Μα μόνο η ιστορία αλλιώς σου μίλησε



Έχω ξεκινήσει να γράφω ένα βιβλίο. Πηγαίνει καλά. Μέχρι τις στιγμές που δεν πηγαίνει καθόλου. Τις στιγμές που « λίγη ακόμα φαντασία» μου μοιάζει κάπως τιποτένια μπροστά σε όλα τα άλλα. Σε όλα τα άλλα τα μυριάδες που συμβαίνουν συνέχεια. Μάταιη δεν είναι λίγη ψεύτικη πλοκή σε ένα λίγο στημένο μυστήριο; Ποιος άραγε θα σκοτιστεί για το ελιτίστικο δράμα του πλαστού χαρακτήρα μου όταν κάθε μέρα που ξυπνάει γράφει τη δική του ιστορία παράλληλα βιώνοντας την ιστορία όλων μας.

Είμαστε στο Πολυτεχνείο στην Κατεχάκη Τρίτη βράδυ με τα παιδιά από την ομάδα Κρουστών. Βρέχει. Βρέχει πολύ. Στη μέση του μαθήματος ο Βασίλης, ο δάσκαλος, κάνει μια μικρή διακοπή και αναρωτιέται δυνατά: «Τι γίνεται ρε παιδιά, τι φωτορυθμικά είναι αυτά απ΄έξω ή μήπως είναι μπάτσοι;» Όταν είσαι μέσα στο Πολυτεχνείο, παίζοντας μουσική, έξω έχει καταιγίδα, και στην πρώτη αστραπή η πρώτη ερώτηση είναι « Μήπως είναι μπάτσοι ;», τότε η μόνη κατάλληλη απάντηση σε αυτή την ερώτηση, θα ήταν και πάλι ερώτηση. « Γιατί, τι χρονιά έχουμε;» . Ναι, κι όμως, σε 45 μέρες θα εγκαινιάσουμε μία νέα δεκαετία. Θα πατήσουμε τα βρωμερά πόδια μας σε μία χρονολογία βγαλμένη από ταινίες φαντασίες.

Λαμπερή, απαστράπτουσα θα έλεγε κανείς. Την έχουμε δει ως «20 χρόνια μετά» την έχουμε οραματιστεί βγαλμένη από το χαρτί περιτυλίγματος να μυρίζει «καινουργίλα», ατσαλάκωτη να ξερνάει τεχνολογικά επιτεύγματα με τον μόνο κίνδυνο μην ξυπνήσουν στρατιές ρομπότ, εκμεταλλευτούν την υπερεξελιγμένη τεχνητή τους νοημοσύνη και φάνε το ανίσχυρο ανθρώπινο γένος. Τον «ανθρωπάκο». Πόσο δεν μου είχε αρέσει εκείνο το βιβλίο. Το «Άκου ανθρωπάκο». Αυτή η μίζερη αναπαράσταση του ανθρώπου. Αλλά με αυτό το «Ανθρωπάκο» θέλουν να μας ταΐζουν. Να μας ποτίζουν λίγο λίγο το υποκοριστικό της μοίρας που ονειρεύονται να μας δώσουν, κρατώντας το «Α» κεφαλαίο γιατί πώς αλλιώς ανθρωπιστές του λόγου τους, θα κατάπιναν ολόκληρη τη μεγαλοπρέπεια μέχρι και του «τελευταίου» ανθρώπου χωρίς μια στάλα, πληθωρικού, έκδηλου ενδιαφέροντος; Πώς αλλιώς θα κάνουν τον άνθρωπο χώμα, για να χτίσουν πάνω του;

Πώς αλλιώς θα φτάναμε εδώ; Γιατί φτάσαμε. Είμαστε εδώ. Κάθε μέρα γράφουμε το 2020 πλην 1 και από το προοίμιο που με έναν λερωμένο, με κάθε φασιστικό ξέσπασμα, γάντζο σκαλίζουνε αυτές τις μέρες, φαίνεται πώς μάλλον όχι το «20 χρόνια μετά» δε θα δούμε αλλά μάλλον το «20 χρόνια πριν» ή το «20 μέτρα πιο κάτω». Γιατί όπως έξυπνα έχει αποδοθεί και σε πρόσφατη ταινία, η υπερπολυτέλεια και η τρελή τεχνολογία χτίζονται σε ανθρώπινα θεμέλια. Στην Κίνα, στην Ινδία, στα κουφάρια της Συρίας, στις σωρούς των Κούρδων, στο γείτονα, σε εμένα, σε εσένα που χάνεις την πολύτιμη ζωή σου σε απλήρωτες υπερωρίες για να μεγαλώσεις τα παιδιά σου για να χάσουν με τον ίδιο τρόπο την πολύτιμη ζωή τους. Για να μεγαλώσεις τα παιδιά σου για να έρχονται να με ρωτάνε στα μαθήματα -όπως έγινε και πάλι την προηγούμενη Τρίτη- γιατί γίνεται αυτός ο «χαμός» με τα Πανεπιστήμια και να θεωρούν αυτονόητο ότι η αστυνομία θα έπρεπε να κυκλοφορεί μέσα στις σχολές. Παιδιά που κινδυνεύουν να ζήσουν σε μια εποχή πρωτόγνωρης αστυνομοκρατίας και εκφοβισμού, μα κυρίως κινδυνεύουν να την αγκαλιάσουν ως κανονικότητα.

