Μικρή Φόρμα

Ο σεμνός του Δαρβίνου


Ο σεμνός ξύπνησε και ήπιε τον καφέ του, ανάλαφρος που ακόμα μια μέρα χαρακτηριζόταν από έναν μόνο χαρακτηρισμό. Ευθύς αμέσως σηκώθηκε να σταθεί στο ύψος του. Ποιος να του έλεγε ότι σε λίγο θα στεκόταν στο ύψος του μένοντας καθιστός. Ντύθηκε με θέρμη και περίσσεια. «Περίσσεια τίνος πράγματος» θα πεταγόταν κάποιος καλοθελητής. Έτσι, περίσσεια σκέτη. Ό,τι και να ήταν επάξια του άρμοζε. Θεωρούσε.

Ίσιωσε την πλάτη του και ξεδιπλώθηκαν οι δύο τεράστιοι βράχοι που είχε για ώμους. Τεντώθηκε καλά καλά να πιάσουν όλο το χώρο και ξεκίνησε να ζήσει. Στητός και πελώριος είπε να τα βάλει με τους αιώνες. Εξάλλου βράχοι ήταν, τι να πάθαιναν κυνηγώντας την αιωνιότητα. Με τη χιλιετία για δευτερόλεπτο, οι βράχοι του ήταν από τους πιο αξιόλογους μαχητές του χρόνου. Έτεινε όμως να παραλείπει κάτι απαράλειπτο. Βέβαια τέτοιες παραλείψεις είναι ακριβώς παραλείψεις καθώς εξ' ορισμού μόνο επί τετελεσμένου μπορούν να γίνουν αντιληπτές. Και αυτό και πάλι αμφίβολο. Έρμαιο συνείδησης. Έτσι λοιπόν, με το μόχθο του τον αξιέπαινο φορτωμένος, βάδιζε όσο ο ήλιος κοιμόταν και ξυπνούσε και οι βράχοι θεόρατοι έλαμπαν όσο το φεγγάρι ξυπνούσε και κοιμόταν. Αλλά το φεγγάρι έφερε συνέπειες και πάντρεψε το χρόνο με τις συνθήκες που μέχρι τότε ήταν η μία αυτή παράλειψη. Και εμφανίστηκαν με παλίρροια. Και ενώ ο σεμνός περπατούσε στη στεριά, έγινε η στεριά θάλασσα.

Και η θάλασσα ξαφνικά δε χωρούσε τους ώμους του τους ασήκωτους και το αιχμηρό ανάστημά του. Πάλεψε αρκετά με τα κύματα. Αλλά όχι πολύ. Γνώριζε τη φύση και τη φυσική της και όλους αυτούς τους νόμους που λένε ότι τη διέπουν. Αλάτι και ορμή. Φθορά ή σωτηρία. Κυματισμός δίχως συνάρτηση και σκοτάδι. Σκοτείνιαζε. Η θάλασσα έφθειρε και έφθινε το τσάι γνωστού, μετέπειτα, φυσιοδίφη. Αλλά εκείνος θα έλεγε ας είναι φθορά αν είναι να είναι σωτηρία. Περνούσε η ώρα, περνούσε ο καιρός και πάλι ένας ήταν ο νόμος αυτός της νομοτέλειας.

Πίσω στη φουρτούνα, ο σεμνός ως εκ φύσεως περήφανος, ταλαντευόταν στα χαρακώματα του αναλλοίωτου και του εφικτού. Άκουγε το φυσιοδίφη το μετέπειτα γνωστό που κροτάλιζε πίσω από το τσαγερό του και έγλειφε στα χείλη του την ύπαρξη. Αλλά εκεί στη θάλασσα των αλλαγών σκεφτόταν ακόμα πόσες από αυτές θα ασπαζόταν στο όνομά της. Έβλεπε ανάμεσα στα αλατισμένα κύματα καθώς μια νέα πραγματικότητα ξημέρωνε, τις ακμές του να λειαίνονται και τον όγκο του να καταπίνεται για να μη βυθιστεί εντελώς. Το πέτρωμα του, στιβαρό, να γίνεται κόκκοι. Και της κάκιωσε λίγο της θάλασσας για τη νέα του μορφή.

Η οποία θάλασσα απλά είχε την ατυχία και έτυχε της συγκυρίας να χαρακτηρίζεται από διαβρωτικές, αποσαθρωτικές και άλλες αφομοιωτικές διεργασίες που μπορούν κα γλύφουν βράχους και εγωισμούς. Αναγκαστικά λοιπόν επιτέλεσε το δυσμενές έργο και ανέλαβε το ρόλο των εξωγενώς επιβεβλημένων συνθηκών.

Αλλά αργά ή γρήγορα κουράστηκε η Σελήνη και έφερε την άμπωτη και την απάλλαξε. Και έγινε η θάλασσα στεριά χωρίς τίποτα να είναι όπως πριν. Αυτά βέβαια τα έχουν οι συνθήκες. Μετουσιώνονται σε επιβληθείσες αλλαγές. Ακόμα και για το σεμνό που είχε μόνο ένα χαρακτηρισμό να το χαρακτηρίζει.

Ο οποίος βέβαια σεμνός ως, μέχρι πρότινος εκ φύσεως, περήφανος δεν αποδέχθηκε την πλήρη παράδοσή του στον αυτοσκοπό της επιβίωσης. Μείωσε τις κορυφές του, έκανε το πέτρωμά του άμμο και χαλίκι κράτησε όμως την περίσσεια αυτών και γέμισε σπιθαμή σπιθαμή το νέο του ανάστημα. Αυτό, το χαμηλό. Έσβησε το φως, γέλασε σεμνά, και έπεσε σε έναν ύπνο ανιστόρητο, μέχρι την επόμενη αναζήτηση της ετυμολογίας του.

Σεμνός< σεμνύνομαι < αρχαία ελληνικήσεμνύνομαι: (λόγιο) είμαι υπερήφανος για κάτι που αξίζει να με κάνει υπερήφανο

Η κηλίδα.

Ή αλλιώς: Μια ψευδής ελευθερία της συνείδησης της πλάνης


Ήταν μια φορά μια μορφή, του γένους των μορφών, των κλασικών γραφικών ανελεύθερων στα δόντια των γραφιάδων μορφών, προορισμένων να σηκώνουν μες στην ασάφειά τους πλήθος μεταφορών. Ήταν όσο πρέπει ουδέτερη με περίγραμμα ελλιπώς περιγραφικό, και με περιεχόμενο άριστα αόριστο. Είχε χρώμα μονόχρωμο αλλά από αυτό τον τόνο, τον απροσδιόριστα σπασμένο. Αυτόν που φυτεύει σπίθες σε έναν νου ακοίμητο. Ήταν από αυτές τις απρόσωπες μορφές. Με πρόσωπο ικανό στον ύμνο της παντοδυναμίας της αφαιρετικότητας να χάνει κάθε διακριτή ιδιότητα. Δεν είχε ό,τι δεν έπρεπε να έχει. Όνομα, σημάδια και άλλα τέτοια «δαιμόνια» που αμαυρώνουν μια καλοφτιαγμένη καθολοκληρία. Θα έλεγε κανείς πως της έπρεπε μια έννοια. Κάποιος λογοτέχνης ήταν έτοιμος να τη γραπώσει να τη βουτήξει στα άδυτα των κοινωνικών κατασκευασμάτων. Και να τη κάνει δοξασμένη μάρτυρα εννοιών και ιδεολογιών βαρυνούσης σημασίας. Της άρεσε το αρεστό για να τη θλίβει η θλίψη. Είχε την καλοραμμένη και άκρως μετρημένη ομορφιά της όποιας φιγούρας. Με πολύτιμα ανύπαρκτα χαρακτηριστικά πρόθυμα να δώσουν τη σάρκα τους σε σκαρφισμένα σενάρια κοινών ερωτημάτων. Έτοιμη άθελά της να αναπαραστήσει κάθε λογής ιδέα σε ένα κατ' επίφαση ελεύθερο κόσμο της φαντασίας που γεννιόταν πίσω ακριβώς από αυτό το «κάθε». Εγκλωβισμένη στην ισχύ μιας πένας να διαιωνίζει την ασάφειά της στο βωμό της πολυδυναμίας.

Ένα ακόμα πρωινό η πένα οδήγησε τη μορφή της στον ήλιο και την άφησε εκεί να λύσει τα μυστήρια και τις εσωτερικές της αναζητήσεις. Ο ήλιος έκανε τη βόλτα του και η ζωή προχώρησε λίγο παραπέρα για όλους. Όταν ήταν ήδη αργά η πένα γύρισε και μάζεψε τη μορφή στη σκιά της. Όλα ήταν τα ίδια: αόριστα και βαθυστόχαστα. Πέρα από κάτι. Κάτι συγκεκριμένο, κάτι αμυδρό στην παρειά της. Κοίταξε η μορφή το είδωλό της και στα κοινά της μάτια αντικατοπτρίστηκε η έως τότε ανελευθερία της. Μία κηλίδα ολόδική της, καθόλου φιλοσοφημένη, ανύπαρκτη ή αποκύημα κάποιας καθεστηκυίας φαντασίωσης. Μια κηλίδα σε ένα τόνο πιο σκούρο, με την αντίθεση αυτή να προσδιορίζει τον μέχρι τότε απροσδιόριστο τόνο της. Είχε περίγραμμα και μια απόχρωση καφέ. Είχε μια ιστορία. Είχε αιτία και παρελθόν, είχε ένα πρόσωπο να σταθεί, ένα σχήμα δικό της που καμία γενίκευση δεν θα το χάριζε ακριβώς ίδιο σε καμία άλλη. Είχε κάποια στιγμή στο χρόνο και κάποιον - όχι όποιον- να τη φέρει. Είχε πλέον, παρόν και μέλλον και ένα σαφές χαρακτηριστικό να τη λυτρώνει από την ασάφεια. Ένα πρόσωπο σημαδεμένο απαλλάσσεται σκέφτηκε από τη λογοτεχνική μετουσίωση. Ονειρεύτηκε τη ζωή της με όνομα. Θα ήταν σίγουρα δική της.

Σάστισε η πένα στο ενδεχόμενο και βάλθηκε εσπευσμένα να προσθέσει πλάι στην κηλίδα μια τόση δα επεξήγηση: Ένα μικρό ψεγάδι λοιπόν να δίνει οικειότητα.

Και τότε αντιλήφθηκε η μορφή ότι αυτή η μικρή σκιά ήταν μια ψευδής ελευθερία της συνείδησης της πλάνης. Είχε στο μάγουλό της άλλη μια αλληγορία. Και γέλασε η μορφή στην ασάφειά της. Και δόξασε τους ανθρώπους απτούς και συγκεκριμένους, χαραγμένους, μουτζουρωμένους με παρελθόν, επιθυμίες και χρώμα. Μικρούς και σπουδαίους. Αφέθηκε πια ελεύθερη στην πένα της, έτοιμη να γίνει ιδέα τους, να τους γνωρίσει.

Ταξίδι στο απόκεντρο της Γης


Το ζευγάρι των δύο ευυπόληπτων ανθρώπων με τα μελί μάτια και τα μελί ρούχα είχε μια αποτυχία. Είχε επίσης και μια κακοτυχία: Να είναι ευυπόληπτοι και να τους στοιχειώνει και ένα πνεύμα. Ψιλή ήταν. Ψιλή πάνω από το ύψιλον το πρώτο, να τους κάνει φτερό στον άνεμο αν τύχει και φυσούσε.

Και φύσηξε. Ήταν μια μέρα πριν το αύριο. Μια μέρα ιδιαίτερη σαν όλες τις άλλες. Γεμάτη αποτυχημένα εγχειρήματα να τα βιώνουν ως πρωτόγνωρα δόλιες συνειδήσεις. Το πνεύμα της ψιλής επιμελώς σεργιάνισε να κρεμαστεί πάνω από τις μελί υφάνσεις. Απαλλαγμένο από εαυτό, κίνητρα και άλλα τέτοια πάθη, αυτά τα παρατηρούσε ως τα συνήθη. Το ζευγάρι το αντιλήφθηκε και σάστισε για την υπόληψή του. Πούπουλο την ένιωθε έτοιμη να σηκωθεί με ένα μελτέμι να φύγει. Μάζεψαν την αποτυχία τους και τα μελιά τους μάτια και μίλησαν για νόστο. Την φόρτωσαν στις πλάτες τους, ο καθένας όχι στη δική του, και βγήκανε στον κόσμο. Κάποια μέτρα μετά και μερικά λεπτά οδύνης ήδη βάραινε ανυπόφορα το να την κουβαλούν μαζί τους. Πήραν μια σακούλα λευκή και είπαν να την κρύψουν. Την δίπλωσαν, την τσαλάκωσαν, την κουβάριασαν, απατηλά και ένοχα. Αντάλλαξαν βλέμμα υστερικό και το μελί έγινε λευκό να καθρεφτίζει σακούλα με ευθύνες. Θρόιζε δωσίλογα το πλαστικό σε κάθε τους ελπίδα. Λίγα τετράγωνα έμεναν και βάλθηκε η Γη να αλλάξει την τροχιά της, συμπαντική κατακραυγή για μια σακούλα λάθη. Μάζεψαν το σώμα τους, μάζεψαν και κάθε τι άλλο που θύμιζε υπόσταση, να μπουν μες στη σακούλα. Ένα τελευταίο μίλι για το ζευγάρι που πάσχιζε να πλυθεί από την υστεροφημία του λάθους, και πλέον μόνο η ψιλή έστεκε μοιραίος φανοστάτης.

Έφτασαν, γδύθηκαν και άπλωσαν. Άπλωσαν τις πλάτες τους, να ανοίξουν, να υπάρξουν. Άπλωσαν τα μάτια τους να δούνε χωρίς φόβο. Άπλωσαν και την αποτυχία τους να γίνει το χαλί τους. Χαλί στο καθιστικό, να φθείρει, να βρωμίσει. Να την πατήσουν βήματα και όνειρα καινούργια. Να θρέψει ζωές που τόλμησαν να την κουβαλήσουν. Έπειτα μαγείρεψαν. Με μπόλικη ζάχαρη και διόλου επιτυχία. Βούτηξαν στην μπανιέρα τους και φάγανε γλυκιά μακαρονάδα. Τα μάτια τους βάφτηκαν ξανά μελί με γυμνό νερό, γυμνά κορμιά και γη Γυμνή σε πέλματα μπλεγμένα. Απόμερα αγαπήθηκαν για όλα όσα ήταν, κατάπιαν ζάχαρη με βασιλικό και βούτηξαν ο ένας στον άλλον. Και ένας κόσμος ολόκληρος συσσωρεύτηκε σε ένα τόσο δα σημείο που η ψιλή δεν άντεξε και τη ρούφηξε η ύλη. Και από τότε το ύψιλον έστεκε βαρύ, χωρίς αμφισβητήσεις.

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε