. Πόσο μάλλον τρεις. Ένα πάρε δώσε ερωτήσεων και απαντήσεων. Επάγγελμα τόπος διαμονής, οικογενειακή κατάσταση, ημερομηνία γενεθλίων. Τώρα ήξεραν κάποια στοιχεία και μπροστά σε όλα αυτά που δεν ήξεραν ένιωθαν ακόμα πιο ξένοι. Έμεναν δέκα λεπτά. Μια ζωή δεν αναλύεται υπό λεπτοδείκτες ούτε καταχωρείται σε απαντήσεις. Σκέφτηκαν τι κάνουν οι άνθρωποι όταν πρωτογνωρίζονται. «Οι απαχθέντες δεν ξέρω», ξεκίνησε με μια αιχμηρή ειρωνεία ο άντρας με το βιβλίο, «αλλά οι υπόλοιποι συνήθως μιλούν για τον καιρό ή για τη μουσική που παίζει το κατάστημα.» Μιλούν. Δεν απαντούν. Με ρέγουλα ξεδιπλώνονται ζωές καθώς μιλούν.
«Ωραία, ωραία να μιλήσουμε για τον καιρό. Τη μουσική ήδη τη χορέψαμε. Τι άλλο να πούμε γι' αυτή;» , έριξε ένα ακατάληπτο βλέμμα στον αδερφό της. «Θα ξεκινήσω εγώ και ύστερα θα ακολουθήσετε οι υπόλοιποι με τη φορά του ρολογιού. Θα σημειώσει ο καθένας στο χαρτί του και θα φύγουμε». Έκανε μια προσπάθεια να οργανώσει αυτό το τραγελαφικό συνοικέσιο.
Όλοι ένευσαν. Το ότι θα ξεκινούσε πρώτη και ότι θα ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, όχι τυχαία αλλά με φορά του ρολογιού, όπως είπε εκείνη ενώ κατέβαζε για εκατοστή φορά το φόρεμά της, που ήταν μια χαρά στη θέση του, άρχισαν να δίνουν στην «παρόλιγον ντάμα» την ομορφιά της οικειότητας. Παρατήρησε ότι δάγκωνε το κάτω χείλος της συχνά όταν δεν μιλούσε. Της πήγαινε, το έβρισκε χαριτωμένο.
Την άκουσε.
«Έχει ήλιο. Σκίζει τον ουρανό όπως τα παράθυρα. Δεν έχει σημασία αν έχει ζέστη. 'Έχει σημασία ότι είναι απόλυτος κι έτσι όπως τα αγγίζει όλα, ή μάλλον όσα αγγίζει, τα κάνει απόλυτα. Υπαρκτά και συγκεκριμένα. Είναι απότομος. Αλλά είναι όμορφα απότομος. 'Όψεις, ακμές, κορυφές. Αντιθέσεις και σκιές. Σκιές εκεί που δεν αγγίζει αλλά θα αγγίξει μετά. Είναι το μόνο που φτάνει από τον ουρανό. Από τον απέραντο ουρανό. Αλλά όχι , είναι και η βροχή. Μαζί φτάνουν και μεγαλώνουν τον άνθρωπο. Τον μεγαλώνουν για να θαυμάσει τον ουρανό και μετά να καταλάβει να θαυμάσει τον άνθρωπο. Μα πόσο αξιοθαύμαστος είναι ε; Ο άνθρωπος. Που διαβάζει και γίνεται άλλοι εκατό άνθρωποι, που χορεύει κιόλας και βήματα κάνει δεξιά και αριστερά και γυρίζει μετά και γίνεται άνθρωπος. Και μένει άνθρωπος. Γιατί δε θέλει να γίνει Θεός. Του αρέσει η φθορά. Ίσως και να τον ανακουφίζει από την έγνοια της απεραντοσύνης».
Τα μάτια της γύρισαν από την απεραντοσύνη και το κάτω χείλος της ανάμεσα στα δόντια της. Γύρισε και τον κοίταξε. Η φορά του ρολογιού ξεκινούσε.
Πήρε το λόγο.
«Έχει ήλιο, ναι. Αλλά έχει ήλιο τώρα που είναι περίπου 12. Και τι σημασία έχει να το συζητάμε; Λες και αύριο δε θα χιονίσει και θα θαυμάσουμε το λευκό. «Έχει φως», ίσως να 'ναι καλύτερα να λέμε. Και το φτιάξαμε για να μην έχουμε πάντα τον ήλιο. Για να φτιάχνουμε και τις σκιές μας μόνοι μας όταν χρειάζεται. Είναι περίεργο όμως. Πώς και οι σκιές συνέχεια αλλάζουν. Πώς όλα είναι ένα σημείο αναφοράς. Πώς όλη μας η ζωή είναι ένα σημείο αναφοράς. Και ποιος το καθορίζει, αν όχι εμείς για εμάς, και όλα τα άλλα σημεία πάλι το δικό μας. Και μετά, να σου έρχεται κι ο χρόνος πιο αυτοαναφορικός από τον οποιοδήποτε και θα σου δείξει εκείνος τις σκιές σου. Και θα σου δείξει και των άλλων. Και θα καθορίσει χρώματα, σχέσεις, πρόσωπα, σχήματά και θα φύγει πάλι. Ο ήλιος θα ξαναβγεί αλλά ο χρόνος θα έχει περάσει και θα περνάει και θα έχει φέρει ένα άλλο σημείο αναφοράς, ποτέ ίδιο, ποτέ ξανά δικό σου. Αλλά έτσι αναμειγνύονται οι άνθρωποι. Ο χρόνος τους ανακατεύει. Οι στιγμές του ενός στάζουν στις ζωές όλων των άλλων. Και ποιος σου είπε δεσποινίς ότι δεν είναι αυτή η απεραντοσύνη που αναζητούμε;»
Ο δείκτης του ρολογιού έδειχνε τον δίδυμο αδερφό της ντάμας. Τα χέρια του ξεκίνησαν να χορεύουν αργά πάνω στο τραπέζι.
«Έχει ήλιο, κάνει ζέστη. Ή τουλάχιστον περισσότερη από τις άλλες μέρες. Μου αρέσει η ζέστη. Με κάνει να αισθάνομαι άνετα. Και η άνεση είναι σημαντική για να ζεις σε ένα τόσο ευαίσθητο περιτύλιγμα. Θα έβγαζα τα ρούχα μου. Αν λείπατε όλοι, εννοείται. Και η αδερφούλα μου πρωτίστως. Θα ένιωθα το σώμα μου επιτέλους να αναπαύεται χωρίς ρούχα για να ευφραίνουν τα μάτια σας, χωρίς κρίσεις για να θολώνουν τα δικά μου. Θα ένιωθα τους τοίχους, έτσι λίγο πιο ψυχρούς, το αίμα μου να τρέχει έτσι κάτω από το δέρμα. Μπορεί και να έπινα. Αλλά σιχαίνομαι που πίνουμε. Πίνω, αλλά το σιχαίνομαι. Αρέσει στο σώμα μου να πίνει, στο μυαλό μου όχι και πολύ. Μπα, μάλλον το αντίθετο, ε; Αλλά κι εσάς σας αρέσει. Μη γελάτε. Αλλιώς δε θα ήμασταν όλοι εδώ σήμερα. Αλλά τώρα να μιλήσω για τον καιρό, μη ξεφεύγω από τους κανόνες, που ξεφύγατε κι εσείς; Και τι να πω ρε φίλε μου; Τα είπε η αδερφούλα. Θαυμάζω τον άνθρωπο. Τι το θέλω να θαυμάζω τον ήλιο, το σκοτάδι, το χρόνο το θεό; Το μυαλό θαυμάζω που σκαρφίζεται δεν ξέρω κι εγώ τι, και κάθομαι ανάμεσα σε θεϊκά μυαλά μόλις είδα. Μήπως τελικά τον γνώρισα το Θεό σήμερα; Απολαμβάνω να σας ακούω. Αν υπάρχει άλλος Θεός ας έρθει να μου μιλήσει πιο όμορφα από εσάς. Αλλιώς θα πω ότι τον γνώρισα σήμερα και θα πρότεινα να ξαναμαζευτούμε να τα πούμε. Γιατί, φίλε μου, κάπως καλά περνάμε» .
Και γυρνώντας στον «παρολίγον όμορφο» άντρα:
«Και ξέρω κύριέ μου, ότι είσαι κι εσύ ένα από αυτά τα μυαλά. Γιατί τα μυαλά αυτά δε χρειάζεται ούτε πολλά να λένε, ούτε πολλά να κάνουν, μπορούν πολύ καλά να ακούνε. Και σ' έχω δει εγώ που έχεις αφήσει το βιβλίο και τον καφέ και τώρα ρουφάς κάθε στοχασμό της στρογγυλής μας τραπέζης».
Και επιτέλους είπε και κάτι πέρα από «όχι». Χαμογελώντας μάλιστα.
«Ναι, δεν βρέχει σήμερα, ούτε έχει σύννεφα. Αλλά μήπως είναι παρεξηγημένο το σκοτάδι; Κουράζει κάποιες φορές η ανακριτική διάθεση του φωτός. Θα ήθελα να έρθει η νύχτα. Έχει κάτι το σκοτάδι; Σίγουρα. Δεν έχει φως. Το φοβόμαστε όταν είμαστε άδειοι. Τότε την ξορκίζουμε τη νύχτα σαν το σατανά, μη και μας πλησιάσει. Και όμως αυτή πάντα έρχεται. Αλλά γεμάτοι πάλι! Πόσο την επιζητούμε! Κι εκείνη πάντα φεύγει. Καλύτερα. Πόσο βαριόμαστε κάτι που μένει για πάντα. Φαντάζεστε αυτές τις γλυκιές ακτίνες να έπεφταν μόνιμα πάνω σε αυτό το τραπέζι. Πάει θα ξέφτιζε! Θα ξεφτίζαμε κι εμείς. Ωραίες είναι οι αλλαγές. Υπό την ασφάλεια του παρόντος, θα μου πείτε! Και βέβαια έχετε δίκιο. Σας εκθειάζω το μουντό ουρανό ενώ με λούζει το γλυκό φως. Μα κι όμως, φίλοι μου, όπως λέει και ο υπέροχος εδώ νεαρός, το σκοτάδι μαγνητίζει. Τότε που δεν είναι όλα πεντακάθαρα και σαφή. Τότε που κόσμος αγγίζει λίγο περισσότερο τη χαοτική του φύση. Μόνο τα βλέμματα χαράσσονται αλησμόνητα στο σκοτάδι. Είναι που δε ντρέπονται. Ίσως και τα συναισθήματα, λίγο παραγεμισμένα και παραφλογισμένα από τη λυτρωτική απουσία φωτός. Η χαλαρή διανοουμενίστικη insomnia βέβαια εύκολα τσαλαβουτά στην αγωνία της υπαρξιακής κρίσης. Δε θέλει πολλά. Μια αφορμή, λίγη μοναξιά, λίγη ησυχία και σβηστό ήλιο. Μη γελιόμαστε!
«Εγώ πάντως πολύ το γούσταρα να μέναμε κι άλλο.» έκανε ο ταχυδακτυλουργός και ήταν ο επίλογος. Έπιασαν τα μολύβια και σημείωσε ο καθένας στο χαρτί του.
Εκείνη έγραψε «Κανείς μας δεν πιστεύει στο Θεό αλλά έχει βρει ένα δικό του»
Εκείνος έγραψε «Έχουμε συνειδητοποιήσει την εφημερία της ύπαρξης μα τη θαυμάζουμε».
Ο αδερφός της έγραψε «Αγαπάμε τις όμορφες κουβέντες και το παίζουμε και λίγο στοχαστές άμα θέλετε».
Και ο άντρας έγραψε « Μιλήσαμε για τον «καιρό» όπως δεν έχουμε μιλήσει με κανέναν άλλον ποτέ στη ζωή μας, φοράμε όλοι μαύρες κάλτσες και καταφέρατε να μας εξαγοράσετε. Κανείς δεν άφησε τον άλλον να δει την απάντησή του».
Ήταν μόλις δύο λεπτά πριν τις δώδεκα. Σαν καλοκουρδισμένη παράσταση σηκώθηκαν μεμιάς και χώθηκαν στα πανωφόρια τους. Όταν άνοιξε η πύλη έριξαν τα χαρτιά και έφυγαν. Δεν σταμάτησαν να μιλάνε στη διαδρομή τους για τη λεωφόρο. Μέχρι που σε μια στιγμή η τεθλασμένη γραμμή που - με κάποιες ατέλειες- είχε γίνει σχεδόν ευθεία, έμεινε πιο πίσω και είπε εμφατικά:
«Φίλοι μου, δεν ξέρω αν υπάρχει σωστή απάντηση αλλά ξέρω ότι οι δικές μας ήταν λάθος. Η αναφορά σε ένα έπαθλο και η επιθυμία μας για νίκη ούτε που μας άφησε να διανοηθούμε να συνεργαστούμε και να δώσουμε μια κοινή απάντηση, το οποίο θα ήταν και το πιο σωστό. Θλιβερό αυτό. Αλλά το πιο θλιβερό είναι ότι εγώ αυτό το σκέφτηκα πριν ρίξουμε τα χαρτάκια, κι όμως σας το είπα μετά. Να, ας πούμε αυτή η νύχτα για μένα μάλλον κλίνει περισσότερο προς υπαρξιακή κρίση».
Γέλασε.
