Μια ιστορία αγάπης


Είχα κάποιες αυπνίες. Θεώρησα ότι το σπίτι μου είναι στοιχειωμένο. Δεν θυμόμουν να πίστευα σε φαντάσματα. Μάλλον εκείνα πίστευαν σε εμένα. Δεν έχω αντιληφθεί ακόμα αν τα φοβάμαι ή αν απλά δυσχεραίνουν τις σκέψεις μου. Από την άλλη, αυτή η διάζευξη μοιάζει αρκετή για να προκαλέσει φόβο, επομένως τα συμπεράσματα δικά σας και ευνόητα.

Δεν γνωρίζω επίσης γιατί χρησιμοποιώ πληθυντικό αριθμό. «Φαντάσματα». Είμαι άνθρωπος, αλλά όχι τόσο υπερόπτης. Δεν δύναμαι να θεωρήσω ότι τόσοι δαίμονες αποφάσισαν να τα βάλουνε μαζί μου. Εγώ αν ήμουν δαίμονας μάλλον δε θα σκοτιζόμουν να περιπλανηθώ γύρω από την ύπαρξή μου. Σε κάθε περίπτωση, η αφοσίωσή τους να γίνονται η σκιά μου, ίσως και να με γοήτευσε. Εκεί κάπου στην πορεία βέβαια άρχισα εντόνως να διερωτώμαι σάμπως και έγινα εγώ η σκιά τους, αλλά θα τα δούμε αυτά αργότερα, δεν είναι της παρούσης.

Το πρόβλημα λοιπόν στην αρχή ήταν ανύπαρκτο, όπως κάθε πρόβλημα. Κάποια στιγμή έγινε πρόβλημα. Αποφάσισε να στρογγυλοκαθίσει στη συνείδησή μου. Αν υπήρχε άραγε ζωή χωρίς αυτό δεν το θυμόμουν. Ήταν βέβαια μια περίοδος γενικότερης παλιγγενεσίας. Και με πλάκωσε όπως πλάκωσε και η λέξη αυτή την απλή μέχρι τότε παραπάνω πρόταση. Ήταν η περίοδος, ή μια έστω από αυτές, που συνειδητοποίησα εκ νέου ότι κουράζει να συνειδητοποιείς. Πέρα λοιπόν από τους ζοφερούς ανύπαρκτούς μου δαίμονες, συνειδητοποίησα και τα βλέφαρά μου, με όλη την πρέπουσα κυριολεξία. Και ήταν ένα αρκετά μεγάλο λάθος, το οποίο θα συνιστούσα να αποφύγετε. Αέρας έμπαινε στα μάτια μου εκείνη τη μέρα και αποφάσισα να τα ανοιγοκλείσω. Και μετά αποφάσισα ότι ενδεχομένως να είχε περάσει περισσότερη ώρα απ' όση θα έπρεπε που είχαν μείνει ανοιχτά. Και αυτό έγινε και την επόμενη φορά. Και συνέχισα να σκέφτομαι και να τα κλείνω. Νόμιζα ότι χάλασαν και ότι αν δεν έπαιρναν ρητή εντολή δεν θα ξαναέκλειναν ποτέ. Ίσως να χάλασα κι εγώ, κάποια πάθηση που προσδίδει εκούσιες δράσεις σε ακούσιες βιολογικές λειτουργίες; Μετά θυμάμαι ότι πήγα να χορέψω στο μπαράκι με εκείνη την κυρία με τη φούστα την εμπριμέ. Το συνηθίζαμε εξάλλου. Συνήθως ξεχνιόμουν στα λουλούδια της. Ήλπιζα εκείνο το βράδυ να ξεχάσω και τα μάτια μου. Αλλά τα ήθελα για να βλέπω τα λουλούδια για να ξεχαστώ οπότε αυτό δεν πήγε πολύ καλά τότε.

Μετά από κάποιες μέρες, το δειλινό με βρήκε πάλι στους ρυθμούς της. Εν τω μεταξύ η αλλεπάλληλη καθημερινότητα με είχε απαλλάξει για ακόμη μια φορά από τα βλέφαρά μου, επομένως δεν της μίλησα γι' αυτό. Ήθελα όμως. Μύριζε τόσο όμορφα και τόσο εμπριμέ που ήθελα να της μιλήσω για κάθε σκέψη, όπως και γι' αυτή κάποια στιγμή, αν αυτό βγάζει έστω και μηδαμινό νόημα. Αλλά ίσως όχι την πρώτη. Επομένως, εκεί, επί της μεταξύ μας υπόκλισης και ελπίζοντας να μη φανεί ως ύστατη ατάκα χαριεντισμού, της λέω ότι έχω αρχίσει να πιστεύω στα φαντάσματα.

«Γιατί να πιστεύεις στα φαντάσματα όταν υπάρχουν τα στοιχειά» μου λέει.

Πήραμε και ένα ποτό μετά από αυτό το δίστιχο. Φρόντισα να ανοιγοκλείσω και τα βλέφαρα, μήπως και ξεχάστηκαν. Θυμάμαι ότι έβγαλε από την τσάντα της ένα μανταρίνι και εμένα τα μανταρίνια μου φέρνουν πάντα στο μυαλό ζητήματα αμφισβητούμενης αξιοπρέπειας. Αν το ξεφλούδιζε θα της το έλεγα. Αλλά δεν πρόλαβε να το ξεφλουδίσει. Ήρθε ο σερβιτόρος, έφερε βότκα, πήρε τη δική της, την έριξε πάνω της, πότισε η φούστα, έγιναν τα λουλούδια μπλαβιά, κάτι είπε για «το στοιχειό της λάθος στιγμής», σηκώθηκε, έφυγε, το πρόσωπό μου μαράθηκε. Αυτό το θεατρινίστικο φινάλε περί ρομαντικοτήτων και ματαιοτήτων των λάθος στιγμών, υπό κανονικές συνθήκες, θα θάμπωνε το ενδιαφέρον για αυτή την ιστορία αγάπης, οδηγώντας εκ νέου σε παρατηρήσεις τύπου «υποτακτικών βλεφάρων». Παραδόξως, από τότε και κάθε δειλινό σουλατσάραμε με τους δαιμόνους στο γωνιακό μπαράκι, μήπως και την πετύχουμε για να διαπληκτιστούμε μαζί της για τη λάθος ανάλυσή της. Είχαμε ετοιμάσει καυγά ενδελεχώς μελετημένο σε λογιών αποκρίσεις.

Και ήταν Πέμπτη βράδυ όταν με ένα άσχημο καρό παντελόνι κάθισε στην μπάρα και παρέμενε όμορφη. Πήρε μπύρα και διαπληκτιστήκαμε έντονα. «Δεν υπάρχει στοιχειό της λάθος στιγμής» της είπα, «το στοιχειό είναι η ίδια η στιγμή με την αήττητη ικανότητά της να χάνεται είτε είναι «λάθος» είτε «σωστή». Κάπου εκεί με σταμάτησε και μου είπε το όνομά της. Βγήκε να καπνίσει και να σκεφτεί. Γυρνώντας, τα χέρια της μύριζαν μανταρίνι. Είχε πολύ θράσος αυτό το φρούτο. Συνέχισα λίγο για το παρεξηγημένο στοιχειό της. Μίλησα για τη δαιμονοποίηση της λέξης «λάθος». Εγώ, που είχα κερδίσει εριστικά και επάξια τη συντροφιά δαιμόνων και δαιμόνων. Υπάρχουν παράγοντες που ορίζουν το λάθος επομένως και παράγοντες που δυνητικά το ανατρέπουν στο εκάστοτε «σωστό» ως προς το δοσμένο σημείο αναφοράς, αλλά δεν υπάρχουν παράμετροι που κρίνουν τη στιγμή για να ανατρέψουν τη φθορά της. Η κυρία που μου είχε δώσει το όνομά της, φαινόταν μόλις τώρα πρώτη φορά να μου δίνει λίγη από την προσοχή της.

«Τι γίνονται τα στοιχειά σου;» με ρώτησε τελικά.

Αναρωτήθηκα, εσωτερικά και μόνο, αν είχε καταλάβει ότι ήδη της μιλούσα για ένα από αυτά. Προτιμώ να λέμε «φαντάσματα» της είπα. Έστω για την ώρα. Είναι κάπως πιο ελαφρύ, δεν βρίσκετε; Δίνει και μία παραπάνω έμφαση στο δημιουργό τους. Εν πάση περιπτώσει, προσέθεσα ότι με ταλάνιζε η υπονοούμενη ανυπαρξία τους. Δη στο σπίτι που γίνονταν πιο φλύαρα. Σηκώθηκε να φύγει αλλά ανέφερε μάλλον ότι θα ήθελε να έρθει να τα ακούσει. Γνωρίζαμε και οι δύο πιστεύω ότι δεν θα μπορούσα να μοιραστώ τους δαιμόνους μου που με τόσο κόπο άθελά μου είχα καταφέρει να δημιουργήσω για μένα. Επίσης φαίνεται να γνωρίζαμε και οι δύο ότι μάλλον θα μπορούσαμε αμοιβαία να προσποιηθούμε το αντίθετο. Έστω για την ώρα. Και απ' όλα περί ανθρωπίνων σχέσεων, ίσως αυτό να είναι το πιο ερωτικό. Μετά όντως σηκώθηκε να φύγει. Τη ρώτησα τι γινόταν με τα μανταρίνια. Μου είπε ότι έχει στην αυλή και είχαμε ήδη πει πολλά για εκείνο το βράδυ.

Τρεις τέσσερις μήνες μετά που ίσως να ήταν και λιγότεροι αλλά υπεισέρχεται ο παράγοντας των συναισθηματισμών που έχει υψηλό συντελεστή βαρύτητας στην αντίληψη του χρόνου, χτύπησε εν τέλει το κουδούνι. Κρατούσε ένα σεντόνι που είχε ράψει η ίδια σύμφωνα με τα λεγόμενά της και μια σακούλα μανταρίνια. Τώρα πληροφορίες για το πώς γνώριζε τη διεύθυνση της οικίας μου είναι πολύ μικρές και ανούσιες μπροστά σε μια ιστορία αγάπης. Εξάλλου η αγάπη βρίσκει τρόπους. Αλλά σε περίπτωση που δεν τους έβρισκε, πριν φύγει εκείνο το τελευταίο βράδυ από το μπαρ της είπα τη διεύθυνση μια φορά και μετά και άλλες δύο σε περίπτωση που δεν άκουσε. Είχε και μουσική δυνατά, πρέπει να έπαιζε Elvis.

Κάθισε στο καθιστικό μου έτοιμη να αναμετρηθεί με την ανυπαρξία. Προτίμησε τον καναπέ. Κάθισα απέναντι, σε μία πολυθρόνα. Κάποιος θα πίστευε ότι κάτι υπήρχε μεταξύ μας από συναισθήματα μέχρι έστω ένα τραπεζάκι. Δεν υπήρχε τίποτα. Έστω για την ώρα. Και σίγουρα κανένα τραπεζάκι. Είπαμε να παρατηρήσουμε το φάντασμα. Ήταν όμως δύσκολο, καθώς περνούσε απαρατήρητο. Πρότεινε να του ρίξουμε το σεντόνι να απαλύνουμε την ανυπαρξία του. Αλλά αυτό έπεσε και το πλάκωσε. Σκεφτήκαμε , μάλλον λάθος, πως η ύφανση θα έδινε την ευκαιρία στο κενό να αναδιπλώσει την υπόστασή του αλλά το κενό καλύφθηκε και έπαψε να υπάρχει. Και μείναμε να αναρωτιόμαστε, εγώ με τα βλέφαρα μου ξύλινα και τα μάτια μου ξερά και εκείνη, φίλη-καθώς φαίνεται- φαντασιώσεων και λοιπών αμφισβητήσεων- μπλαβιά και θλιμμένη αν αυτό πλέον στο πάτωμα ήταν φάντασμα ή σεντόνι. Τουλάχιστον ως σεντόνι ήταν όμορφο και είχε και μία κεντητή φάσα. Πρόσταξα τα μάτια μου να κλείσουν καθώς έδειχναν να μην είχαν κανένα ανάλογο σκοπό. Τη ρώτησα γιατί ήταν θλιμμένη.

Μου είπε ότι έβαλε όλη της τη μαεστρία να συμπεριλάβει όλα τα στοιχειά της στο σεντόνι και να έρθει να ξεσκεπάσει και τα δικά μου. Πήρε βελόνες διαφορετικές από τις κλασικές, και ύφασμα που δεν είχε ξαναδουλέψει. Ξημερώματα, με δουλεμένη αβεβαιότητα, σχεδίαζε ό,τι δεν έπρεπε να σχεδιάζει. Έραβε κυρίως νύχτα με ενοχές, και νωρίς το πρωί κεντούσε με προσδοκίες. Έκοβε με φόβους, ξήλωνε με αναμνήσεις για να ξαναράψει με εμμονές και έβαζε στριφώματα σε ξέφτια από λάθη. Συνέχισε να μιλάει.

Και όμορφα φαίνεται πως μιλούσε αλλά οι δαίμονες μου χτικιάρικοι και καλοδουλεμένοι δεν σκοτίστηκαν πολύ για λόγια που θα τους κεντούσαν πάλι. «Δυστυχώς» θα μου πείτε. Και ευτυχώς θα συμφωνήσω. Συνηθισμένοι βλέπετε και εκπαιδευμένοι εξαιτίας μου σε κουβέντες και φιλοσοφικές φιλοφρονήσεις, χορτάτοι από θεωρίες, αιχμηροί με ιδέες και αρκετά πολυλογάδες, προτιμούσαν να παίζουν με τα χαρτιά της επίγνωσης και την ισχύ της ανυπαρξίας από το να κατατάσσονται σε έννοιες άυλες και λίγο γραφικές. Και έτσι με έπιανα στα πράσα ώρες ώρες σαν περήφανο γονιό να κομπάζω για τα φαντάσματά μου, που τα αναμόχλευα να με αναμοχλεύουν σε ένα αλισβερίσι καταδίκης. Ε και αυτό ήταν τώρα βαριά κατηγορία αλλά και τα ελαφριά μωρέ κουράζουν. Και τότε θυμήθηκα ότι δεν της είχα προσφέρει τίποτα. Και πώς να υπάρξει ιστορία αγάπης χωρίς ένα κέρασμα.

«Θα πάω να σου φέρω τσάι».

Γύρισα με την τσαγιέρα και δύο σερβίτσια που δεν θα υπήρχαν πιο σωστά από αυτά για μια ιστορία αγάπης με τσάι και βουτήματα. Σαφώς όμως σε όλες τις ιστορίες υπάρχουν ανατροπές, και ήδη φτάνοντας στο καθιστικό μύριζα το μανταρίνι τη φλούδα του οποίου γλυκά εναπόθεσε στην άκρη του σερβίτσιου. Το ίδιο γλυκά της ζήτησα να με ακολουθήσει στην κουζίνα καθώς δεν προτιμούσα τη μυρωδιά των μανταρινιών. Παραξενεύτηκε αλλά πρόθυμα ακολούθησε. Της μίλησα τότε. Της είπα ότι το μανταρίνι με τη λεπτή του σάρκα και το άρωμα που μένει πάντα στα χέρια μου θυμίζει κάποιες στιγμές ελλιπούς αξιοπρέπειας που μένουν πάντα στη συνείδηση όσο κι αν κάποιος προσπαθήσει να τις ξεπλύνει.

Ανοίξαμε τη βρύση και έβαλε τα χέρια της από κάτω. Μάλλον φοβήθηκε λίγο παραπάνω από την τελευταία μου δήλωση μη με στενοχωρήσει με τα μανταρίνια της. Αυτό έγινε ιδιαιτέρως εμφανές όταν άνοιξε τη βρύση μέχρι τέρμα, έριξε βιαστικά τα χέρια της από κάτω και άφησε άφθονο νερό να τρέχει, και να τρέχει. Και όπως έτρεχε για ώρα το νερό σώπασαν για πρώτη φορά μετά από μήνες όλοι οι πολυλογάδες. Και έρεε το νερό και μαζί του έπαιρνε τα πάντα, βούιζε τόσο δυνατά που σιωπούσε μέχρι και το άτιμο ρολόι. Έπεφτε με ένα σούσουρο μονότονα αδιάκοπο από αυτά που καταφέρνουν να φιμώσουν οποιοδήποτε παράταιρο ερέθισμα τολμήσει να ξεπηδήσει. Η βοή να πνίγει τη συνείδηση κάτω από σταγόνες χειμαρρώδεις μπας και πάρει η αίσθηση τη σκυτάλη και λουφάξει. Σωστή οχλοβοή να γίνεται στο νεροχύτη. Το κεφάλι καζάνι που αδειάζει και τα μάτια επιτέλους υγρά και σωστά υπνωτισμένα να ανοιγοκλείνουν και πάλι, βλέποντας δαιμόνους μακελεμένους να χαροπαλεύουν μακριά από τη συνείδηση σε ένα φθαρμένο νεροχύτη. Που να πιστέψουν οι άμοιροι τη μοίρα. Σπουδαγμένοι και μεστοί από έγνοιες και πάθη τώρα σκιούλες να γίνονται μπροστά στην αποχαυνωτική βαβούρα. Και ήταν πολύ όμορφη με το καρό της παντελόνι. Αν τα φαντάσματα πίστεψαν ποτέ σε εμένα, τότε μάλλον έπαψαν να το κάνουν.

Όταν γυρίσαμε στο καθιστικό ήπιαμε λίγο τσάι. Ήταν πραγματικά μυρωδάτο. Κάπου εκεί της είπα ότι τελικά μάλλον τα πνίξαμε τα φαντάσματά μου.

Κάπου εκεί βγήκε στο δρόμο χλωμή αρκετά, αλλά όχι επαρκώς. Μπορεί από έρωτα, μπορεί από φόβο. Αλλά μοιάζουν μωρέ κάποιες φορές αυτά τα πράγματα.

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε