Κόκκινα Μάγουλα

Βρήκα αυτό.
Είχα στο στομάχι μου αυτό το μπεζ- καφέ πράγμα. Δεν πρέπει να είχα κοιμηθεί πολύ. Σίγουρα όμως είχε περάσει μία ώρα. Θα το είχα μαζί μου για αρκετές ακόμα. Ήλπιζα όχι μέρες. Είναι αυτό το κρεμ - είναι και κάπως λιγωτικό-.Το μπεζ- καφέ της στενοχώριας. Ξεκινά από το κεφάλι. Βασικά εκεί από τη μέση , στο κούτελο. Εκεί συσσωρεύεται - όπως και πολλά άλλα-. Δεν βουίζει ακριβώς. Απλώς είναι αυτό το κρεμ συσσωρευμένο σε μια σταλιά σημείο στο κρανίο σου. Ούτε πιο δεξιά , ούτε πιο αριστερά. Όλο εκεί και βαραίνει. Όλα εστιάζουν εκεί, δεν υπάρχει κεφάλι. Ποιο σώμα; Σκέψεις; Σκέψεις, δεν ξέρω. Μάλλον πάρα πολλές. Είναι στο ίδιο σημείο.
Αυτό ήταν σε ένα ξεχασμένο περσινό τετράδιο. Τα θυμάμαι όλα. Πότε το έγραψα, πού ήμουν και τι είχε προηγηθεί. Ήθελα πάρα πολύ να γράψω γι αυτό το μπεζ πράγμα. Είχα γράψει αυτή την πρώτη παράγραφο και στο μυαλό μου γέμιζα σελίδες και σελίδες . Ήμουν στο καράβι, είχα κοιμηθεί ελάχιστες ώρες και το προηγούμενο βράδυ ήταν απλώς απαίσιο. Δεν ήμουν καθόλου καλά. Ψυχολογικά. Γιατί λογοτεχνικά, ήμουν πάρα πολύ καλά. Υπάρχει δυστυχώς αυτό το βίτσιο. Αυτό που ένα ψυχολογικό σκαμπανέβασμα πυροδοτεί μια λογοτεχνική ηδονή θα έλεγα. Σκαμπανέβασμα.. Ίσως λάθος λέξη. Δεν ξέρω πώς ακριβώς εξηγείται και τι πεισιθάνατο κρύβεται πίσω από την καλλιτεχνική φλέβα, αλλά είναι υπέροχο το πώς οι μαύρες στιγμές χρωματίζουν λέξεις, ζωντανεύουν σκηνές, εξάπτουν τη φαντασία και δημιουργούν. Γεννούν μια αχόρταγη, βαθειά ανάγκη για δημιουργία. Είναι τέτοια η επιθυμία για έκφραση που κάθε μικρή φλογίτσα τέχνης φουντώνει σε κάτι τέτοιες σκοτεινές στιγμές. Ίσως να το θεωρούσα κλισέ. Προβληματίζομαι ακόμα. Δηλαδή η θλίψη είναι που παράγει τέχνη; Δεν είναι η τέχνη ανεξάρτητη; Δεν είναι παντός καιρού; Και τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Μιλήσαμε για αρκετή ώρα, κι ας είχα ανέβει σχεδόν στην καμπίνα του καπετάνιου για να βρω σήμα. Γελούσα . Χαμογελούσα μάλλον, γιατί ήμουν και μες στον κόσμο. Κάθε χαμόγελο όμως , κάθε φορά, ρουφούσε και λίγο κρεμ. Ώσπου με το κλείσιμο του τηλεφώνου , είχε απομείνει μόνο μία αίσθηση ανάμνησης του. Κι αυτή γλυκιά. Θυμάμαι γύρισα στη θέση μου, έκλεισα το τετράδιο και κάτι έφαγα. Ολόκληρες σελίδες; Ούτε μία παραπάνω πρόταση δε θα έγραφα. Δε θυμόμουν καν γιατί να ήθελα να γράψω για κάτι τέτοιο. Προτίμησα να φάω ένα τοστ. Γιατί αυτό συμβαίνει. Η χαρά είναι πανέμορφη και κάνει ακόμα και ένα τοστ πραγματικά απολαυστικό. Όμως είναι τόσο αφοπλιστική με τον τρόπο της που σε εφησυχάζει και μόνο στην ύπαρξή της. Είναι πολύ πιο οκνηρό συναίσθημα η χαρά, ειδικά όσον αφορά την έκφραση προσωπικών βιωμάτων.
Θα γυρίσω λοιπόν τώρα , μετά από ένα χρόνο και δύο μήνες σε αυτό το μπεζ- κρεμ . Γιατί αφενός το βρήκα μπροστά μου. Γιατί αφετέρου «τέχνη» γεννάει και η ανάμνηση και η παρατήρηση.
Είχαμε μείνει λοιπόν εκεί που «είναι συσσωρευμένο σε μια σταλιά σημείο στο κρανίο σου».
Και είναι εντάξει όσο μένει εκεί. Δεν είναι όλα μια χαρά, άλλα όσο δεν ανακατεύεται-με την έννοια του να παίρνει μέρος- το στομάχι, παραμένει μία θλίψη εγκεφαλική. Μπορεί και να μην είναι στην τελική. Προλαβαίνεις να κάνεις πώς δεν υπήρξε. Μπορεί να είναι λίγη παραπάνω πίεση, ίσως κάποια υπερβολή και μια άσχημη μέρα. Δεν αποκτά πραγματική υπόσταση, μέχρι που αρχίζει και πήζει. Βαραίνει. Και τότε γίνεται το αναπόφευκτο.
Στάζει προς το στομάχι.
Είναι κάτι σαν μέλι. Μέλι τυλιγμένο γύρω από αυτό το περίεργο, ειδικό, ξύλινο κουταλάκι. Η περίεργη απόληξη του κουταλιού βρίσκεται στη μέση, εκεί στο κούτελο. Βαραίνει λοιπόν. Μεγάλες, παχύρευστες, χρυσαφιές σταγόνες αρχίζουν να στάζουν προς το στομάχι. Λιγώνει, κουράζει. Το λαρύγγι διαμαρτύρεται. Σφίγγεται , κλείνει, πονάει. Θέλει να προστατέψει το στομάχι και τα δάκρυα που ετοιμάζονται να ξεχυθούν , να σπεύσουν να καλωσορίσουν τη θλίψη. Και ποιος θα πίστευε ότι το μέλι μπορεί να σε πονέσει; Κι όμως ο λαιμός μοιάζει να στενεύει και το μέλι να είναι πιο πηχτό από ποτέ. Δεν μπορεί να κατέβει. Πνίγει.
Τα δάκρυα .. Λάθος. Τα μάτια , ήθελα να γράψω, δακρύζουν. Όμως είναι τόσο σωστό να είναι τα δάκρυα στη θέση του υποκειμένου. Παραδέχονται πολλά, ομολογούν. Συναινούν, παραδίδονται, ναι, όλα αυτά. Όμως μαλακώνουν το λαιμό. Κάνουν πολλά. Λυτρώνουν , έστω για ορισμένα δευτερόλεπτα. Αραιώνουν το μέλι , το οποίο στάζει τώρα αργά στο στομάχι. Και εκεί θα μείνει. Και αυτός ήταν εξαρχής ο σκοπός του και δεν είναι ευχάριστος. Όχι , όταν αυτό το μπεζ καφέ , αγγίζει το στομάχι σου, δύσκολα θα ξεμπερδέψεις.
Το συνάντησα τις προάλλες. Μπροστά μου , και βιαστικό. Το είχα δει και μερικούς μήνες πριν. Πιο κουρασμένο. Θα έλεγε κανείς πώς μάλλον όλοι το έχουμε νιώσει για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Είναι ο τρόπος που το σώμα μας αντιδρά σε κάποιο λυπηρό ερέθισμα. Βασικά είναι ο τρόπος που δεν αντιδρά καθόλου και παραδίδεται σε αυτό. Είναι τόσο ισχυρή αυτή η μετάβαση , που ακόμα και τώρα μπορώ να νιώσω παχύρευστο μέλι στο άδειο στομάχι μου. Αλλά θα έλεγε επίσης ότι κανείς μας δεν το έχει δει. Εγώ λοιπόν νομίζω πως το συνάντησα. Αν όχι, τότε κάτι που του μοιάζει πολύ. Συνάντησα μια κοπέλα που σχεδόν έτρεχε βγαίνοντας από το μετρό προς το δρόμο, και μια γυναίκα που καθόταν ακίνητη στο κάθισμά της, με το κεφάλι σκυμμένο προς τα κάτω, μέχρι τη στιγμή που ο συρμός έφτασε στη στάση της. Και οι δύο έκλαιγαν.
Με μία βόλτα στο κέντρο, μπορείς να δεις πολλά. Σκληρές εικόνες, λυπηρές. Εξαθλίωση, πόνο. Παρ όλα αυτά , για εμένα, ένα από τα πιο στενάχωρα πράγματα είναι η εικόνα ενός καλοβαλμένου ανθρώπου που κλαίει σιωπηρά, μόνος, μέσα στο πλήθος. Το αγαπημένο μου πλήθος προς παρατήρηση είναι αυτό που διέρχεται από το μετρό. Τους πετυχαίνεις σε ένα από τα πιο αδιάφορα κομμάτια της ημέρας τους, ίσως το πιο ουδέτερο της ζωής τους. Θα μπουν και θα βγουν όσο πιο τυπικά μπορούν. Δεν θέλουν πολλά πάρε δώσε. Φέρνουν ένα κομμάτι του κόσμου τους, συνήθως για να μην αναμειχθούν με τον δικό σου. Μπορεί να είναι , μουσική, σκέψεις ή ένα βιβλίο. Και πάλι όμως, σε αυτά τα λεπτά που θα περάσουν μέσα στο βαγόνι, θα αφήσουν το αποτύπωμά τους. Από τις κινήσεις τους, τα ρούχα τους, τις αντιδράσεις τους , τον τρόπο που θα βγουν όταν θα ανοίξουν οι πόρτες, το βλέμμα τους σε μια παρατεταμένη αναμονή. Δεν το επιδιώκουν αλλά είναι αναπόφευκτο ότι θα αφήσουν ένα κομμάτι του εαυτού τους στα μάτια των άλλων. Και είναι από τα πιο ατόφια κομμάτια, γι αυτό και το προτιμώ.
Σε αυτό το τυπικό πέρασμα, τα δάκρυα είναι πολύ ξένα. Λόγω ανίας, τα βλέμματα στο μετρό μπορούν να γίνουν πολύ έντονα. Ψάχνουν εναγωνίως να βρουν κάτι ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να κολλούν με μανία σε ό,τι διαταράσσει έστω και λίγο τη μονοτονία του βαγονιού. Περίεργα ρούχα, περίεργες κινήσεις μαζεύουν κλεφτές ματιές, όμως τίποτα δεν ερεθίζει την περιέργεια όσο τα δάκρυα. Αρχίζουν οι υποθέσεις για το τραγικό γεγονός. Εικασίες για ολόκληρη τη ζωή του δακρυσμένου ατόμου. Γι αυτό και οι περισσότεροι προσπαθούν να ξεμπερδεύουν απαρατήρητοι, να μην αφήσουν τίποτα στην αχόρταγη αδιακρισία της ανθρώπινης φύσης. Πόσο μάλλον κομμάτι της ψυχής τους, με μικρές σταγόνες σε κοκκινισμένα μάγουλα.
Τα δάκρυα είναι ένα προσωπικό ξέσπασμα. Μία απελευθέρωση από την εσωτερική ένταση που όλο και διογκώνεται, από το μέλι που έχει κολλήσει στο λαρύγγι, έχει στραγγίξει κάθε τι άλλο και πονάει. Τα πρώτα δάκρυα, είναι μια σχεδόν απολαυστική στιγμή που όλοι οφείλουμε στον εαυτό μας. Είναι ομολογία του φορτισμένου και ευάλωτου συναισθηματισμού μας.
Όταν κάποιος όπως αυτές οι γυναίκες, φτάνει στο σημείο να κάνει αυτή την ομολογία, σε ένα χώρο γεμάτο ανθρώπους, ξένους ανθρώπους, όταν δεν μπορεί αυτό το κρεμ να το κρατήσει στο κεφάλι του για τα λίγα λεπτά μέσα στο συρμό, μέχρι να μείνει μόνος με τον εαυτό του, ή με τα δικά του άτομα, τότε εσωτερικά εκείνη τη στιγμή υποφέρει τόσο πολύ. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Και είναι τόσο χειρότερο όταν κανείς απ' όλους αυτούς δε νοιάζεται να βοηθήσει, ενώ όλοι τρώγονται να μάθουν τι συμβαίνει.
Η γυναίκα, με το κατεβασμένο κεφάλι και το σιωπηρό κλάμα, που κοιτά χαμένη τα χέρια της , βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. Δεκάδες ζευγάρια μάτια στραμμένα πάνω της. Όμως, ένα ζευγάρι άγνωστα μάτια μόνο με περιέργεια μπορούν να κοιτάξουν. Αλήθεια, πόσο να ενδιαφερθούν για κάποιον που δεν γνωρίζουν; Αισθάνεται πιο μόνη με όλους γύρω της.
Η κοπέλα σχεδόν τρέχει προς το δρόμο. Το κλάμα της δεν είναι σιωπηρό. Είναι αναψοκοκκινισμένη. Ο αέρας χτυπάει το πρόσωπό της όπως εκείνη βγαίνει έξω. Μπορώ σχεδόν να αισθανθώ τη λύτρωσή της, που δε θα έπρεπε πια να συγκρατήσει τίποτα, που θα απολάμβανε μόνη της τα δάκρυά της.
Ξέρω πώς είναι αυτό το μπεζ- καφέ. Και οι δύο γυναίκες ξέρουν. Ξέρω πώς είναι να σε κυριεύει και να μην μπορείς να κάνεις αλλιώς. Κι εγώ έχω αφήσει τα δάκρυά μου δίπλα σε ένα μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων . Έχω απαντήσει ένα «απλά άρρωστη» σε γνωστή που με πέτυχε σε αποβάθρα, κι εκείνη άρχισε να μου λέει για την κινέζικη ιατρική , ενώ πριν στις κυλιόμενες σκούπιζα τα μάτια μου με το μανίκι μου. Ξέρω ότι ανεξάρτητα από το ποιος λόγος άρχισε να πήζει σαν μέλι μέσα τους, είχαν το χρόνο στο αποξενωμένο περιβάλλον της μάζας και των αναμονών, να κάνουν μια γερή βουτιά σε σκέψεις. Είναι επώδυνο .
Υπάρχει όμως και το πιο όμορφο αντίδοτο. Και λέω να κλείσω με αυτό. Μπορεί να περάσουν λογιών λογιών άνθρωποι από το βαγόνι μου. Περίεργοι, ίσως και λίγο τρελοί. Αυτοί που θα θυμάμαι όμως, αυτοί για τους οποίους θα ακούγεται ένα πανδαιμόνιο στο πληκτρολόγιο, ξημερώματα Τετάρτης , είναι αυτοί που θα κλαίνε ή θα γελάνε μόνοι τους. Όσο λυπηρά βρίσκω αυτά τα μοναχικά δάκρυα σε ένα πολύβουο συρμό, τόσο μαγευτικά βρίσκω τα χαμόγελα που προσπαθούν να σβήσουν.
Μπορεί να είναι ζευγάρι , ίσως παρέα. Μιλάνε , πειράζουν ο ένας τον άλλον. Περνάνε τόσο ωραία. Τα χαμόγελα λάμπουν πλατιά πλατιά στα πρόσωπα τους. Το μετρό σταματάει και κάποιοι πρέπει να κατέβουν. Και δώστου αγκαλιές, πειράγματα, φιλιά. Τα χαμόγελα ακόμα πιο λαμπερά. Και τελικά μένει ο ένας στο βαγόνι. Κοιτάζει έξω μέχρι ο συρμός να χαθεί στο σκοτάδι , με το ίδιο χαζεμένο χαμόγελο. Και μετά αυτός και το χαμόγελό του μένουν μόνοι τους. Κάπως πρέπει να το μαζέψει λοιπόν. Ε αυτή είναι η πιο αμήχανη και γλυκιά προσπάθεια να μαζευτούν τα αμάζευτα μιας στιγμιαία ευτυχισμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Θα κοιτάξει κάτω, ίσως κοιτάξει στο κινητό. Θα προσπαθήσει να κλείσει τα χείλη σε μία πιο σοβαρή έκφραση αλλά σίγουρα θα σκάσει ένα ακόμα χαμογελάκι. Θα κουνήσει το κεφάλι αποδοκιμαστικά που δεν τα κατάφερε. Τελικά τα χείλη σιγά σιγά θα υποχωρήσουν. Θα υπακούσουν. Τα μάτια όμως θα χαμογελάνε. Τα μάγουλα θα είναι ελαφρώς κόκκινα.
Και που καταλήγουμε; Ότι μου αρέσει να παρατηρώ κόκκινα μάγουλα στο μετρό. Είτε αυτά προσπαθούν να κρύψουν δάκρυα, είτε λακκάκια ευτυχίας.