Καραντίνα
Η Βρύση

Σάββατο 25 Απριλίου ξημέρωσε για τον Kenneth Carter, καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα και ανερχόμενο σπουδαίο κατά συρροή δολοφόνο. Τουλάχιστον σύμφωνα με τις φιλοδοξίες του.
Ξύπνησε με δυσφορία. Οι πατούσες του ζεματούσαν. Τον είχε πάρει ο ύπνος με τις κάλτσες. Τις τράβηξε και τις πέταξε στο πάτωμα. Κοίταξε το τεράστιο ρολόι που είχε στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί τότε του είχε φανεί καλή ιδέα να κρεμάσει δύο αντιαισθητικούς δείκτες να μετράνε τη ζωή του. Πόσο μάλλον απέναντι από το κρεβάτι του. Οι δείκτες τώρα χλευαστικά έδειχναν 08.07. Δύο κούπες καφέ, ίσως μπορούσαν να κάνουν το πρωινό να συρθεί και να φύγει.
Είχε σταματήσει να βάζει ξυπνητήρι από την τρίτη μέρα των μέτρων. Θα προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί την καραντίνα για να απαλλαγεί από τις νευρώσεις του. Βλέπετε, όπως κάθε δολοφόνος που θέλει να είναι αποτελεσματικός και ακριβής έτσι και ο Kenneth λάτρευε τον προγραμματισμό, την οργάνωση και την τάξη. Και όπως κάθε δολοφόνος που σέβεται τον εαυτό του, είχε ένα κάρο νευρώσεις και εμμονές τις οποίες προσπαθούσε να καταπολεμήσει καθώς θεωρούσε πως σκιαγραφούσαν ένα υπερβολικά γραφικό και τετριμμένο προφίλ που δεν θα κολάκευε την υστεροφημία του. Το πρώτο βήμα που είχε κάνει κόντρα στο κατεστημένο ήταν να επιλέξει να προπονείται στο συνοικιακό γυμναστήριο αντί να τρέχει σε πάρκα και μονοπάτια.
Τελικά οι δείκτες που τώρα ακόμα πιο χλευαστικά έδειχναν 8.08 του επιβεβαίωσαν ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολο να απαλλαγεί από αυτές. Έφυγε από το δωμάτιο για να βουτήξει την ψυχή του σε μαύρο καφέ. Βασικά πριν φύγει δίπλωσε τις κάλτσες.
Φτάνοντας στην κουζίνα θυμήθηκε ότι η μέρα θα ήταν σίγουρα χειρότερη. Η αναθεματισμένη η βρύση έσταζε από το προηγούμενο πρωί. Ακουγόταν τόσο ανεπαίσθητα που το μυαλό του έκανε προσπάθεια για να εστιάσει και να προλάβει τη σταγόνα πριν το αιφνιδιάσει εκείνη με τον λεπτό, απαράλλαχτο ήχο της. Ήθελε να κόψει τα αυτιά του, ή το λαιμό της βρύσης. Με βαριά καρδιά ανέτρεξε στις επαφές του και τηλεφώνησε σε έναν υδραυλικό. Θα ερχόταν «όσο το δυνατό το συντομότερο».
Έβαλε να βράσει νερό ενώ καταριόταν τον εαυτό του που παρά την επιτυχή ακαδημαϊκή του καριέρα δεν μπορούσε να φτιάξει μία βρύση και εξαρτιόταν από τον κάθε μαλάκα. Ακούμπησε τη μέση του στον πάγκο της κουζίνας και άνοιξε το κινητό του. Τέσσερα mails από φοιτητές για εργασίες, μία προσφορά για πίτσα και ένα μήνυμα από τη Sanah. Θα απαντούσε σε όλα αργότερα. Στη Sanah μπορεί και να μην απαντούσε.
Ναι, η Sanah ήταν το αμόρε του τα τελευταία οχτώ χρόνια. Ή μάλλον η κοπέλα που βασάνιζε τα τελευταία οχτώ χρόνια μη μπορώντας να συμβαδίσει με την επιθυμία της για «κοινή ζωή» και «φυσιολογική σχέση». Τον στοίχειωνε στον ύπνο του αυτή η γκρίνια. Τι; Νομίζατε ότι δεν τα έχουν αυτά οι δολοφόνοι ή ότι δεν έχουνε ερωτική ζωή; Αν έχουν λέει... Τους αρέσει μάλιστα να το παίζουν και λίγο μυστήριοι και φαντασιώνονται τη στιγμή που οι αγαπημένοι τους θα μάθαιναν την αλήθεια. Ένα άλλο μεγάλο φετίχ που το είχε και ο Kenneth είναι το να ρισκάρουν να τους ανακαλύψουν. Τηλέφωνα με γλυκόλογα στο έτερον ήμισυ κατά τη διάρκεια του φόνου, ρομαντικές βόλτες στον όμορφο Κολοράντο, τον οποίο απολάμβαναν για τα καλά τα θύματά του κλπ. Αν συγκατοικούσαν; Ούτε κατά διάνοια. Αρρώσταινε στη σκέψη. Αν σκεφτόταν ποτέ να τη σκοτώσει; Ναι. Ειδικά με την εμπιστοσύνη που του είχε; Φυσικά. Αλλά δε θα το έκανε.
Με τη Sanah λοιπόν είχαν που μιλούσαν λίγο τις τελευταίες εβδομάδες - εκείνη κυρίως δηλαδή- αλλά της είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αρχίσουν πάλι. Δε φοβόταν τον εαυτό του αλλά ήξερε ότι ήταν καλύτερα να περνά χρόνο μόνος του και να την αγαπά με καθαρό μυαλό. Και τον τελευταίο μήνα το μυαλό του μόνο καθαρό δεν ήταν.
Αυτή η κωλοπανδημία θα έλιωνε τις αντοχές του. Ήδη ήταν έξι μέρες πίσω στο προγραμματισμένο σχέδιο. Μάλλον οι κυβερνήσεις πριν σπείρουν παντού lockdowns δεν σκέφτηκαν ότι οι δολοφόνοι όλου του κόσμου θα σαλέψουν εντελώς! Γέλασε, είχε χιούμορ, το αναγνώριζε αυτό στον εαυτό του. Τόσους μήνες δουλειάς, τόση λεπτομέρεια, όλα στράφι.. Μάλιστα είχε επιλέξει άντρα αυτή τη φορά ως επικείμενο θύμα και αυτό έκανε την πρόκληση ακόμα μεγαλύτερη άρα και την προσμονή. Του είχε λείψει τόσο αυτό το αίσθημα υπεροχής να ξεκινά από τα μηνίγγια του και να τον πλημμυρίζει μέχρι το μεδούλι που φοβόταν ότι αν καθυστερούσε κι άλλο θα γινόταν επικίνδυνος. Κάποιος, όπως η Sanah εννοείται που είχε να πει ένα σχόλιο για τα πάντα, θα του έλεγε ότι ήταν ήδη επικίνδυνος. Δεν μπορούσε να το αρνηθεί αυτό εντελώς, χάιδευε μάλιστα και λίγο γλυκά την εγωπάθειά του και του άρεσε. Παρόλα αυτά θα ήθελε να εξηγήσει ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να είναι ήρεμος και για να είναι σωστός απέναντι στην οικογένειά του και σε εκείνη. Α ναι, στους γονείς είχε τρελή αδυναμία. Και στον ανιψιό, τον Martin, επίσης. Με την αδερφή του που ήταν και μικρότερη μάλωνε συνεχώς. Κυρίως επειδή θεωρούσε πώς δεν προσπαθούσε αρκετά στη ζωή της. Αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.
Θυμήθηκε τη φωτογραφία που του έστειλε η μάνα του την προηγούμενη μέρα με τον πατέρα του να προσπαθεί να φτιάξει μηλόπιτα. Χαμογέλασε και γέμισε το φλιτζάνι του με νερό. Θα τους έπαιρνε τηλέφωνο μετά. Επιτέλους αχνιστός καφές. Έβαλε τον Muddy Waters να γεμίσει την κουζίνα με τα τρελά Chicago Blues του, αλλά η γαμημένη η σταγόνα δεν ντράπηκε να ακουστεί ούτε υπό το δέος αυτής της μουσικής. Συνήθως με τον καφέ του το πρωί χάζευε έξω από το παράθυρο της κουζίνας τον κόσμο που περνούσε. Τώρα που δεν κυκλοφορούσε κανείς κοιτούσε τις πινακίδες των παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Είχε καταφέρει να απομνημονεύσει μόλις τέσσερις, όταν χτύπησε το κουδούνι του.
Ο υδραυλικός; Κιόλας; Μπα, πιο πιθανό να ήταν η αδερφή του. Βασικά, ήλπιζε να ήταν η αδερφή του και να του έφερε φαγητό γιατί στο ψυγείο είχε μόνο λίγα εκατομμύρια κουτάκια κόκα κόλα και τρία τελευταία έτοιμα γεύματα. Σούπερ μάρκετ θα πήγαινε μόνο στα πρόθυρα της λιμοκτονίας. Καλού κακού σταμάτησε μια στιγμή μπροστά από τον καθρέφτη. Ένα θέμα αυταρέσκειας το είχε. Αλλά εντάξει, καλός ήταν, για να είμαστε ειλικρινείς. Τα τουλάχιστον τριών ημερών αξύριστα γένια του έντυναν καλά το πρόσωπό του κάτω από τα τετράγωνα γυαλιά του. Τον μεγάλωναν λίγο αλλά αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό. Ήταν 44 αλλά όσο τον έκαναν κάτω από 50 δεν τον ένοιαζε. Θεωρούσε ότι ήταν μία γοητευτική δεκαετία που ταίριαζε σε καθηγητή ιστορίας, αναδείκνυε τις γωνίες του, τα σκούρα μαύρα μάτια του και τα όχι και τόσο μαύρα πλέον μαλλιά του τα οποία ήθελαν επειγόντως κούρεμα. Αν ήταν η αδερφή του, ίσως τον κούρευε επιτέλους. Αλλά δεν ήταν.
Έξω από την πόρτα περίμενε με ένα γεμάτο τάπερ και ένα ακόμα πιο γεμάτο χαμόγελο ο Μάρτιν, ο εφτάχρονος ανιψιός του.
Όχι, μη φοβάστε. Η απάντηση είναι η ίδια με πριν. Φυσικά και το έχει σκεφτεί. Πολλάκις. Μάλιστα το σκεφτόταν πολύ συχνά για να τεστάρει τον εαυτό του. Αλλά όχι, όσο εύκολη λύση και να ήταν ούτε τρίχα του δε θα άγγιζε. Προτιμούσε να γίνει χαλί να τον πατήσει. Απλά όχι σε περίοδο κορωνοϊού που ήταν πεπεισμένος ότι ήταν μια κινούμενη «ασυμπτωματική» καταστροφή.
«Τι κάνεις εδώ μικρέ ασυμπτωματικέ»; Σκάναρε όλες τις πιθανές εστίες μόλυνσης. Αν μπορούσε να του βγάλει τα παπούτσια και τα χέρια, θα ήταν όλα μια χαρά.
«Η μαμά και ο μπαμπάς έχουν και οι δύο βάρδια το πρωί και με έφεραν σε εσένα. Έβαλε η μαμά να φάμε και κέικ και σουφλέ». Το χαμόγελο δεν έλεγε να αδειάσει.
«Άντε καλά, αφού είναι έτσι ίσως σε δεχθώ». Γέλασε κι άλλο ο μικρός. «Αλλά!... ώρα απολύμανσης!»
Τον πέρασε με αντισηπτικό από την κορυφή ως τα νύχια. Του έβγαλε παπούτσια, μπουφάν και φούτερ και του έδωσε ένα δικό του που σερνόταν στο πάτωμα. Τον έβαλε να καθίσει στο τραπέζι όσο πιο μακριά γινόταν.
«Θα πεθάνουμε όλοι»; Ξαφνικά ο μικρός δεν έτρωγε κέικ αλλά το βλέμμα του, ντροπαλό και φοβισμένο ήταν ακόμα χωμένο στο τεράστιο τάπερ.
«Τι λες μωρέ; Ο μόνος που κινδυνεύει είναι ο γέρο- θείος σου που έχει άσθμα»! Φόρεσε στη φωνή του τον πιο ξεκαρδιστικό τόνο αλλά η αλήθεια ήταν ότι από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε όλο αυτό ένας πρωτόγνωρος φόβος είχε αγκιστρωθεί πάνω του. Ο θάνατος είχε μπει στην καθημερινότητά του με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Πρώτη φορά εναντίον του. Ξεροστάλιαζε πάνω από το σπίτι του. Γλυκοκοίταζε μάλιστα και τους δικούς του.
Τι; Δεν έχουν άσθμα οι δολοφόνοι; Ο συγκεκριμένος δύσμοιρος υπέφερε χρόνια. Ξεκάθαρα ευπαθής ομάδα.
«Α όχι, ούτε εσύ θέλω να πεθάνεις!»
«Ούτε εγώ θέλω για να είμαι ειλικρινής. Αλλά το πολύ πολύ να πάω στην κόλαση και να σε βοηθάω από εκεί να βασανίζεις τη μαμά σου». Ήλπιζε να έκρυβε καλά την κατάθλιψη που μέρες τώρα είχε έρθει και συγκατοικούσαν, αλλά αμφέβαλλε.
«Στην κόλαση γιατί;»
Χτύπησε το κουδούνι και αυτή τη φορά ήταν σίγουρα ο υδραυλικός και ίσως και η ευκαιρία να πάρει τη ζωή του στα χέρια του.
«Στην κόλαση γιατί ποτέ δεν έχω γάλα να σου δώσω να συνοδεύσεις το κέικ σου». Πίσω από την πλάτη του μικρού πήρε ένα μεγάλο κουζινομάχαιρο και το έκρυψε κάτω από τα ρούχα του. «Λοιπόν για να μην κολλήσεις τίποτα, τρέξε να ταΐσεις τους παπαγάλους στην αυλή και μόλις φύγει ο υδραυλικός θα σε φωνάξω».
Ο μικρός ήδη έτρεχε. Το τεράστιο φούτερ σερνόταν στο πάτωμα. «Και μην αδειάσεις όλη την τροφή στον κήπο»! Αυτό του 'λειπε. Να έχει να καθαρίσει την πεντακάθαρη κουζίνα του από τα αίματα, να έχει να μαζέψει και τους σπόρους του Λεοπόλδου και του Βύρωνα. Ξέρω, τα ονόματα των παπαγάλων ε; Ε, ένα κλισέ που δεν μπόρεσε να αποφύγει.
Πήγε στην εξώπορτα με το πιο φιλικό του ύφος. Ο Muddy Waters έπαιζε ακόμα δυνατά.
«Περάστε». Ήταν μεσήλικας, σχετικά μικροκαμωμένος. Αριστούργημα. «Δε σας πειράζει, να έχουμε μουσική υπόκρουση έ; Μόνο τα παπούτσια αν γίνεται...» Προσπάθησε να τον προλάβει αλλά ήταν ήδη αργά. Με τα βρώμικα παπούτσια του είχε πατήσει στα χαλιά και είχε φτάσει στην κουζίνα. Με τα βρώμικα γάντια του έπιανε τους πάγκους και τα ντουλάπια. Σα να μην έφτανε αυτή η πανωλεθρία, έκανε να μιλήσει και η φωνή του ακούστηκε βραχνή. Έσκυψε κάτω από το ντουλάπι για να δει το πρόβλημα. Η συγκυρία αστραποβολούσε λιγουρευτικά.
Η πλάτη του απροστάτευτη, η λεπίδα του μαχαιριού μεγάλη και κοφτερή. Θα ήταν αυτοσχεδιασμός. Είχε τη χρυσή ευκαιρία να καταστρέψει άλλη μια ζωή, με τα χέρια του, εκεί στην κουζίνα του, και να νιώσει την ηδονή που περίμενε ένα χρόνο τώρα. Σήκωσε το χέρι του. Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένιωθε φουντωμένος αλλά δεν ήταν η γνωστή έξαψη. Το χέρι του ασταθές, το μόριό του μαλακό, τα γόνατά του έτοιμα να λυγίσουν. Όσο έβλεπε τα βδελυρά γάντια, και τα σταγονίδια να εισβάλλουν στην κουζίνα του και στη ζωή του ο φόβος άρχισε να συνθλίβει όλη του την ύπαρξη. Σε αυτή την άνιση πάντα μάχη μεταξύ θύματος και θύτη, πρώτη φορά ένιωθε το θάνατο να σουλατσάρει στα λημέρια του. Δεν ήταν αυτή η συμφωνία τους. Αναζητούσε την υπεροχή μα ήταν ευάλωτος. Το στομάχι του γύρισε. Το μαχαίρι του έπεσε. Ο υδραυλικός γύρισε τρομαγμένος.
«Δε θέλω να πεθάνω, δε θέλω να σε σκοτώσω, θέλω απλά να φτιάξει η γαμημένη η βρύση!»
Ασθματικός δολοφόνος με κρίσεις πανικού και κατάθλιψη. Ήθελε και υστεροφημία η αφεντιά του! Γέλασε και πάλι με το εξαίσιο χιούμορ του. Άντε να ηρεμείς τον υδραυλικό τώρα.
Υ.Γ. Δεν ανήκει στους ψυχωσικούς δολοφόνους, όχι, δεν ακούει φωνές που του λένε να το κάνει. Ανήκει στους ψυχοπαθείς, και έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του. Τον εκνευρίζει απίστευτα αυτή η σύγχυση του κόσμου, που τσουβαλιάζουν όλους τους δολοφόνους στην ίδια κατηγορία! Άντε, διαβάστε και τίποτα!