Movie Nights
Διαδοχή

Αποφάσισα να γράψω πάλι γιατί κάτι με σκούντηξε και επομένως δεν γίνεται να μην. Τώρα αν αυτό θεωρηθεί κριτική δεν το γνωρίζω. Γνωρίζω όμως ότι δε θα είναι η ολοκληρωμένη , τυπική, κινηματογραφική κριτική, αλλά η επίδραση του σκουντήγματος. Όσο αυτή διαρκέσει.
Το είδα το Hereditary.
Το είδα χθες το βράδυ και σήμερα το πρωί είμαι στο πληκτρολόγιο και γράφω για το Hereditary. Τώρα αν αυτό είναι για καλό , ούτε εγώ δεν ξέρω ακόμα. Μάλλον θα το δούμε στο τέλος του κειμένου. Εκ πρώτης όψεως πάντως θα έλεγα ότι δεν είναι.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω ότι θα αναφέρομαι στην ταινία με τον όρο θρίλερ που χρησιμοποιείται ευρέως, κι ας μην χαρακτηρίζει ακριβώς την κατηγορία στην οποία εμπίπτει η συγκεκριμένη ταινία, ζητώντας την κατανόηση όλων σας , και λίγο παραπάνω του φίλου και κινηματογραφιστή, Γρηγόρη.
Ας κάνουμε την παραδοχή (λίγη σχολή ξεπετάχτηκε εδώ) ότι θρίλερ ονομάζεται κάθε ταινία η οποία θέλει, ανεξάρτητα αν το πετυχαίνει, να προκαλέσει τρόμο.
Άκουσα ότι το Hereditary κυκλοφορεί και ως «Δραματική με στοιχεία τρόμου». Εδώ θα πω ένα "όχι". Θα συμφωνήσω ότι η ταινία φρόντισε να φτιάξει χαρακτήρες - εκλείπουν δυστυχώς από τα θρίλερ -. Απλούς , αν εξαιρέσουμε κάποιες υπερβολές, καλά στημένους χαρακτήρες μάλιστα. Έχοντας φτιάξει λοιπόν τέσσερα καλά προφίλ- με εξαιρετική επιλογή ηθοποιών θα τονίσω εδώ- άρχισε να ξεδιπλώνει, με μαεστρία, θα συμφωνήσω κι εδώ, τις μεταξύ τους σχέσεις. Μέχρι που τις παραξεδίπλωσε και άρχισε να πατάει οποιαδήποτε μηδαμινή τσάκιση, πολλές φορές. Και με μανία. Αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Κέντησε λοιπόν με τους χαρακτήρες και τις ενδοοικογενειακές σχέσεις ένα πολύ όμορφο τραπεζομάντηλο και στη συνέχεια σέρβιρε τον τρόμο. Γιατί όπως και να το κάνουμε, όποιος πάει στις αίθουσες χωρίς να έχει διαβάσει προκαταβολικά για τα υποτιθέμενα κρυμμένα νοήματα θα καταλάβει ότι σκοπός της ταινίας είναι να προκαλέσει τρόμο. Ακόμα και η εξέλιξη των μεταξύ τους σχέσεων δε δίνεται σε κάποια κοινωνική βάση. Δίνεται στην ξεκάθαρη βάση ότι η ιδέα ότι το αγαπημένο σου πρόσωπο μπορεί να σε σκοτώσει καθώς κοιμάσαι, δένει κόμπο το στομάχι κάθε ανθρώπου. Το ότι ο τρόμος ήταν ντυμένος με δράμα για να επιστρατεύσει συναίσθημα και εμπλοκή με τους χαρακτήρες-δύσκολο εξαιτίας των ίδιων των χαρακτήρων- δεν το κάνει κάτι άλλο. Και δεν είμαι εγώ που κρίνω ότι η συγκριμένη ταινία δεν εντάσσεται στις κοινωνικοδραματικές. Το δήλωσε η ίδια από μόνη της στο πρώτο πλάνο. Στο πρώτο υπέροχο αυτό πλάνο. Έτσι όπως περιστρεφόταν ανατριχιαστικά αργά η κάμερα γύρω στο δωμάτιο, με τη συγκλονιστική μουσική να τριβελίζει τους κροτάφους σου, ήξερες ήδη ότι αναπαυτικά στη θέση σου δεν πρόκειται να καθίσεις. Αυτό ήθελε. Δε σε ήθελε νηφάλιο να συνειδητοποιείς και να ερμηνεύεις συμπεριφορές. Σε ήθελε ευάλωτο στο να σου προκαλέσει το δικό της τρόμο. Το σκοπό της λοιπόν, αφού τον ξεδιαλύναμε, αναγνωρίζω ότι τον πέτυχε. Δύο ώρες και εννέα λεπτά πέρασαν πραγματικά άβολα. Και νιώθω ότι βγαίνει κάποια αρνητική χροιά στα λεγόμενά μου, αλλά καθόλου αρνητική δεν είναι. Δεν έχω καμία απαίτηση το θρίλερ που θα δω να μου μεταφέρει κάποιο ιδιαίτερο μήνυμα. Θέλω μια καλή ιστορία σε ένα καλά κεντημένο τραπεζομάντηλο. Γιατί ο τρόμος είναι εύκολος. Στο σερβίρισμα έγκειται η διαφορά.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, το πρώτο μέρος του έργου κατά τη γνώμη μου ήταν πραγματικά ένα αριστούργημα. Και αν κάποιο χαρακτηριστικό μου με διακρίνει από έναν απλό θεατή , τότε αυτό είναι η λατρεία μου για τα θρίλερ. Οπότε επιτρέψτε μου να παθιαστώ λίγο και να εξηγήσω πώς και τόλμησα να χρησιμοποιήσω τη λέξη «αριστούργημα».
Θα αρχίσω από αυτό.
Όσο γράφω τώρα κάθομαι στο γραφείο κοιτώντας την οθόνη του υπολογιστή. Η πόρτα του δωματίου είναι πίσω από την πλάτη μου. Αν κάποιος αυτή τη στιγμή περπατήσει αθόρυβα έρθει πίσω μου, πιάσει τον ώμο μου ή χτυπήσει ένα παλαμάκι, θα τρομάξω. Θα πεταχτώ από τη θέση μου. Είναι σίγουρο. Οι παλμοί μου θα ανέβουν για μερικά δευτερόλεπτα. Θα χρειαστώ λίγο χρόνο να συνέλθω και μετά θα συνεχίσω να γράφω. Αυτός είναι τρόμος αντανακλαστικός. Η μόνη προσπάθεια που χρειάστηκε ίσως, ήταν να περπατήσει αυτός ο κάποιος αθόρυβα μέχρι να φτάσει πίσω μου, από εκεί και πέρα, το ότι θα τρόμαζα ήταν δεδομένο.
Υπάρχει όμως και ο πιο εσωτερικός τρόμος. Πάλι καθισμένη μπροστά στον υπολογιστή με την πόρτα του δωματίου πίσω μου. Αυτή τη φορά κανείς δεν μπαίνει, δεν με αγγίζει , δεν κάνει κάποιο δυνατό θόρυβο. Εγώ όμως έχω την αίσθηση ότι κάποιος μπορεί να μπει 'όσο εγώ δεν κοιτάζω. Δεν ανεβαίνουν ιδιαίτερα οι παλμοί μου, δεν πετάγομαι. Όμως θα χαμηλώσω κάποια στιγμή τη μουσική για να αφουγκραστώ την απόλυτη ησυχία. Θα γυρίσω πίσω μου απότομα για να κοιτάξω το άδειο δωμάτιο , και σε καμία περίπτωση δε θα κάθομαι με άνεση στην καρέκλα μου μπροστά στην οθόνη. Αυτό δε θα διαρκέσει λίγα δευτερόλεπτα, θα είναι εκεί μαζί μου μέχρι να φύγω από το δωμάτιο, και θα επιστρέψει όταν επιστρέψω.
Το να προκαλέσεις σε κάποιον μια εσωτερική, βαθειά, αίσθηση φόβου, χωρίς να εκμεταλλευτείς τις ενστικτώδεις αντιδράσεις του στο ξάφνιασμα ή σε ένα αποκρουστικό θέαμα , αποτελεί μία πραγματική πρόκληση. Το Hereditary την κέρδισε. Σίγουρα στο πρώτο μισό.
Είδαμε και ένα θρίλερ που δεν ξεκίνησε με jump scare. Είδαμε και ένα θρίλερ που και συνολικά δεν είχε παρά ελάχιστα jump scares. Ένα θρίλερ με βασανιστικά αργά, γενικά, περιμετρικά πλάνα. Με συγκλονιστική μουσική -και ήχους- που χόρευε τη ραχοκοκαλιά σου δύο ώρες σχεδόν συνεχόμενα αποφεύγοντας να σε προετοιμάσει και προτιμώντας να παίξει λίγο ακόμα με τους τεταμένους νευρώνες σου. Υπήρχαν σκηνές που δεν γινόταν τίποτα. Υπήρχαν σκηνές, ολόκληρα λεπτά, απόλυτης σιγής που ευχόσουν κάτι επιτέλους να σε τρομάξει για να σε λυτρώσει από την ένταση. Και δεν είναι ότι δεν τα έχουμε ξανασυναντήσει ποτέ. Είναι ότι συνδυάστηκαν με τέτοια κομψότητα. Οδηγώντας σε τέτοιο ντελικάτο βαθύ τρόμο.
Είδαμε και ένα θρίλερ με τέσσερις φάτσες. Δε θα μιλήσω για ηθοποιούς. Ήταν λες και ο ρόλος τους ήταν γραμμένος στα πρόσωπά τους. Η εξάντληση της ψυχικά άρρωστης μητέρας, δε θα μπορούσε να ερμηνευθεί καλύτερα, από την ένταση στο μέτωπο και τα φρύδια της και τα κουρασμένα βαθουλώματα γύρω από τα μάτια της. Η ανοχή του πατέρα που βλέπει την οικογένειά του να καταστρέφεται αλλά κάνει τα πάντα για να την κρατήσει ενωμένη, δε θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα από ένα φρεσκοξυρισμένο και ελαφρώς κρεμασμένο πρόσωπο κάτω από ένα ζευγάρι πράα μάτια. Μετά ήταν ο έφηβος Πίτερ με πρόσωπο πιο πολύ παιδικό από αντρικό , απόμακρη έκφραση θλίψης και ένα σύνολο έντονα σκούρα χαρακτηριστικά που μπόρεσαν να φιλοξενήσουν με τραγική αρμονία την έκφραση του να έχεις σκοτώσει κατά λάθος την αδερφή σου. Και ήταν και η Τσάρλι.
Έχουμε δει εκατοντάδες κοριτσάκια σε θρίλερ, αλλά, επιτρέψτε μου, τέτοια υπέροχη σκατόφατσα δεν έχουμε ξαναδεί. Με ξανθό, ανάκατο μαλλί, μάγουλα, και σουφρωμένα μονίμως χείλια που μοιάζουν να δείχνουν μία απέχθεια για τα πάντα, δύσκολα τη βγάζεις από το μυαλό σου. Όπως οδηγούσα σήμερα, είχα μία έντονη αίσθηση ότι θα τη δω στον καθρέφτη κοιτώντας το πίσω κάθισμα. Η Τσάρλι, ο τρόπος που μασουλάει γλυκά και οι ήχοι που βγάζει είναι από τα πιο δυνατά χαρτιά του Hereditary. Ο θάνατός της είναι το πιο δυνατό όμως.
Η ταινία ξεκινάει και βλέπουμε ένα μεγάλο, οικογενειακό, ξύλινο σπίτι κοντά σε δάσος , μακριά από την πόλη. Μετά βλέπουμε τις σκηνές να εστιάζουν στην Τσάρλι, το μικρό κορίτσι της οικογένειας, το οποίο αρχίζει και συμπεριφέρεται περίεργα. Αρχικά ζωγραφίζει περίεργα σκίτσα, κόβει λαιμούς από πουλάκια και όλα τα καλά. Έχουμε βρει την πεπατημένη μας. Θάνατος, οικογένεια, απομακρυσμένο σπίτι και κοριτσάκι που δεν συμπεριφέρεται και πολύ φυσιολογικά. Έχει και μια χαριτωμένη συνήθεια η Τσάρλι να κάνει έναν χαρακτηριστικό ήχο με τη γλώσσα της, οπότε συμπληρώνεται το παζλ. Έχουμε βρει το βασικό χαρακτήρα και τώρα περιμένουμε να αρχίσει να «παίζει» με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας , ξεδιπλώνοντας το κλασικό μοτίβο των θρίλερ. Και εκεί που το περιμένουμε, το κεφάλι της Τσάρλι βρίσκει σε μία κολώνα, κόβεται και πέφτει κάτω. Και εκεί χειροκροτούμε το Hereditary.
Τα πρώτα δευτερόλεπτα ήμουν σε πλήρη άρνηση. Το κλασικό μοτίβο των θρίλερ δεν επέτρεπε μια τέτοια εξέλιξη. Γυρίζω επί τόπου και ρωτάω το φίλο μου: Πέθανε?? Αποκλείεται να πέθανε. Μου απαντάει: Κοίτα, για να της κόπηκε το κεφάλι, μάλλον πέθανε.
Και πέθανε. Και πάει ο βασικός χαρακτήρας και πάει η πεπατημένη και σχεδόν μπορείς να το ακούσεις στην αίθουσα ότι το κοινό αισθάνεται χαμένο. Σα να μη ξέρει τώρα πώς να δει το θρίλερ. Ναι, το χειροκροτούμε. Τώρα αν τα μυρμήγκια και τα πιο gory πλάνα ήταν απαραίτητα, δεν έχω καταλήξει. Αν σταματούσαν σε εκείνο το σημείο , ίσως ήταν το παραπάνω αλατάκι στη μέχρι στιγμής κομψότητα και καλαισθησία των υπόλοιπων σκηνών.
Οι σκηνές πριν και μετά το θάνατο της Τσάρλι θεωρώ πως θα μείνουν στις πολύ καλτ σκηνές του κινηματογράφου. Η Τσάρλι με τον Πίτερ στο πάρτι, να ακολουθεί τον αδερφό της κατά βήμα ενώ εκείνος προσπαθεί να κάνει κατάσταση με μια κοπέλα και να καπνίσει χόρτο, η Τσάρλι να τρώει με μανία το κέικ με τους ξηρούς καρπούς, η Τσάρλι να παλεύει να πάρει ανάσα μπροστά στο ναργιλέ του αδερφού της, η Τσάρλι να χτυπά στην κολώνα και να της κόβεται το κεφάλι, ο Πίτερ να μένει ακίνητος, ο Πίτερ να περπατά στο διάδρομο του σπιτιού του, έχοντας μόλις κατά λάθος σκοτώσει την αδερφή του και να ξαπλώνει στο κρεβάτι του, η κραυγή της μάνας που μπαίνει στο αυτοκίνητο για να πάει σουπερ μάρκετ και βλέπει το ακέφαλο σώμα της κόρης της, ο θρήνος της μάνας. Εκεί το Hereditary χάραξε την υπογραφή του στον κόσμο των θρίλερ.
Και έπειτα επιδίωξε να τη σκεπάσει με μία ώρα φθηνού τρόμου, αστείου σεναρίου και κακόγουστων σκηνών.
Ξαφνικά η ανασφάλεια του σεναριογράφου αποφάσισε μάλλον ότι ήταν πολύ ιδιαίτερο, το πραγματικά όμορφο θρίλερ που είχε φτιάξει , για το κοινό , και ότι θα έπρεπε να το μπουκώσει με ό,τι μπορούσε να βρει μπροστά του.
Έγραψα προηγουμένως ότι σε κάποιο σημείο «τις παραξεδίπλωσε και άρχισε να πατάει οποιαδήποτε μηδαμινή τσάκιση, πολλές φορές. Και με μανία.»,αναφερόμενη στις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Μιας και μιλάμε για διαδοχή λοιπόν, το αινιγματικό και ντελικάτο πρώτο μέρος, που με υπονοούμενα και ωραίους διαλόγους έριχνε φως στο ιστορικό της οικογένειας, διαδέχθηκε ένα δεύτερο μέρος που σου πέταγε στα μούτρα κατ' επανάληψη ό,τι έπρεπε να γίνει κατανοητό. Είχαμε καταλάβει την άσχημη σχέση που είχε η μάνα με το γιο. Το είδαμε στους διαλόγους, το είδαμε στο τσακωμό, το είδαμε στις αφηγήσεις για το σπίρτο, το είδαμε στην επιθυμία της για αποβολή που ξεκάθαρα ειπώθηκε, και το είδαμε και στις δεκάδες φορές που προσπάθησε να τον σκοτώσει υπνοβατώντας ή όχι. Το εμπεδώσαμε. Το κουράσαμε.
Αυτές οι υπερβολές όμως είναι μάλλον επουσιώδεις μπροστά στη γενικότερη κατρακύλα της ταινίας.
Ήρθαν και τα Jump Scares, ήρθαν και οι αναλήψεις στου ουρανούς, ήρθαν και τα σκαρφαλώματα στους τοίχους. Χάθηκαν οι χαρακτήρες.
Όπως ανέφερα και κάπου παραπάνω, είμαι θριλερόβια. Τα λατρεύω τα θρίλερ. Δεν πρέπει να είχα καν πάει Γυμνάσιο όταν ζητούσα από τον μπαμπά μου να μου φέρει από το Video Club ταινία με «νεκρά κοριτσάκια» γιατί μόνο τέτοιες έβλεπα. Αλλά εγώ η ίδια είμαι αυτή που πλέον δηλώνω πώς φ-τ-α-ν-ε-ι με το μεταφυσικό. Αλήθεια, όχι άλλο.
Καθ όλη τη διάρκεια του έργου ευχόμουν να το κρατήσει στο ρεαλιστικό επίπεδο. Περισσότερο από την ίδια την ταινία φοβόμουν μην κάνει κάποιο γύρισμα στο μεταφυσικό και καταστρέψει ό,τι είχε χτίσει μέχρι στιγμής. Και από τη μέση και μετά το έκανε. Στην πρώτη αναφορά της λέξης «μέντιουμ» είχαν ήδη αρχίσει να ξεθωριάζουν οι καλές σκηνές του πρώτου μέρους. Από εκεί και έπειτα, σε κάθε σεάνς που γινόταν και σε κάθε αναφορά στο Θεο -δεν-ξερω-κι-εγώ-πώς-τον-λένε Παινάμ , οι όμορφες σκηνές με τα αργά πλάνα και τους ήχους που τσάκιζαν τα νεύρα σου, απλά διαγράφονταν. Έφτασα γρήγορα στο σημείο να αναρωτιέμαι γιατί την έβλεπα αυτή την ταινία.
Γενικά για τη δημιουργία ενός θρίλερ, άμα θέλεις να περιλάβεις και κάποιες πιο ακραίες σκηνές θα πρέπει να ακολουθήσεις συνήθως ένα από τα δύο βασικά μονοπάτια. Είτε να φορτώσεις σε κάποιον χαρακτήρα σου κάποια ψυχική διαταραχή για να δικαιολογήσεις αυτή την «εκτός εαυτού» συμπεριφορά, είτε να φέρεις δαίμονες, φαντάσματα και της Παναγιάς τα μάτια. Το Hereditary φάνηκε αρχικά ότι αποφάσισε να το πάει με τη σχιζοφρένεια της μάνας. Εκεί ξεφυσήξαμε με ανακούφιση που θα γλιτώναμε τα χιλιοφορεμένα στοιχειά. Αλλά βιαστήκαμε.
Στη συνέχεια φάνηκε ότι αποφάσισε να προσφέρει λίγο περισσότερο φθηνό τρόμο και φόρτωσε με σχιζοφρένεια και τα δύο παιδιά της οικογένειας. Σε αυτό το σημείο, τα οράματα και οι υπνοβασίες φάνηκε ότι δεν του αρκούσαν και αποφάσισε να εκμεταλλευτεί στο χείριστο βαθμό και το δεύτερο μονοπάτι και για έξτρα θέαμα αποφάσισε να φορτώσει το σπίτι των Graham με έναν ντουνιά στοιχειά που θέλανε να έχουν αντρικό σώμα. Αλλά και πάλι δεν έφτανε! Ας βάλουμε και σατανιστικές τελετές και ανθρωποθυσίες στο θεό ήλιο -γιατί οι ακτίνες γύρω από το σκουληκιασμένο κεφάλι της Τσάρλι , λίγο σε θεό Ήλιο παρέπεμπαν- και γυμνούς άντρες στο δάσος να τελούν μυσταγωγίες .
Ντελικάτο, καλαίσθητο θρίλερ χαρακτήρων, με βαθειά και καλή αίσθηση «ντυμένου» φόβου είπαμε;
Και θα κλείσω με αυτό τον προβληματισμό μου. Ήδη στην Α Λυκείου στα Γαλλικά μας έκαναν σε κάθε μάθημα κήρυγμα ότι στο δοκίμιο που θα γράφαμε θα έπρεπε να γράψουμε πρώτα τον επίλογο για να ξέρουμε που θέλουμε να καταλήξει το κείμενό μας. Αυτό είναι να υποθέσω κάτι το οποίο οι σεναριογράφοι οι περισσότεροι αγνοούν ; Αν το γνωρίζουν και απλά αδιαφορούν , θα ήθελα να πω ότι δε θα έπρεπε. Όποιος βλέπει μια ταινία, τη βλέπει για το τέλος της. Δεν λειτουργεί ακριβώς σαν το «σημασία έχει το ταξίδι, όχι ο προορισμός» σε περίπτωση που έχει γίνει κάποια παρεξήγηση μιας και συχνά χρησιμοποιείται η φράση αυτή. Ο θεατής θέλει να βγάλει νόημα. Η αίσθηση που θα έχει όταν πέσουν ο τίτλοι τέλους θα είναι αυτή που θα διαμορφώσει την τελική άποψή του για την ταινία που παρακολούθησε.
Και ο Θεός Παινάμ δε βοήθησε πραγματικά καθόλου.
Είναι μία πάρα πάρα πολύ κακή ταινία για την ταινιάρα που θα μπορούσε να ήταν.
Υ.Γ. Πολυχρησιμοποιημένο και καθόλου σχετικό με τη συγκεκριμένη ταινία, αλλά το δεύτερο πλάνο που δείχνει τη μάνα σε μία γωνία του ταβανιού φρικάρει πολύ άσχημα και μπράβο.
Η Μορφή του Νερού
Εξωτερίκευση Εσωτερικού Διαλόγου

Δεν μου αρέσουν οι κριτικές και μου αρέσει να γράφω. Οπότε αυτό μάλλον δε θα είναι μια ολοκληρωμένη κριτική.
Επίσης, είδα το «Η μορφή του νερού» και δεν μου άρεσε.
Πάρα πολύ όμορφο παραμύθι με τα «όλα του», με αποτέλεσμα αυτά τα «όλα του» να το κάνουν πάρα πολύ κοινό παραμύθι για να πάρει αν όχι οποιοδήποτε Όσκαρ, το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Όλοι οι χαρακτήρες όμορφοι και περιποιημένοι , και καθόλου δεν αναφέρομαι στη σκηνική τους παρουσία. Καλά γραμμένοι για να έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά , τα οποία μάλιστα έντυναν με επιμέλεια τις κινήσεις τους στην εξέλιξη του παραμυθιού. Τόση ήταν η επιμέλεια τους , και θα τη χαρακτήριζα και συνέπεια, που από το πρώτο ξετύλιγμά τους στην οθόνη, γνωρίζαμε τι ρόλο θα διαδραματίσουν στην πορεία. Σίγουρα δεν πέσαμε έξω. Θα ήταν δύσκολο να πέσουμε.
Τι είχαμε; Έναν όμορφο, πλούσιο, σαδιστή κακό. Χωρίστρα, τιράντες, ηλεκτροσόκ, οικογένεια και Κάντιλακ. Μετά είχαμε τον καλό επιστήμονα που θυσίασε το συμφέρον του για να σώσει ένα πλάσμα που θεωρούσε βιολογικά σπουδαίο. Και προφανώς τον σκότωσαν. Είχαμε μία γλυκύτατη , παχουλή, μεσήλικη μαύρη. Της άρεσε το κουτσομπολιό, ήταν συνεπής στη δουλειά της, και η αγαπημένη της συνήθεια ήταν να σχολιάζει τον «αχαΐρευτο» σύζυγό της . Φυσικά ήταν και πολύ καλή φίλη, ακόμα και προστάτιδα, και έκανε και πικάντικες ερωτήσεις. Βοήθησε στη διάσωση του προαναφερόμενου πλάσματος και τελευταία στιγμή έβγαλε και γλώσσα στον αχαΐρευτο. Τι μας έμειναν; Δύο μοναχικοί τύποι. Γείτονες. Ένας μοναχικός ζωγράφος που αναζητά τον έρωτα και τη συντροφιά -καθώς και τα μαλλιά του- , και η πρωταγωνίστρια, μία μουγκή , μαζεμένη, γλυκιά καθαρίστρια. Τι από αυτά δεν έχουμε ξαναδεί; Τίποτα. -Διπλή άρνηση.- Τόσο κλασική σύνθεση χαρακτήρων μιας όμορφης ιστορίας που θα αναδείξει νικητές τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους των ατελειών. Ακόμα και η αντίθεση ανάμεσα σε φαινομενικά «ξενέρωτους», «καθώς πρέπει» χαρακτήρες που τελικά αποκαλύπτεται να βρίσκονται σε σεξουαλική αναζήτηση με έντονες σεξουαλικές επιθυμίες έχει ήδη κορεστεί στο χώρο των πιο κουλτουριάρικων - έστω αισθητικά- ταινιών.
Και όσον αφορά στην αισθητική, πολύ όμορφο το πετρόλ που κυριαρχούσε μαζί με τις βαριές σωληνώσεις και τις κομψές φορεσιές του προσωπικού του κυβερνητικού εργαστηρίου , και σίγουρα αν το βλέπαμε για πρώτη φορά θα ήταν συγκλονιστικό. Δεν το βλέπαμε για πρώτη φορά. Πόσες φορές μέσα στα τελευταία χρόνια έχουν χρησιμοποιηθεί τεράστιοι εσωτερικοί, αποστειρωμένοι χώροι, με τεράστιες δεξαμενές, και όγκους νερού, ή οτιδήποτε άλλο το οποίο σε συνδυασμό με την απόλυτη τάξη και τους κλειστούς χώρους μας προκαλεί ένα άβολο αίσθημα; Και κάπου εδώ έγινε και το εξής περίεργο.
Ωραίο όλο αυτό το κλίμα των εγκαταστάσεων όμως γρήγορα χάθηκε το μυστήριο. Τίποτα δεν υπονοήθηκε. Θα μπορούσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μορφή του νερού που ζει μέσα στις δεξαμενές. Αλλά όλα έγιναν γρήγορα πάρα πολύ συγκεκριμένα. Μας τα έδωσε όλα. Καμία αμφιβολία, κανένα θολό σημείο να γεμίσουμε με τη φαντασία μας. Είδαμε το νερό, πραγματικά, σε κάθε του μορφή. Νερό που βράζουν αυγά, νερό να πλημμυρίζει, νερό να στάζει , νερό της βροχής, σταγόνες σε τζάμι. Γνωρίσαμε και την ίδια τη μορφή, αυτό το ανθρωπόμορφο ψάρι. Μπορούσαμε σχεδόν να μετρήσουμε τις γραμμώσεις του ψαριού και μάθαμε ακόμα πώς έκανε μαζί του έρωτα η καθαρίστρια που δύο λεπτά πριν προβληθεί στην οθόνη μία χαρακτηριστική περιγραφή, σίγουρα όλοι είχαμε αναρωτηθεί. Σε άλλες ταινίες το να είναι όλα ξεκάθαρα είναι και το κλειδί. Σε ένα παραμύθι όμως, η τόση σαφήνεια αφαιρεί φαντασία και μαγεία.
Μου άρεσαν όμως τρία νομίζω πράγματα. Μου άρεσε που ο κακός ήθελε τη μουγκή. Όχι ότι τον μάγεψε σταδιακά ο χαρακτήρας της και την συμπάθησε. Ούτε ότι με την επαφή μαζί της άρχισε να γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Την ήθελε ερωτικά και μόνο. Την ήθελε επειδή τον ερέθιζε που ήταν μουγκή. Αυτή ήταν μία έξυπνη και ιδιαίτερη προσέγγιση της διαφορετικότητας που μου τράβηξε περισσότερο το ενδιαφέρον από άλλα χιλιοειπωμένα διδάγματα.
Και τα σάπια του δάχτυλα μου άρεσαν. Δε θέλω να το πάω αλληγορικά. Έχει πολλές αλληγορικές ερμηνείες, αρκετά προφανείς μάλιστα. Αλλά ας βγάλουμε λίγο το στοιχείο των «μηνυμάτων» που συχνά καταστρέφει τον τρόπο που βλέπουμε ένα έργο . Πού έχουμε ξαναδεί έναν «κακό» και πολύ «κακό» μάλιστα να ασχολείται καθ όλη τη διάρκεια της ιστορίας με τα δύο μαύρα σαπισμένα δάχτυλά του τα οποία μάλιστα μυρίζουν και άσχημα λόγω της μόλυνσης; Όλα στην εντέλεια πάνω του και δύο μαύρα δάχτυλα. Δεν το έχουμε ξαναδεί.
Τέλος, ενθουσιάστηκα με το γεγονός ότι δεν περάσαμε την κουραστική φάση έκανε-κάτι-κακό-το-τέρας-ας-το-μισήσουμε-ας-τα-χαλάσουμε-όλα-για-λίγο-και-τελικά-να-κατανοήσουμε-και-να-αποδεχθούμε-την-άγρια-φύση-του. Το τέρας μας λοιπόν ξαφνικά έφαγε την Πανδώρα. Η Πανδώρα ήταν μία γατούλα. Σε εκείνο το σημείο πανικοβλήθηκα ότι ο ζωγράφος θα το αντιπαθήσει και θα πρέπει να το περάσουμε όλο αυτό. Για καλή μας τύχη ο ζωγράφος ήταν πολύ συνειδητοποιημένος και αμέσως είπε κάτι τύπου «Είναι η άγρια φύση του. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι αυτό» και μετά αγκαλιάστηκαν. Ήταν μια μετάβαση που όλοι ξέραμε ότι σε κάποια στιγμή του έργου θα έπρεπε να περάσουμε. Ήταν μεγάλο ευτύχημα που έγινε τόσο «ανώδυνα».
Για το ψάρι τελικά που ήταν θεός δε θα μιλήσω νομίζω . Όπως δε θα μιλήσω και για όλα αυτά που διάβασα περί «υπέροχης ρομαντικής ιστορίας», «ύμνου της διαφορετικότητας», «ισχυρότατης κριτικής της καθεστηκυίας τάξης». Τίποτα από αυτά δεν μπόρεσα να δω. Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να μπορώ να τα δω κιόλας. Ήταν ένα παραμύθι. Ίσως λίγο πιο απλοϊκό και γλυκανάλατο απ΄ότι θα ήθελα.
Αλλά ας ξεχάσουμε εν τέλει όλα τα άλλα. Και σίγουρα είναι πολύτιμη η διαφορετικότητα. Αλλά ποιος μπορεί να δεθεί με ένα ρομάντζο με ένα ψηλό ψάρι;