Τελικά οι σκηνοθέτες τόσων χρόνων που πλημμύριζαν τις αίθουσες με αδιανόητα sci-fi σενάρια για το μέλλον της ανθρωπότητας, βιάστηκαν να δώσουν τη σκυτάλη του «τρόμου» σε μηχανικά ανθρωποειδή. Παρέλειψαν το σπόρο της ανθρωποφαγίας που είναι παντού όπου υπάρχει άνθρωπος. Και φύεται στα κατακάθια του φασισμού με μία στάλα εξουσίας και λίγο ράντισμα συμφέροντος. Έτσι, σκηνοθέτες μου, είμαστε πολύ μακριά από την ουτοπία σας, που μόνο οι μηχανές θα στρέφονταν έναντι του ανθρώπου. Εδώ εμείς κάθε μέρα πρέπει να τα βγάζουμε πέρα με τους ανθρώπους.

Εν έτη 2020 πλην 1 και ακόμα δεν ζούμε όλοι ευτυχισμένοι σε ιπτάμενα αυτοκίνητα. Αν ίπταται κάτι, τότε αυτό είναι πύραυλοι, σφαίρες, βάρκες χωρίς λιμάνι, δακρυγόνα και ψυχές. Αν έρπει κάτι είναι οι διαμελησμένοι τραυματίες από τις σφαίρες, τα μισοπνιγμένα παιδιά από τις βάρκες δίχως λιμάνι, η φοιτήτρια κάτω από την αρβύλα του μπάτσου με τα δακρυγόνα και τα εκατοντάδες φίδια της κάθε χούντας που ξετρυπώνουν για να ζώσουν οποιοδήποτε κύμα αντίστασης. Λοιπόν σκηνοθέτες μου, τα έχουμε τα ρομπότ. Σε αυτό το κομμάτι τα πάμε πολύ καλά. Θα είστε πολύ περήφανοι. Και ξέρετε και κάτι άλλο; Δε χρειαζόμαστε ολόκληρες πανίσχυρες μεταλλικές στρατιές για να αφανίσουμε την ανθρωπότητα. Αλλά για αυτό αμφιβάλλω αν θα είστε περήφανοι. Δεν κινδυνεύουμε προς το παρόν από την τεχνητή νοημοσύνη. Κινδυνεύουμε από την ανθρώπινη νοημοσύνη. Την ανύπαρκτη. Που στην ανυπαρξία της μέσα, γεννά θράσος, γεννά φασισμό που γιγαντώνεται δίχως όρια. Γεννά πολιτικές που αντιμετωπίζουν ολόκληρα τμήματα της ανθρωπότητας σαν επιζήμια μιάσματα. Γεννά συρράξεις που αφανίζουν παιδιά σαν τίποτα παράσιτα. Γεννά τυφλωμένους σκλάβους του καπιταλισμού που βλέπουν στο σκοτάδι τους ότι το «ξύλο είναι αναγκαστικότητα» και προστάτες των πολιτών που όταν δεν πυροβολούν εν ψυχρώ διαδηλωτές αυτό που ξέρουν να κάνουν είναι να κατεβάζουν εσώρουχα και να δηλώνουν « έτσι γ.. οι χακί» . Γεννά σκουπίδια, που έχουν το θράσος έστω και να βάζουν στο στόμα τους το όνομα του Γρηγορόπουλου, και κάθε Γρηγορόπουλου. Που έχουν το θράσος να απειλούν τσαλαβουτώντας στο αίμα ενός αδικοχαμένου παιδιού. Και ξέρετε τι είναι το πιο τρομακτικό σκηνοθέτες μου; Ότι αυτοί, δεν είναι μηχανές. Αυτά τα τέρατα, είναι άνθρωποι, έχουν οικογένειες, έχουν νευρώνες, έχουν συναισθήματα. Αυτοί είναι λοιπόν, αυτοί είναι οι «άνθρωποι» που σκαλίζουν την ιστορία μας μέχρι το 2020 παρά κάτι.

Ποιοι είναι όμως αυτοί που τη γράφουν;

Είναι όλοι οι διαδηλωτές σε όλο τον κόσμο που δίνουν τη μάχη τους παρά τη λυσσαλέα επιθετικότητα των κατασταλτικών δυνάμεων. Είναι οι ατρόμητες γυναίκες στο Εκουαδόρ, στη Βολιβία, στη Συρία. Είναι οι εκατοντάδες φοιτητές που πλημμυρίζουν τη Σταδίου. Είναι η κοπέλα στη Χιλη που κρέμεται από κάμερα που μόλις κατέστρεψε και η βουτιά της στην τεράστια αγκαλιά των συνδιαδηλωτών της. Είναι το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου. Τα συγκλονιστικά δευτερόλεπτα στο ασφυκτικά γεμάτο, μα ξαφνικά βουβό αμφιθέατρο ΜΑΧ εκεί στη διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρη.

Και είναι αυτοί οι πρώτοι στίχοι, οι 3 πρώτες λέξεις «Σχεδόν πενήντα χρόνια...» για να σπάσουν τη σιωπή, και να μου χαρίσουν μια μελωδία που θα με συνοδεύει για όλη μου τη ζωή. Μια μελωδία του ακόμα πιπιλίζει τις σκέψεις μου. Είτε εκεί στα έδρανα, μπροστά από το λάπτοπ μου, είτε εδώ, λίγα χρόνια μετά. Με κατατρώει. Μια βαθιά, γλυκιά συγκίνηση. Γλυκιά με την απροσδιόριστη, σαγηνευτική και στενόχωρη γλυκύτητα της νοσταλγίας.

Να μου χαρίσουν το μοναδικό αίσθημα να είμαι εκεί μαζί σας. Δυνατοί να κάνουμε το οτιδήποτε.

Είναι 17η Νοεμβρίου πρωί. Ένα κεφάλαιο στην ιστορία μας περιμένει να το συνεχίσουμε. 

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε