Ο Φαφούτης και οι άτιμοι αστροναύτες
Φίλησα τον εφιάλτη μου

«Τι θα φάμε;»
Κοιτούσε το ντουλάπι. Εκείνο δεν την κοιτούσε πίσω. Ντρεπόταν. Θα ήθελε πολύ να την κοίταζε λίγο στα μάτια. Πήγαιναν μέρες που κάποιος το είχε κάνει.
«Σούπα με αυγό και φύτρες. Το λάχανο από χθες τελείωσε. Έμεινε δηλαδή λίγο στο πιάτο σου αλλά ξεχάσαμε να το βάλουμε στο ψυγείο το βράδυ.»
«Λάχανο είναι. Το 'χες παραβράσει κιόλας. Τι να έπαθε;»
«Το 'δωσα στη γάτα». Ήταν ακόμα στραμμένη στο ντουλάπι. Το ντουλάπι ήταν σχεδόν άδειο. Και σχεδόν γεμάτο από τη μαυρίλα του κενού. Μία τετραγωνισμένη άβυσσος στα μέτρα της ασφυκτικής, μικροσκοπικής κουζίνας. Το χέρι της κρεμόταν από το πόμολό του. «Της το έριξα στο διάδρομο.» Έπιασε επιτέλους το ματσάκι με τις φύτρες φασολιού.
«Μα τι σου είπα...»
«Το κλώτσησα στις σκάλες το πατάκι.» Έπνιξε τα λόγια του με τη σταθερή φωνή της. Θα έπνιγε ό,τι χρειαζόταν. Αυτή την απόφαση είχε πάρει στα ξάγρυπνα βράδια της. « Κατρακύλησε. Έκανε τέτοιο θόρυβο. Ποιος ξέρει τι θα νόμιζαν στον όροφό μας και στον από κάτω. Άκουσα να κοιτάνε από τα ματάκια, θα λένε ότι πέταξα κάνα πτώμα. Ούτε ένας δεν άνοιξε. Φοβούνται τη σκιά τους τα κουτορνίθια!»
Γέλασαν. Τα μάγουλά του φούσκωσαν. Ξεπρόβαλαν τα φαφούτικα ούλα του. Χάρηκε που τα είδε. Είχαν καιρό να γελάσουν με τον Φαφούτη. Έτσι τον φώναζε, «Φαφούτη». Απ΄ όταν τον παντρεύτηκε του έλειπαν τρία δόντια. Καλά κι εκείνης της έλειπε ένα, αλλά τι ήταν το ένα μπροστά στα τρία τα δικά του.
«Εγώ δεν άκουσα τίποτα πάντως.»
«Εσύ κοιμόσουν σαν βόδι το πρωί.» Ξέπλυνε το κατσαρολάκι που είχε στο νεροχύτη από χθες να μουλιάζει. Ίσως να μην έπρεπε να το έχει πει αυτό.
«Τελικά τι θα φτιάξεις;»
«Τη σούπα με το αυγό » Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα. Δήθεν αδιάφορα, δήθεν με την ίδια σταθερή φωνή, «πεινάς;» ρώτησε. Το βλέμμα της καρφωμένο, πλενόταν με το κατσαρολάκι.
«Φτιάξε τη σούπα.»
Δεν πεινούσε καθόλου, και το ήξεραν και οι δύο.
«Πέντε ημέρες και 17 ώρες.» Στη λέξη «ώρες» η μπαγιάτικη μύτη του μολυβιού γλίστρησε σε μία σταγόνα τσάι που μόλις είχε βρέξει το λεπτό χαρτί. Άφησε ένα πλαδαρό μουδιασμένο αποτύπωμα και βιαστικά επέστρεψε στη στεγνή επιφάνεια. Αν ήταν πιο ακονισμένη η μύτη του το χαρτί θα είχε σκιστεί. Αν ο Φαφούτης είχε σταματήσει να πηγαίνει στο εργοστάσιο από τη μέρα που το έμαθαν, ίσως να μην χρειαζόταν τώρα να γράφει στο αναθεματισμένο χαρτί. Οι ώρες περνούσαν. Πολύ αργά αλλά τελικά περνούσαν. Η προηγούμενη καταχώρησή της έγραφε: Τέσσερις ημέρες και 13 ώρες. Καλό δεν ήταν αυτό;
Σήκωσε το κεφάλι της για να τον παρατηρήσει καθισμένο στην πολυθρόνα του στο σαλόνι, με το τσάι του και τα πόδια απλωμένα στο μικρό τραπέζι. Κοιτούσε τη σβηστή τηλεόραση , την οποία ο ίδιος είχε σβήσει πριν τέσσερις ημέρες και από τότε κανένας απ' τους δυο τους δεν είχε τολμήσει να ξανανοίξει. Περίμενε.
Κι εκείνη περίμενε αλλά εκείνη καθόταν στην κουζίνα. Αν πήγαινε στο σαλόνι, η σκληρή φωνή του που την έδιωχνε στράγγιζε τα σωθικά της. Του άφηνε λοιπόν φαγητό και γυρνούσε στην κουζίνα της. Ας την αγαπούσε λίγο λιγότερο, αρκεί να μπορούσε να ΄ταν τώρα εκεί κοντά του και να του έτριβε τα πόδια. Πόσο χαλάρωνε το κουρασμένο κορμί του στο χάδι της... Αποκοιμιόταν στα χέρια της . Κατάπιε τον αναστεναγμό της. Βολική η θλίψη σκέφτηκε. Γεμίζει το στομάχι.
«Ευτυχώς έχουμε τα χάλια μας και δεν πάει τίποτα κάτω» φώναξε στην πλάτη του. «Κάνουμε και οικονομία ε!» άφησε να ακουστεί κάτι σαν γέλιο, αλλά ποιος γελούσε ποιον; «Ξέρεις πότε ήταν που πήγαμε τελευταία φορά στην αγορά;» συνέχισε μόνη της. Θα την έδινε όλη την παράσταση μόνη της. Και θα το έκανε κάθε ώρα, κάθε μέρα για όσο χρειαζόταν. Θα έπαιζε μέχρι τέλους. «6 Ιανουαρίου!» Ακολούθησε αρκετή ησυχία που της θύμισε για άλλη μια φορά να μην ελπίζει αλλά μετά ένα «Πάνω από μήνας έ...» ταξίδεψε ως την κουζίνα. Δεν της μιλούσε πολύ. Από την Τρίτη ή ήταν σιωπηλός ή της φώναζε να μην τον πλησιάζει.
Ένα φλιτζάνι μαύρο τσάι, το μπλοκάκι που της είχαν δώσει δώρο στο σούπερ μάρκετ και το κινητό που της είχε πάρει ο ανιψιός της ήταν η παρέα της. Από τη στιγμή που είχαν κλείσει την τηλεόραση, έψαχνε συνέχεια με το κινητό της. Διάβαζε τα πάντα και δεν του έλεγε τίποτα. Ήταν ένα είδους άτυπης συμφωνίας που είχαν κάνει μεταξύ τους. Εκείνος ήξερε ότι εκείνη διάβαζε, εκείνη ήξερε ότι εκείνος δεν ήθελε να ξέρει. Όπως επίσης ήξερε πολύ καλά ότι το να κοιτάζει από την κουζίνα την πλάτη της πολυθρόνας του και το βαρύ του σώμα να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, της είχε γίνει εμμονή. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Η βαθιά κουρδισμένη του ανάσα και ο τόσο αρμονικός με τη ζωή της παλμός της που έντυνε κάθε της στιγμή τριάντα εφτά χρόνια τώρα, την έκανε ανάμεσα στους στενούς τοίχους να νιώθει την οικειότητα που είχε χάσει η πόλη όλη και μια ακατανίκητη επιθυμία να παρακολουθήσουν μαζί κάποιο τηλεπαιχνίδι.
Σκεφτόταν ότι εκείνος θα προτιμούσε αυτό με τις δοκιμασίες όταν άκουσε το απόκοσμο βογγητό του. Είδε την πλάτη του να τραντάζεται στην πλάτη της καρέκλας. Ο λυσσαλέος βήχας ακούστηκε να σκίζει τα σωθικά του. Το τσάι άρχισε να χύνεται στις πιτζάμες του και στο πάτωμα. Ένα σύριγμα. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει! Ξαφνικά ηρέμησε. Ήπιε μια γουλιά τσάι και συνέχισε να κοιτάζει το μαύρο κουτί και την αντανάκλαση του σκυθρωπού σπιτικού τους.
Έκαναν και οι δύο πώς δε συνέβη. Η σιωπή βέβαια φαινόταν πολύ φασαριόζικη και σχολίαζε με ένα κυνισμό αιχμηρότερο απ' όσο θα μπορούσαν να αντέξουν. Λίγα λεπτά μετά έγινε και η διαολεμένη ερώτηση.
«Πώς είσαι;» Πριν το πει το είχε μετανιώσει. Κυρίως από φόβο. Φόβο όχι για την απάντησή του, το παιχνίδι με τις λέξεις καλά το πήγαιναν. Φόβο μήπως γυρίσει και την κοιτάξει και αντικρίσει την κάτωχρη ιδρωμένη εικόνα του, με τα κίτρινα μάτια και τα μπλαβιά χείλη.
«Ανάθεμά σε, πόσες φορές θα με ρωτήσεις πια;» βρυχήθηκε.
«Έχω να σε ρωτήσω από χθες το βράδυ.»
«Καλά είμαι. Λες και δεν ξέρεις κάνεις. Καμιά πνευμονία θα ναι πάλι. Θα περάσει.» Τα έφτυσε τα λόγια του. Μίλησε γρήγορα, μέσα από τα δόντια του, με μια ανάσα, και με μια απέχθεια σα να 'χε κουραστεί να τα προβάρει συνέχεια. Μπορεί να μη μιλούσε αλλά από μέσα του ήταν αναγκασμένος να πιπιλίζει το ψέμα που από τον πρώτο πυρετό και την πρώτη τους ματιά είχαν αποφασίσει ότι θα κουβαλήσει όλες τους τις ελπίδες . «Άλλη μια πνευμονία από τις τόσες που έχω περάσει.» Το χρωστούσε στη γυναίκα του. Της χρωστούσε έστω λίγες μέρες ακόμα να προσποιείται ότι ονειρεύεται. Με τόσα χρόνια τσιγάρο και τις συνθήκες στο εργοστάσιο, χρόνια βασανιζόταν από πνευμονίες. Το σενάριο είχε βάσεις αλλά οι ηθοποιοί ήταν επώδυνα ρεαλιστές.
« Αφού είναι πνευμονία άσε με να σου κάνω καμιά εντριβή με ευκάλυπτο..» Πιστή κι εκείνη στο ρόλο της και στις σκηνοθετημένες ελπίδες της πλησίασε την πολυθρόνα του.
«Δε θα με αγγίξεις είπα. Φύγε γιατί »
Ένας ήχος ευτυχώς διέκοψε την τραγική ειρωνεία της θεατρικής πράξης.
«Τι ήταν αυτό;», ο βρυχηθμός είχε μαλακώσει. Μπορεί και από φόβο.
«Θα πέταξαν σκουπίδια από κάνα μπαλκόνι. Κάτσε να δω.» Έσφιξε την πορτοκαλί ρόμπα γύρω από το σώμα της και έκανε ότι ψάχνει τις παντόφλες της για να μη βγει ξυπόλητη έξω, αλλά απλά φοβόταν να βγει. Φοβόταν για το τι θα έβλεπε. Τόσες μέρες απέφευγε να κοιτάζει την απόκοσμη θανατίλα που είχε καταπιεί την πόλη. Έτσι έκανε και τώρα. Με τα μάτια καρφωμένα κάτω βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε στο δρόμο. Περίμενε να δει πλαστικές σακούλες. Αλλά είδε το σώμα μιας γάτας. Της γάτας που τάιζε με λάχανο. Η μαύρη γάτα με τα λευκά μπαλώματα έμοιαζε να κοιμάται στην άσφαλτο. Γρήγορα η σκιά γύρω από το κεφάλι της άρχισε να μεγαλώνει. Η γάτα δεν κοιμόταν, όποιος την πέταξε από το μπαλκόνι δεν ήθελε να την κοιμίσει. Προσπάθησε να μην το σκεφτεί αλλά οι συνειρμοί δεν χαρίζονται τόσο εύκολα. Κι έτσι στο μυαλό της η γάτα έγινε σκύλος, ο σκύλος έγινε άνθρωπος και η θλίψη, φρίκη.
Ένα βουητό άρχισε να ακούγεται και ευτυχώς ο εγκέφαλος δάγκωσε το δόλωμα και άρχισε να αναζητά την πηγή του θορύβου. Οι μακάβριες σκέψεις κουκουλώθηκαν. Θα επέστρεφαν αργότερα απουσία ερεθισμάτων, όπως γινόταν κάθε φορά. Δυστυχώς όμως το ίδιο δόλωμα δάγκωσαν και τα μάτια τα οποία σήκωσαν μπαϊράκι και με λύσσα περιπλανήθηκαν στο ξένο τοπίο με την πρόφαση πώς έψαχναν να συναντήσουν το βουητό. Έρημα, πεινασμένα, γκρίζα κτίρια σε έρημους ξεθωριασμένους δρόμους. Αφύσικη έλλειψη χρώματος, αφύσικη έλλειψη κίνησης. Αφύσικη πληθώρα οιωνών θανάτου. Πηχτός τρόμος στην ατμόσφαιρα. Τον ένιωθε στο πρόσωπό της. Ακόμα και ο χρόνος έμοιαζε να δυσκολεύεται να περάσει από το πλέγμα του τρόμου. Τα κατάφερνε όμως τελικά. Μια στιγμή αρκούσε. Ξεγλιστρούσε μέσα από τις τρυπούλες. Μαζί του γλιστρούσε και η ζωή και χιλιάδες ζωές.
Μια γερασμένη γυναίκα, με έναν κόκκινο μεγάλο κουβά έστριψε στο τετράγωνο. Δεν μπορούσε να περπατήσει καλά, τρέκλιζε. Το μουντό όμως ασάλευτο σκηνικό ξερνούσε ακόμα και αυτή την απειροελάχιστη κίνηση, ειδικά σε συνδυασμό με την κόκκινη σημαδούρα.
«Εσείς με τον κόκκινο κουβά φορέστε αμέσως μάσκα.» Άλλα τρία βήματα από το διπλωμένο κορμί της γυναίκας. «Εσείς με τον κόκκινο κουβά φορέστε αμέσως μάσκα αλλιώς θα οδηγηθούμε στη σύλληψή σας.» Η μηχανική φωνή που ερχόταν από το υπερπέραν, παλλόταν ανάμεσα στα στοιχειωμένα τσιμέντα και όταν ξαφνικά σταματούσε άφηνε στο διάβα της μια σιγή πιο νεκρική. Η αίσθηση του κινδύνου σκαρφάλωνε μες στην ησυχία από μπαλκόνι σε μπαλκόνι και τύλιγε κάθε ραχοκοκαλιά μέχρι να φτάσει στο λαιμό και να τον πνίξει, μαζί με τις ελπίδες. Ένα λευκό βαν έστριψε στο δρόμο τους. Είχε μεγάφωνο στην οροφή. Πήγαινε αργά. Παρατηρούσε. Από πίσω ένα λευκό σύννεφό. Μέσα από το σύννεφο ξεπρόβαλαν άνθρωποι με κίτρινες στολές και μάνικες. Πιο πίσω ένα φορτηγό. Η Χουάν Λι δεν πίστευε ποτέ πώς θα ένιωθε σαν έντομο. Αλλά εκείνη τη στιγμή, στη θέα των κίτρινων μασκοφόρων και στο λευκό αδιαπέραστο σύννεφο που μαστίγωνε κάθε επιφάνεια, ένιωσε παράσιτο από το οποίο έπρεπε να απολυμανθεί η πόλη. Το βαν σταμάτησε και δεκάδες «αστροναύτες» ξεχύθηκαν στον ερημικό δρόμο. Έτσι τους αποκαλούσαν με τον Φαφούτη όταν τους έβλεπαν στην τηλεόραση, «αστροναύτες». Όταν πριν δύο εβδομάδες έσπαγαν πλάκα με τις θεόρατες στολές τους καταβροχθίζοντας ένα μπολ τουρσί, τους ήταν αδύνατο να διανοηθούν ότι θα ερχόταν η στιγμή που οι αστροναύτες θα εισέβαλαν και στο δικό τους σπίτι. Πίσω από το βαν μαζεύτηκαν και άλλα δύο κρατικά οχήματα με κάτι σαν μεγάλα κιβώτια στο πίσω μέρος τους. Της φάνηκε πώς άκουσε μια τσιρίδα μέσα από αυτά. Θα ήταν η ιδέα της.
Μπήκε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα πίσω της και επιτέλους ανέπνευσε. Θα συνειδητοποιούσε σύντομα πόσο μάταιη ήταν η ασυναίσθητη απόφασή της να κρατά την αναπνοή της όσο είχε βγει στο μπαλκόνι. Τον είδε κατάκοπο, λουσμένο στον ιδρώτα να σφίγγει τα μπράτσα της πολυθρόνας. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της προσπάθησε να χαλαρώσει τα χέρια του.
«Μα τι έκανες τόση ώρα;»
«Έρχονται» του είπε. Όλα τα άλλα ήταν περιττά. Έμειναν να κοιτάζονται. Είδε τα μάτια του να δακρύζουν. Δεν πήρε το βλέμμα της. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της. Θα ήταν δυνατή μέχρι τέλους. Του το χρωστούσε. Χτυπήματα στην πόρτα. «Κυρία Τζάο, ελάτε στην πόρτα.»
Έβαλε βιαστικά τη μάσκα της που είχε χωμένη στη ρόμπα της για να δείξει καλή διαγωγή και άνοιξε την πόρτα. Οι τρεις αστροναύτες στο κατώφλι της έκανα τους στενούς τοίχους ακόμα πια ασφυκτικούς. Ξαφνικά δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.
Η ίδια θερμική κάμερα που τους είχε επισκεφθεί πριν τρεις μέρες ξεπετάχτηκε μπροστά στο κούτελό της. Αναβόσβησε ένα πράσινο φωτάκι. Στον Φαφούτη ήταν κόκκινο τότε. Ο ένας αστροναύτης άρχισε να κάνει κάτι στον τοίχο τους. Παράλληλα εμφανίστηκε ένας τεχνικός με μάσκα ο οποίος πείραζε την πόρτα τους. Ο άλλος αστροναύτης άρχισε να μιλάει. Μιλούσε πολύ γρήγορα.
«Κυρία Τζάο ο άντρα σας βγήκε θετικός στον ιό. Βρίσκεται σε τελικό στάδιο. Θεραπεία όπως γνωρίζετε δεν υπάρχει και αυτή τη στιγμή δυστυχώς δεν υπάρχουν άλλα ελεύθερα κρεβάτια στα νοσοκομεία. Αναγκαστικά θα πρέπει να εφαρμοστεί κατ'οίκον περιορισμός. Τοποθετούνται κάποιες μπάρες στην πόρτα σας για να είμαστε βέβαιοι ότι θα τηρηθεί ο περιορισμός. Αν τα συμπτώματα υποχωρήσουν θα γίνει άρση του περιορισμού. Εσείς βγήκατε αρνητικοί στον ιό. Βέβαια οφείλω να σας ενημερώσω ότι επειδή ο ιός επωάζεται σε 14 ημέρες μπορεί τη στιγμή να είστε φορέας του λόγω της επαφής σας με το σύζυγό σας και να εκδηλώσετε συμπτώματα αργότερα. Για το λόγο αυτό θα μπείτε σε καραντίνα, σε ειδική μονάδα και θα είστε υπό παρακολούθηση. Έχουμε φέρει τρόφιμα και αντιπυρετικά. Σε κάποιες μέρες θα ξαναπεράσει κάποιος νοσηλευτής να ελέγξει το σύζυγό σας. Λυπούμαστε αλλά πρέπει να σας ενημερώσουμε ότι η κατάστασή του είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Εσείς δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε, αν δεν αντιμετωπίζατε σοβαρά προβλήματα υγείας. Το ποσοστό θνησιμότητας είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Τώρα θα σας παρακαλούσα να χαιρετήσετε το σύζυγό σας και να μας ακολουθήσετε. Αν όλα πάνε καλά θα τον ξαναδείτε μετά από κάποιες ημέρες. Θέλουμε να κατανοήσετε ότι όλα αυτά γίνονται σε μια προσπάθεια να περιορίσουμε τη μετάδοση του ιού». Τελείωσε το ποίημα του. Την έπιασε το μπράτσο. Ακόμα δεν την έσφιγγε.
«Το καταλαβαίνετε ότι μου ζητάτε να αφήσω τον άντρα μου ή είστε εντελώς ζώα;. Δεν πάω πουθενά.» Τώρα την έσφιγγε.
«Τι δεν καταλαβαίνεις άνθρωπέ μου; Θα μείνω εδώ.» Άρχισε να την τραβά προς το διάδρομο. Ο άλλος αστροναύτης έπιασε το άλλο μπράτσο.
«Πάρτε την σας παρακαλώ» ακούστηκε μια φωνή από το καθιστικό. «Ομορφιά μου σε παρακαλώ, πήγαινε με τους αστροναύτες. Θα γίνω καλά και θα έρθω να σε βρω.» Η φωνή πνίγηκε σε έναν λυσσαλέο βήχα.
Η «ομορφιά του» δακρυσμένη σταμάτησε να παλεύει. Ηρέμησε και βρήκε τη σταθερή φωνή που τόσες μέρες εξασκούσε. «Θα μείνω στο σπίτι μου. Δεν με νοιάζει αν θα κολλήσω τον ιό. Εξάλλου το πιο πιθανό να τον έχω κολλήσει ήδη. Θέλω να είμαι μαζί του. Δεν έχει διαφορά αυτό για εσάς. Τι κι αν με πετάξετε σε κάνα άλλο κελί τι κι αν με αφήσετε στο σπίτι μου πίσω από τους πασσάλους. Θα μείνω εδώ.» Η λαβή των αστροναυτών χαλάρωσε. Μάλλον τους έβγαζε από τον κόπο να τη μεταφέρουν και να της βρουν θέση στην καραντίνα. Πήρε το σφραγισμένο κουτί με τα εφόδια και πέρασε το κατώφλι του σπιτιού της. Αναρωτιόταν αν θα ξαναέβγαινε από εκεί. Πριν κλείσει την πόρτα έριξε μια φευγαλέα ματιά στην κόκκινη σήμανση που είχαν βάψει με σπρέι πάνω από το κουδούνι τους. «Θετικό στον ιό. Μείνετε μακριά.» Από κάτω με μαύρα πιο μικρά γράμματα «Τελικό στάδιο» και ένας αριθμός που δεν πρόλαβε να συγκρατήσει. Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Άκουσε τους πασσάλους να κλειδώνουν. Δεν ήξερε τι ήταν χειρότερο. Οι πάσσαλοι ή ο αριθμός.
«Μας φέρανε και δωράκι οι άτιμοι οι αστροναύτες» . Κοίταξε προς την πολυθρόνα του δείχνοντας το πακέτο αλλά δεν τον βρήκε εκεί. Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Κάτωχρος. Έμοιαζε να πονούσε, να υποφέρει. Τι είχε αλλάξει μέσα σε τρία λεπτά σκέφτηκε, με την καρδιά της να τρέχει να φύγει από το σώμα της, αλλά η απάντηση ήρθε αμέσως. Η μηδαμινή αλλά υπαρκτή αβεβαιότητα τους έδινε μέχρι πριν τρία λεπτά μία χαραγή μέσα από την οποία συνέχιζαν να βλέπουν τη ζωή τους μετά που « όλα θα γίνονταν καλά πάλι» . Οι αστροναύτες ήρθαν και την πήραν αυτή την αβεβαιότητα αφήνοντας μία σιγουριά που τσάκιζε κόκαλα, ψυχές και ό,τι άλλο έβρισκε στο δρόμο της. Στα κλειστά του βλέφαρα όμως μπορούσε να δει την ανακούφισή του που δεν χρειαζόταν να προσποιείται άλλο.
Έσυρε τη σάρκα της και την πέταξε σε μια καρέκλα στην κουζίνα. Προσπάθησε να καλέσει ασθενοφόρο αλλά της είπαν ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα. Άνοιξε αμέσως το we chat και άρχισε να στέλνει στα ανίψια τους. Όλοι κινητοποιηθήκαν να βρουν κρεβάτι σε εντατική. Αλλά έπαιρνε την ίδια απάντηση από παντού. Η αναμονή ήταν τεράστια και σίγουρα δεν ήταν σε προτεραιότητα ο γερό Λιό Τζάο. Μέσα σε δευτερόλεπτα η σταθερή φωνή, η δύναμη, το κουράγιο, η αγάπη, ο φόβος, η ζωή της, ο κόσμος της όλος έγιναν αναφιλητά. Ακούμπησε το κεφάλι της στο τραπέζι και έκλαψε. Έκλαψε.
Ένα δυνατό σύρσιμο την έκανε να πεταχτεί. Είχε κοιμηθεί. Μετά από μέρες. Είχε κοιμηθεί κλαίγοντας. Ο Φαφούτης σερνόταν στα γόνατά του σέρνοντας και τις καρέκλες της κουζίνας προς το καθιστικό. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα ξαναθυμήθηκε όλα. Ήθελε να καταρρεύσει αλλά δεν είχε χρόνο.
«Τι συμβαίνει;» φώναξε. «Τι έπαθες, έλα να σε βοηθήσω, έλα να σε σηκώσω!»
«Φύγε!»
«Δεν πάω πουθενά!» Έτρεξε και τύλιξε τα χέρια της γύρω του. Εκείνος έκανε νευρικές κινήσεις για να τον αφήσει αλλά ήταν πολύ αδύναμος και γρήγορα παραιτήθηκε.
Εκεί στην αγκαλιά της «Γιατί το έκανες αυτό;» ψιθύρισε.
«Ποιο;» φίλησε το καυτό μέτωπό του.
«Γιατί δεν έφυγες;»
«Είναι σα να με ρωτάς γιατί δε σταματάω να αναπνέω.» Τον έσφιξε κι άλλο στην αγκαλιά της. Κι άλλο. Ήθελε να φιλήσει κάθε χιλιοστό του πονεμένου κορμιού του. «Είσαι μούσκεμα... Τι ήθελες να κάνεις με τις καρέκλες;»
«Δεν είμαι καλά ομορφιά μου.» Δυσκολευόταν να μιλήσει, ψέλλιζε λέξεις. Ανέπνεε τόσο γρήγορα. « Ήθελα να φτιάξω κάτι για να μην μπορείς να έρθεις κοντά μου ή εγώ σε εσένα.»
«Δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να με σταματήσει από το να έρθω κοντά σου. Τίποτα» Δεν άντεχε να τον ακούει να αναπνέει έτσι. «Σε παρακαλώ ηρέμησε. Προσπάθησε να πάρεις βαθιές ανάσες. Εντάξει;»
«Χρειάζομαι αέρα. Αέρα.»
Θυμήθηκε τους πασσάλους. Θυμήθηκε το ασθενοφόρο που δεν υπήρχε. Σηκώθηκε μεμιάς. Έβαλε τα χέρια της κάτω από το βαρύ κορμί του και τον έσυρε στο μπαλκόνι.
Έπεσε στο πάτωμα και τον έβαλε να ξαπλώσει στην αγκαλιά της. «Βοήθεια!» άρχισε να ουρλιάζει. «Βοήθεια! Ο άντρας μου πεθαίνει!» σπάραζε μάταια από το μικρό μπαλκονάκι του δέκατου ένατου ορόφου του ουρανοξύστη, ανάμεσα σε μυριάδες άλλα. Τα έρημα τσιμέντα γέμισαν πρόσωπα που κρυφοκοιτούσαν από τα παράθυρα. Πόση θλίψη να βαστούσαν ακόμα και αυτά. « Ο άντρας μου πεθαίνει!» δεν μπορούσε πια να ακούσει τον εαυτό της. Δεν ήξερε καν αν φώναζε. Έβγαλε το μολύβι με τη μπαγιάτικη μύτη που είχε στην τσέπη της. Πήρε στα χέρια της τον πήχη του άντρα της και σχεδίασε τον αριθμό οχτώ. Ας είχε καλή τύχη εκεί που θα πήγαινε. Του φίλησε το χέρι, την παλάμη, τα παγωμένα του δάχτυλα. Έσκυψε και φίλησε τα μάτια του που κινούνταν σαν τρελά. Έσκυψε και φίλησε τα κατάμαυρα χείλη του. Ο εφιάλτης της τόσα χρόνια ήταν να χάσει τον «Φαφούτη». Ο μεγαλύτερος εφιάλτης της, να τον δει να υποφέρει. «Μόλις φίλησα το μεγαλύτερο εφιάλτη μου», σκέφτηκε.
