Η μόνη στιγμή που πιάνω μολύβι : 

Πάλι

Και κατέβηκαν.

Κουβαλούσαν κιβώτια,

Μα οι πλάτες τους κουβαλούσαν ιστορία.

Πλάτες όρθιες, ποτέ κυρτές.

Πλάτες έτοιμες να σηκώσουν τον κόσμο όλο.

Να κρατήσουν.

Και κράτησαν.

Στην αρχή τα χέρια τους.

Σάστισε η ψαρόβαρκα..

Δεν είχε ξαναδεί ανθρώπους πιο μεγάλους από τα κύματα.

Και μετά το λόγο τους,

και τα χέρια τα δικά μας.

Και ανέβηκαν.

Ανηφορίζει ο ήλιος στη Σιέρα Μαέστα,

και εκείνοι μαζί του.

Σαστίζει και το βουνό από τις άσπρες φορεσιές τους.

Τι άλλαξε; Σκέφτεται.

Όχι πολλά. Ο άνεμος και πάλι δεν είναι πρίμος.

Η μάχη άνιση, τα χαμόγελα ζωγραφισμένα σε σκούρο καμβά,

Τα μάτια ανίκητα.

Η ψυχή από λουλούδια, η πυγμή από πέτρα.

Τίποτα δεν άλλαξε.

Είχε καταχνιά, αλλά το βουνό κατάφερε να κλείσει το μάτι στη Σάντα Κλάρα.

Και οι γίγαντες στους πρόποδες φυλούσαν το κουφάρι τους.

Χορός

Έβαλα μουσική και έκλεισα τα μάτια.

Άφησα τις πατούσες μου

να τις σκηνοθετήσει ο Ταραντίνο.

Το λαιμό μου να κάνει μελωδία τα μαλλιά μου.

Γόνατα και στήθος, έγιναν ο παλμός

που ερμηνεύει τα μπάσα.

Στις παύσεις κράτησα την αναπνοή μου

για να τις διαβάσουν.

Και στον επόμενο χτύπο

έχτισα τις προσδοκίες μου για το κορμί μου όλο.

Ήθελα πολύ να γράψω

μα ο ρυθμός είναι δικτάτορας.

Τόσο απολαυστικά με εξουσιάζει

που κάποιες φορές θέλω να του τα δώσω όλα,

ακόμα και τις λέξεις μου.

Όσο κοντά κι αν φτάσω, θέλω να φτάσω πιο κοντά.

Δόλιο απωθημένο!

Αν δεν γίνω οι χτύποι δεν αρκεί. Ένστικτο, κληρονομιά αιώνων.

Κομπιάζει η περιγραφή μου, πρώτη φορά ανεπαρκής.

Εκεί που οι λέξεις παγιδεύουν

το σώμα ελευθερώνει, και είμαι τόσο ευγνώμων,

Είμαι τόσο ευγνώμων για τον χορό

που δίνει σάρκα σε μια άυλη λαχτάρα,

που αφήνει το ανήμερο πάθος για το ρυθμό να βρει τρόπο να ξεσπάσει.

Όταν το σώμα χορεύει, τα δάχτυλα, τα μάτια,

δεν είναι φιγούρες χορευτών.

Είναι ανάγκη, είναι δώρο,

για να διαβάζει ο άνθρωπος τη μουσική και υπό τον έρωτά της να σαλπάρει.

Στον άνθρωπο

«Δε θα με κάνετε ξανά αυτό που ήμουν.»

Σε αυτόν που το είπε, υποκλίνομαι.

Υποκλίνομαι στον άνθρωπο που αγωνίζεται,

πρώτα απ όλα ενάντια στον εαυτό του.

Υποκλίνομαι στον άνθρωπο που γυρίζει πίσω

για να δει τα λάθη του.

Στον άνθρωπο που παραδέχεται,

λες και αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο σκιάχτρο

της ανθρώπινης συνείδησης.

Υποκλίνομαι μπροστά σε όλους εμάς τους απαράλλαχτους αλάθητους

στον άνθρωπο που προσπαθεί να αλλάξει.

Δεν υποκλίνομαι στον άνθρωπο που έχασε την ανθρωπιά του,

αλλά θα κάνω μια μεγάλη υπόκλιση στον πόλεμο που κήρυξε για να μπορέσει να τη βρει.

Ενώπιον της δειλίας που ελπίζει σε υποχείρια αγρίμια,

θα υπερασπίζομαι πάντα το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στην εξέλιξη. 

Οι Σπουδαίοι

Απόψε μαζί με τα λουλούδια,

απόψε πάλι,

πλημμύρησαν οι δρόμοι

από σπουδαίους.

Σπουδαίους, μες στη σπουδαιότητά τους σεμνούς.

ποτέ λίγους, ποτέ μικρούς.

Ανθρώπους τεράστιους, σκληρούς.

Βράχους.

Φαγωμένους, με χαρακιές,

βράχους αγέρωχους.

Κι ας ξεθυμαίνουν πάνω τους κάθε φουρτούνας μαύρα κύματα.

Βράχους λαξεμένους με λεβέντικη ψυχή

να κρατούν στις πλάτες τους ολόκληρο τον κόσμο,

και με παφλασμούς

να πέφτει πάνω τους η θάλασσα, να ξεσηκώνεται η πλάση.

Όπως αθάνατος ταξιδεύει παφλασμός

με αλμύρα

από το μαγιάτικο Σικάγο.

Απόψε τα λουλούδια θαυμάζουνε τους βράχους.

Η άσφαλτος

Και είναι και αυτή η άσφαλτος εκεί,

Λιωμένη στην κατάρα της

όσο την μπουκώνουν με αίμα μαύρο

εκείνη να πίνει αμίλητο νερό.

Να πυρώνει το χαλίκι της ανθρώπινη ανάσα.

Ανάσα που στέρησαν με ακρίβεια. Την είπανε αμελητέα.

Ανάσα που χύθηκε για να γίνει η στερνή.

Μαρμαρωμένη να τρέμει τη χυδαιότητα του κόσμου.

Να τρώει τη χυδαιότητα του κόσμου,

που φτύνει την ομορφιά του,

μη και τύχει και την αντέξει.

Να διπλώνει στις στροφές , να τυλίγεται όσο πάει

μη και μαρτυρήσει πάλι

κάτω από μαύρες μπότες να πατάνε ό,τι βρουν.

Να πατάνε μαύρο δέρμα, κι άμα λάχει να πατάνε και την αλήθεια.

γιατί απλά είχαν την τύχη να έχουν πέλματα λευκά.

Και η άσφαλτος εκεί, καθηλωμένη στο φιμωμένο της χαλίκι,

μπροστά στο άνθρωπο που έχει για βάθρο του τη σκόνη.

Τη σκόνη και τα ψίχουλα μιας ψυχής που σκόρπισε στο τίποτα

μια ζωής που σπάραξε στα γρήγορα

σαν να μην ήταν ανθρώπινη αρκετά για να μην σπαράξει έτσι.

Ίσως εκεί, κάτω από το φθηνό το μίσος , τη δειλία που φτιάχνεται με επιβολή

Εκεί στο σαματά,

καθώς η βρωμιά τσαλαβουτάει στο «λευκό»

πανάκεια

να καλύπτει λεκέδες, κι ας είναι και από αίμα,

ίσως να μην ακούστηκε ο σπαραγμός του ανθρώπου που του στέρησαν τα πάντα,

Αλλά σήμερα ας κάνει φασαρία η οργή,

Να πέσει και να φάει την ησυχία τους που χρόνια τώρα πνίγει ανθρώπους.

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε