Νο 1.

Το παιχνίδι έχει ως εξής. Από κάποιες δοθείσες προτάσεις, επιλέγεις μία, τη χρησιμοποιείς ως πρώτη πρόταση και γράφεις κάτι που σου έρχεται στο μυαλό. Οι κανόνες δεν επιτρέπουν να προσθέσεις λέξεις. Μπορείς να αφαιρέσεις ή να αλλάξεις σειρά στις ήδη υπάρχουσες. Επέλεξα την πρόταση:

Κοιτάζω γύρω μου, νέα πρόσωπα, όλα με ένα στυλό στο χέρι.

Βγήκε αυτό. Από πού, δεν ξέρω.


Κοιτάζω γύρω μου, νέα πρόσωπα, όλα με ένα χέρι.

Με κοιτάζουν κι εκείνα. Ξαναμαζεύω τα μάτια μου πάνω μου για να πάρω λίγο χρόνο να ανασυντάξω τις σκέψεις μου. Και τα χέρια μου. Δεν θυμάμαι που είναι. Δεν θυμάμαι να τα νιώθω. Μια αφόρητη πίεση με εξαντλητική δόση τρόμου φουσκώνει τα μηνίγγια μου, μέχρι που ένα πανικόβλητο -αλλά αποφασιστικό- βλέμμα τα εντοπίζει παρατημένα στα πλαϊνά του κορμού μου. Λυτρωτικό βλέμμα. Ούτε το κορμί μου δε θυμόμουν. Πόση ώρα να στεκόμουν εκεί; Τα μηνίγγια μου ξαναπαίρνουν τον έλεγχο. Πόνος σφίγγει τους κροτάφους μου, γραπώνει το μέτωπό μου. Μεγαλύτερο τρόμο από κάθε θέαμα προσφέρει το θέαμα που δεν μπορείς να ερμηνεύσεις. Και δε χωράει καμία ερμηνεία εδώ. Ή μήπως χωράει; Μήπως μία αίθουσα με αιμόφυρτα άκρα είναι κάτι φυσιολογικό; Γιατί με κοιτάζουν; Τι θέλουν; Ο πόνος αφόρητος. Χτύπησα; Χάνω χρόνο ή χάνω την αντίληψή μου; Το φοβάμαι αυτό. Φοβάμαι το μυαλό μου. Πρέπει να το κρατήσω μαζί μου. Λέω το όνομά μου και το επίθετό μου. Τα αλλάζω σειρά. Τώρα λέω πρώτα το επίθετο μου. Το συλλαβίζω, μπορώ. Είμαι σαράντα ενός ετών. Το θυμάμαι και αυτό. Θυμάμαι το όνομα της γυναίκας μου. Γυναίκας. Γυ-ναι-κας. Υπάρχει αυτή η λέξη;

Ρίχνω πάλι το βλέμμα μου μακριά από τον τρελαμένο μου μικρόκοσμο. Εκείνοι πάλι δεν σπαταλούν ούτε ματιά.

Μπροστά μου είναι ένας άντρας. Ή τουλάχιστον ένα κουστούμι πάνω σε φαρδείς ώμους. Το πρόσωπό του το αποφεύγω . Ανασαίνει γρήγορα, ή η δική μου ανάρμοστη ανάσα αντηχεί στα αυτιά μου και παντού. Το κομψό του ανάστημα που ξεκινά με έναν κολλαριστό γιακά και πλαισιώνει ένα δυνατό σαγόνι και περιποιημένα γένια, κατεβαίνει όμορφα, μαζί με το γκρίζο πουκάμισό του, μέχρι λίγο κάτω από το στομάχι του. Εκεί αρχίζει η τραγωδία. Τα χέρια του. Σταυρωμένα στην κοιλιά του. Το ένα υποβαστάζει σφιχτά το άλλο. Το μουσκεμένο με αίμα μανίκι χάσκει άδειο. Το ποτισμένο με αίμα ύφασμα αποκτά ένα βαθύ μπλε χρώμα με μαύρους κυματισμούς, οι οποίοι αναδεικνύουν με θλιβερή χάρη τα χρυσά μανικετόκουμπα. Στάζει λάμψη προς τα κάτω, στάζει και αίμα. Το αριστερό μπατζάκι υγρό και βαρύ γλείφει το μυώδες πόδι του άντρα και φτύνει πόνο σε μία μαύρη λίμνη γύρω, πάνω και κάτω από το μυτερό λουστρίνι του. Πόνος. Αυτό ήταν.

Υπήρχε παντού αλλά δεν ήταν και πουθενά. Κοιτάζω γύρω μου, πρόσωπα, όλα με ένα χέρι. Έλειπε η οδύνη. Ο θρήνος, οι κραυγές. Έλειπαν συντετριμμένα μάτια από τη θλίψη. Έλειπαν τσακισμένα μέτωπα από τον πόνο, συσπάσεις οδύνης. Ήθελα τους λυγμούς τους. Ήθελα τους λυγμούς που χρειαζόταν η λογική μου. Ήθελα κάτι που να ταιριάζει. Να ταιριάζει στο αιματοβαμμένο χάος. Δώστε μου κάτι να καταλάβω ότι πονάτε. Θα έπρεπε να πονάτε, να τρελαίνεστε. Γιατί τρελαίνομαι εγώ;

Καμία σύσπαση, κανένας ψίθυρος. Ατσαλάκωτα πρόσωπα , κάτωχρα, όλα στραμμένα πάνω μου με τρόμο. Αυτό ήταν το απόκοσμο στο βλέμμα τους. Ο τρόμος που κατάπινε και τον πιο ισχυρό πόνο.

Τα μηνίγγια μου παραδόθηκαν. Το βουητό σταμάτησε. Άρχισε κάτι οξύ και επώδυνο να σφυρίζει από τα βάθη μου, μακριά, μέσα στα αυτιά μου. Τι τους έκανα. Τι θα μου κάνουν. Ο τρόμος της ψυχής τους με κάρφωνε μέσα από έντεκα ασάλευτα ζευγάρια βλέφαρα, σε πάνινο καμβά. Φταίω ή είμαι ο επόμενος; Η άγνοια άνοιγε τρύπες μέσα μου. Την άκουγα να τριβελίζει τα σωθικά μου . Κάτι δεν ταίριαζε και έπρεπε να ταιριάξει. Το χέρι μου. Έσκυψα στο πάτωμα. Άρχισα με μανία να κοπανάω το χέρι μου στο πάτωμα. Έσπασε. Ο καρπός μου έγινε χίλια κομμάτια. Τώρα μόνο έπρεπε να το κόψω. 

Μαχαίρι έχετε;

Νο 2.


Το παιχνίδι έχει ως εξής. 

" Γράψτε μία ανάμνηση με θέμα : Κάτι επικίνδυνο που έκανα όταν ήμουν μικρός. Τι σας το θύμισε ; "

Τι δε μου το θυμίζει είναι η ερώτηση.

Ένα βαρύ σύρσιμο της καρέκλας της κουζίνας, ένα πιρούνι που άτσαλα προσγειώνεται στον νεροχύτη, απότομη σιωπή. Ψίθυροι από διπλανά δωμάτια, δακρυσμένα αλμυρά μάτια , φωνές, ατελείωτες διαδρομές με το αυτοκίνητο και ασήκωτα λόγια βουτηγμένα σε σοκολάτα. Πόσο άδικο για τη σοκολάτα. Πόσο άδικο για εμάς. Όλα νωπά με τη γλυκερή μυρωδιά της ζάχαρης. Και δεν ήταν καθόλου γλυκιά. Ήταν βαριά. Δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε. Κολλούσε ο αέρας, κολλούσαν οι λέξεις μας. 'Ενα ανοιχτό κουτί με πάστες στο τραπέζι της κουζίνας μπορούσε να μας καταπιεί για πάντα. Να ξαναβγούμε λίγο μόνο περισσότερο χαμένοι. Ένα ανέγγιχτο κομμάτι σοκολάτας και εμείς κομμάτια σε κάποιο νησί, σε κάποιο ταξίδι, σε κάποια όμορφη μέρα. Τι κι αν ήταν πολυ το γιαούρτι, τι κι αν είχε πολύ μήλο και πολύ μέλι δεν μπορούσε να σταματήσει το δηλητήριο που έσταζε επίμονα μεταξύ μας.

Φορούσα ένα μοβ αλλά και πολύχρωμο μακρύ παρεό που τύλιγε όμορφα τα πόδια μου και αγκάλιαζε σφιχτά τη μέση μου. Δεν φαίνονταν πολλά. Ήδη με κοιτούσαν με λυπημένα μάτια, αλλά ο καυτός ήλιος και οι παγωμένες κινήσεις ξέσκιζαν τη λύπη με οργή που ετοιμαζόταν να μας φάει. Τουλάχιστον κάποιος έτρωγε. Το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο στη μέση του δρόμου. Είχε ξεγλιστρήσει από τη διαδρομή αλλά εμείς δε θα ξεγλιστρούσαμε ποτέ από εκεί μέσα. Ο τρόμος του μεσημεριού πλάκωνε την οροφή. Στο πίσω κάθισμα τρίμματα μια διαλυμένης τυρόπιτας και άλλα δύο σακουλάκια παραδειγματικά άδεια, τα δικά τους. Το χαρτί που τσαλακωνόταν ενώ τα δάχτυλα μου πάλευαν με το φύλλο της πίτας ήταν η μουσική υπόκρουση της δραματικής σιωπής μας. Το λάδι ανάμειχτο με δάκρυα στα χείλη μου γυάλιζε το ταπεινωμένο αργόσυρτο μάσημα μου. Αναστεναγμοί, πνιγμένα αναφιλητά και ενα σακουλάκι που τρίζει σαν διάολος. Κοιτούσαν απ'εξω. Έμοιαζαν να θαυμάζουν το νησί τόσο προσηλωμένοι που έστεκαν. Άκουγαν. Μετρούσαν. Με μετρούσαν. Οι πλάτες τους σφιγμένες και ανεπαίσθητα κυρτές. Το πιγούνι ψηλά στραμμένο προς το παράθυρο για να μη τρέξουν και άλλα δάκρυα. Είχαμε ήδη τα δικά μου ένα-δυο χρόνια τώρα. Εγώ στο πίσω κάθισμα πάλευα. Ψίχουλα έπεφταν στο λευκό μπικίνι μου που έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα να βλέπω. Κοιτούσα ευθεία κάπου. Αρκεί να μην κοιτούσα το σώμα μου. Η τυρόπιτα με κατάπινε. Κάθε μπουκιά κατάπινε την εικόνα μου, τις επιθυμίες μου και όλο μου το είναι. Το θειάφι από τον κρατήρα ,που μόλις είχαμε επισκεφθεί,με αναγούλιαζε. Και εκείνους. Αυτό, και όλα τα άλλα. Καρφιά στο λαιμό μου. Προσπάθησα να κατηγορήσω το θειάφι του ασάλευτου, μεγαλειώδους σκηνικού γύρω μας αλλά τότε το αυτοκίνητο σταμάτησε. Καρφιά εμφανίστηκαν και στο δικό τους λαιμό. Τώρα περίμεναν. "Τουλάχιστον τη μισή". "Τη μισή;" Βούλιαζε η καρδιά μου στον τρόμο και οι σκέψεις μου στην απελπισία. Και αυτό ήταν μόνο το δεκατιανό. Και αυτή ήταν η πέμπτη μέρα από τις ατελείωτες διακοπές μας.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και πάλι με εμάς πιο τσακισμένους από το χαρτί της τυρόπιτας. Θα πηγαίναμε για μπάνιο στην περίφημη μαύρη παραλία, την οποία είχαμε την τύχη να τη βλέπουμε λίγο πιο μαύρη από τους υπόλοιπους επισκέπτες. Θα ακολουθούσε το μεσημεριανό. Η πιο ταπεινωτική μάχη. Αλάτι, λάδι και παγωτό σοκολάτα για να συνοδεύσουν τον τρόμο και το θρήνο μιας οικογένειας που δε καταρρέει. Χαροπαλεύει με τη διάλυση αλλά ποτέ μα ποτέ δε καταρρέει. Το μόνο καταφύγιο μπροστά σε κάθε χάος, ακόμα και όταν κοντράρεται με το μίσος για τις τηγανητές πατάτες που τυχαία βρέθηκαν στο πιάτο.

Τώρα όμως ψάχναμε για φαρμακείο. Η καρδιά μου έτρεχε, τα πόδια μου είχαν παγώσει, και είχε καύσωνα. Έψαχναν και πάλι για ζυγαριά. Η καρδιά τους μπορεί να έτρεχε και περισσότερο από τη δική μου.

Πολύ όμορφο νησί η Νίσυρος. Αλλά ας μην ξαναπάμε. 

Νο 3.


Το παιχνίδι έχει ως εξής.

Γράψτε μία ιστορία που να ξεκινά με : "Τι άλλο θα μου συμβεί σήμερα" ψέλλισε.

«Τι άλλο θα μου συμβεί σήμερα» ψέλλισε. Σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο. Τα άφησε να περιστραφούν κυκλικά και να καταλήξουν απέναντί της. Συναντήθηκαν με ένα άλλο ζευγάρι μάτια . Συνάντηση ελλιπής . Τα δικά της κομμάτιαζαν την τελευταία φράση που είχε διαβάσει. Τα δικά του πιθανώς την μαύρη διαφάνεια στους μηρούς της. Τράβηξε τα μάτια της κάτω στο βιβλίο και το φόρεμα λίγο πιο κάτω ακόμα. «Τι άλλο θα μου συμβεί σήμερα» ψέλλισε. Το ξαναδιάβασε. Ποιος «ψελλίζει» πέρα από τους απελπισμένους λογοτέχνες στην προσπάθεια τους να γίνουν λίγο ακόμα περισσότερο λογοτέχνες. Μεγάλη ασυδοσία με αυτή τη λέξη σε σελίδες πιτσιλισμένες με λίγο δράμα. Την τσάκισε και έκλεισε το βιβλίο. Βαβούρα στο λεωφορείο. Πολλοί μουρμούριζαν, κανείς δεν ψέλλιζε. Το ίδιο αγκομαχούσε στις ανηφόρες του Ζωγράφου. Πώς ψελλίζει κάποιος;

Κατέβηκε από το λεωφορείο με το βιβλίο στο χέρι. Δε θα διάβαζε άλλο αλλά θα εκμεταλλευόταν λίγο τη γοητεία της βιβλιοφάγου που έδενε υπέροχα με το κοντό μαύρο φόρεμα. Κοίταξε την οθόνη του κινητού της. Τέσσερα νέα μηνύματα. Η μητέρα της και άγνωστος αριθμός. «Έφτασες; Συναντηθήκατε;» «Στείλε μου αν είναι όλα καλά» «Σε 1.5 ώρα το πολύ έχεις φύγει.» «Θα αργήσω 5 μικρή». Αναμενόμενο, αναμενόμενο, αναμενόμενο, όχι τόσο. Απάντησε στα τρία πρώτα με ένα «όλα καλά» και στο τελευταίο τίποτα. Κάθισε σε ένα παγκάκι αφού πρώτα σήκωσε το φόρεμα λίγο πιο ψηλά. Δεν τον ήξερε. Μιλούσαν στο ίντερνετ εδώ και κάποιες μέρες. Το βιβλίο παρέμενε στο χέρι της, τσακισμένο στη σελίδα που ψέλλιζε , έτοιμο να σαγηνεύσει και μόνο με την ύπαρξή του. Πίσσα σκοτάδι και κρύο. Ίσως να ήταν παρακινδυνευμένο τέχνασμα. Ζητούσε πολλή αφέλεια.

Κοιτούσε τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την Παπάγου. Δεν τα έβλεπε καν. Αλλά μετρούσε. «Ψέλλιζε». Όμορφη λέξη. Εφτά γράμματα. Όμορφα σύμφωνα και ένα διπλό λάμδα να ρέει ανάμεσά τους. Αιχμηρή, κάπως διαπεραστική . Εσωτερική . Όπως την αποδίδουν τα επιμελημένα κείμενα. Πώς θα την απέδιδε εκείνη;

Κάθε εφτά αυτοκίνητα που περνούσαν από μπροστά της πίεζε με τον αντίχειρα το βιβλίο στο χέρι της. Στο τρίτο και στο τέταρτο πίεζε τον μέσο και τον παραμέσο όπως ακριβώς και τα λάμδα διαδέχονταν πιστά το ένα το άλλο. Το έκανε ξανά και ξανά μέχρι που μια φιγούρα κατέστρεψε την ακολουθία της. Ο μέσος πίεζε το γκρίζο εξώφυλλο. «Τι διαβάζεις;»

«Με βλέπεις να διαβάζω ;» έκανε την παραξενεμένη ενώ έβαζε το βιβλίο στην τσάντα της. Θα αναλογιζόταν αργότερα αν υπήρχε ειρωνεία στη φωνή του. Τώρα δεν υπήρχε χρόνος για αυτό. Δεν φαινόταν ότι ήταν τόσο μεγαλύτερος. Θα ήταν καλή αρχή να τον κοίταζε στα μάτια. «Ας γνωριστούμε και από κοντά λοιπόν» του είπε ενώ πρότασσε το χέρι της λέγοντας του το όνομά της. Ήταν όμορφος. Ειδικά όταν της έσφιξε το χέρι. Εκείνη ήταν περίεργη να μάθει. Του έσφιξε το χέρι λίγο παραπάνω. Δεν φάνηκε να το αντιλήφθηκε. Χαμογελούσε πλατιά καθώς την τραβούσε ελαφρά προς το μικρό μαγαζάκι με τα ωραία φώτα και την ωραία μουσική. Αυτό ίσως να τη δυσκόλευε.

Δεν ήξεραν γιατί είναι εκεί. Δηλαδή σίγουρα μπορούσαν να υποθέσουν, αλλά ήταν μέρος του παιχνιδιού να προσποιούνται επιδεικτικά ότι δεν έχουν ιδέα. Κάθισαν σε ψηλά σκαμπό ο ένας δίπλα στον άλλον, ο καθένας με το δικό του σενάριο για το βράδυ. Και τίποτα δεν έγινε τυχαία. Κανείς δεν κοιτούσε ευθεία στο λεπτό τραπεζάκι. Τα σώματά τους ήταν στραμμένα το ένα προς το άλλο για να διευκολύνουν τη συζήτηση και τις πιθανότητες. Τις πιθανότητες να μη μείνουν στη συζήτηση. Τα πόδια τους που μπλέκονταν όλο και συχνότερα δεν ήταν σίγουρο πώς διευκόλυναν τη συζήτηση αλλά, κοίτα να δεις που έπεφταν συνέχεια σε λάθη. Η μουσική είχε το δικό της σκοπό. Ήταν αρκετά δυνατή αλλά κανένας από τους δυο τους δεν άκουγε τι έπαιζε. Υπό άλλες συνθήκες η έντασή της θα μπορούσε να είναι και ενοχλητική για δύο συνομιλητές που προσπαθούν να ντύσουν το ποτό τους με κουβέντα αλλά για αυτούς τους δύο έπαιζε υπέροχα το δικό της ρόλο. Έντυνε σιωπές και έσπρωχνε για μυστικά και αγγίγματα. Ψίθυροι στο αυτί και γέλια και κλήσεις μια ανήσυχης μητέρας στην τσέπη του μπουφάν να πνίγονται.

Τώρα το ποτήρι με το ποτό έμενε στα χέρια λίγο παραπάνω. Οι παύσεις της κουβέντας πού γίνονταν παιχνίδια με το βλέμμα κρατούσαν λίγο παραπάνω. Τυχαία αγγίγματα στα χέρια χάιδευαν λίγο παραπάνω. Η ώρα είχε περάσει λίγο παραπάνω. Θα πλήρωναν.

Τον κοίταξε . Δεν ήξερε τίποτα γι αυτόν πέρα από αυτά που φρόντισε να της δείξει. Μελέτησε τα δάχτυλά του. Μακριά και καθαρά. Την μαύρη ατσαλάκωτη μπλούζα του στο όμορφο κορμί του. Το γκρι παλτό του που κάλυπτε τη ράχη του σκαμπό και το πορτοφόλι του στο τραπέζι έτοιμο να την διεκδικήσει. Κοίταξε και εκείνον, γερμένο πίσω στο σκαμπό του με την τελευταία γουλιά κρασί στο χέρι του και το κεφάλι του πεσμένο προς τον έναν του ώμο να της χαμογελάει όσο πιο ειρωνικά μπορούσε. Σιωπούσε προκαλώντας την να βρει κάτι να σπάσει τη σιωπή. Τη δοκίμαζε. Ένιωθε ισχυρός. Θα της άρεσε πολύ αυτός ο άντρας να ψέλλιζε το όνομά της. Με δύο λάμδα, αιχμηρά και διαπεραστικά. Δεν είπε κάτι.

Σηκώθηκε. Μάζεψε τα πράγματά της. « Πηγαίνω στην τουαλέτα», του είπε. Πριν απομακρυνθεί στο βάθος του μαγαζιού κοντοστάθηκε δίπλα στο σκαμπό του. Έπιασε το γόνατο του. Το χέρι της ανέβηκε πιο πάνω. «Θα σας περιμένω εκεί». Ήθελε πολύ να ρουφήξει με τα μάτια της έστω και μία στάλα από το βλέμμα που του προκάλεσε αλλά αρκέστηκε στο να κοιτάξει μπροστά και να προχωρήσει. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε και το δικό του σκαμπό να σύρεται προς τα πίσω κι εκείνος προς το μέρος της. Ίσως να μην ήταν τόσο δύσκολο.

Κατέβηκε τα σκαλιά και τον περίμενε. Κατέβηκε τα σκαλιά και την είδε. Μπήκαν στο στενό χώρο και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Είχε ησυχία και αυτό της άρεσε πολύ. Θα ακούγονταν τα πάντα. Κρέμασε την τσάντα της στο χερούλι της πόρτας όσο εκείνος ξεκουμπωνόταν. Τον σταμάτησε. Άρπαξε τα χέρια του και τα τύλιξε πάνω της. Κόλλησε σφιχτά το σώμα της στο δικό του. Παντού. Τον πίεζε και την πίεζε κι εκείνος. Τα χέρια της πέρασαν από όλο το κορμί του σταμάτησαν στο λαιμό του και χάθηκαν στα μαλλιά του . «Πες μου κάτι», του είπε. Άνοιξε τα μάτια του. «Με έχεις...» τον διέκοψε αμέσως δείχνοντας του να σωπάσει. Η φωνή του ήταν πολύ θορυβώδης. Απείχε πολύ, ήθελε δουλειά. Άρπαξε το χέρι του και έβαλε το δάχτυλό του στο στόμα της. Κάθε δευτερόλεπτο που εκείνη συνέχιζε εκείνος αφηνόταν όλο και πιο ανίσχυρος. «Μίλησέ μου» του είπε. Και της μίλησε. Της είπε πολλά. Ήταν όλα ψίθυροι. Ψιθύριζε. Τον κάρφωσε με τα μάτια της και κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. Έλειπε κάτι ακόμα. Τον κόλλησε στον τοίχο . Το σώμα του σπαρταρούσε κόντρα στο δικό της. Πέρασε τα δάχτυλά του ενός χεριού της γύρω από το λαιμό του. Τον έσφιξε. Την κοίταξε υπνωτισμένος από ηδονή. Έβαλε το άλλο χέρι της στην τσέπη και έβγαλε το κλειδί της . Το πέρασε ανάμεσα στα δάχτυλά της και τύλιξε το λαιμό του. Τον έσφιξε και πάλι. Αυτή τη φορά δε σταματούσε. Το κλειδί άρχισε να σκίζει το δέρμα του. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Πίεσε και άλλο. Ένα αυτοκίνητο, δύο αυτοκίνητα, τρία τέσσερα ο μέσος και ο παράμεσος , πέντε, έξι και τώρα το έβδομο ο αντίχειρας. Και τότε τον άκουσε, μέσα από τα δόντια του με χαμηλή φωνή, φόβο και πόνο. Ψέλλιζε. Αιχμηρά, διαπεραστικά και με δύο λάμδα. «Πονάω. Άσε με. Θα με σκοτώσεις. Πονάω γαμώτο.»

Τον άφησε την ώρα που την πετούσε με δύναμη μακριά. Στάθηκαν για λίγο απέναντι να κοιτάζονται . Εκείνος κρατούσε το λαιμό του. Τον κάλυπτε από το βλέμμα της. Σταγόνες αίματος έβαψαν τα μακριά καθαρά δάχτυλά του. Εκείνη κατέβαζε τις τιράντες του φορέματός της και του σουτιέν της για να αφήσει πλήρως εκτεθειμένο το δικό της λαιμό. Τέντωσε το χέρι της προς το μέρος του για να του δώσει το κλειδί. «Κάντο μου, θέλω να με ακούσω.»

Έμεινε για λίγο εκεί να αμφιταλαντεύεται στον τρόμο και την ηδονή. Βάναυσο δίλημμα. Ένα δευτερόλεπτο μετά άνοιξε την πόρτα ρίχνοντας την τσάντα και το βιβλίο με την τσακισμένη σελίδα. «Είσαι τρελή γαμώτο. Είσαι ηλίθια εντελώς.» Ανέβηκε τα σκαλιά.

Εκείνη μπροστά στον καθρέφτη ταχτοποίησε τα ρούχα της και έφτιαξε τα μαλλιά της. Είδε τις κλήσεις της μητέρας της και τα αγωνιώδη μηνύματά της. Απάντησε ένα «Όλα καλά. Μην ανησυχείτε. Γυρίζω» ενώ αναλογίστηκε ότι δε θα ξαναέβγαινε με άνδρα που δεν γνώριζε.

Ανεβαίνοντας πάνω τον άκουσε να βγαίνει από το μαγαζί φωνάζοντας: «Τι άλλο θα μου συμβεί σήμερα»

Σίγουρα δεν ψέλλιζε. Μεγάλη ασυδοσία εμείς οι συγγραφείς.

No 4.


Το παιχνίδι έχει ως εξής.

Περιγράψτε την εικόνα με το κρεβάτι. Βάλτε μία ιστορία.

 Ήταν ένα λιτό, μοντέρνο κρεβάτι, πιθανότατα από κατάλογο του ΙΚΕΑ και τίποτα άλλο.

«Περίμενε λιγάκι εδώ!»

Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και κοίταξε διερευνητικά.

Μύριζε όμορφα. Όπως θα μπορούσε να μυρίζει ένα όμορφο πρωί εκεί γύρω στις 7.30.

Άρωμα από κουλουράκι βουτηγμένο σε καφέ με μπόλικο γάλα. Ο καφές θα μπορούσε και να λείπει αλλά έδινε άλλο χρώμα, αυτό της παιδικότητας που προσμονούσε να κρυφτεί. Σίγουρα όμως δε θα έλειπε το γάλα. Νέοι ακόμα. Ο ουρανίσκος θυμόταν μεγάλες μπουκιές με δημητριακά και γάλα στην κουζίνα της μαμάς. Πώς να φύγουν από αυτό;

Γλυκά τρίμματα στον πάτο του φλιτζανιού λασπωμένα με μια τελευταία γουλιά καφέ. Στα χείλη του ποτηριού τα χείλη της Έλλης και λίγο από τα δικά του. Μια ιδέα κραγιόν με λίγα κομματάκια μπισκότο βουτύρου. Στο πάτωμα το χάρτινο κουτί με τα πλεξουδωτά βουτήματα, μαρμελάδα και σοκολάτα, σαν να έπρεπε η εικόνα ενός φρέσκου έρωτα να συμπληρωθεί με μυρωδάτα φρέσκα αρτοπαρασκευάσματα. Έτσι δε θα έπρεπε;

Όπως θα έπρεπε να είναι και αλμυρός. Ένας φρέσκος έρωτας είναι πάντα αλμυρός, και ιδρωμένος.

Όπως και τα σεντόνια. Νωπά από υγρά λόγια και ρευστές υποσχέσεις, αυτοκόλλητες αγκαλιές, τρελά χαμόγελα και βαθείς, αργόσυρτους ή άτακτους αναστεναγμούς. Όλα ποτισμένα από πλαστικό. Ήταν τα ανοιγμένα προφυλακτικά κάπου πεταμένα. Ήταν που ήταν και όλα καινούρια.

Αυτό μύριζε βασικά το μικρό δωμάτιο. Καινούριο. Θα μπορούσαν να υπάρχουν ετικέτες και τιμές. Φρεσκοβαμμένοι τοίχοι, γυαλιστερό παρκέ, κρεβάτι ημίδιπλο, λιτά σεντόνια. Νέοι κωδικοί επιλεγμένοι από τα ράφια του ΙΚΕΑ, ώστε να είναι όμορφοι , να συνδυάζονται εύκολα και να μην κοστίζουν. Ομοίως επιλεγμένα και νέα ονόματα. Τι πράγμα και αυτό με το κόστος. Μακάρι τίποτα να μην κόστιζε. Η Άννα τώρα περίμενε στο διάδρομο και χάζευε το κινητό της. Η μάσκαρα είχε φύγει από τις βλεφαρίδες αφήνοντας γκρίζες κηλίδες παντού αλλού στο πρόσωπό της. Είχαν περάσει ωραία στο πάρτι. Έκλεισε διακριτικά την πόρτα πίσω του.

Είχε αρχίσει να κάνει ζέστη. Ακόμα και το φως του ήλιου έμπαινε απερίσκεπτο από το παράθυρο και έψαχνε να βρει μια πατούσα, ή ιδανικά τέσσερις μπλεγμένες, να ξεμυτίζουν από τα ανάκατα σκεπάσματα, εκτεθειμένες στη ζεστή σαγήνη του. Αν τις έβρισκε θα έπεφτε πάνω τους με όλη τη γλυκιά του δύναμη και θα εισχωρούσε κάτω από τα σκεπάσματα, χαϊδεύοντας τα γυμνά κορμιά για να τα παραλύσει τελικά σε μία απολαυστική ανοιξιάτικη ραστώνη. Δεν βρήκε όμως τίποτα. Ή μάλλον σχεδόν τίποτα. Βρήκε τα σωματίδια σκόνης να αιωρούνται στην ακίνητη ατμόσφαιρα. Αυτοί οι κόκκοι , το διηνεκές που κουβαλούσε το κενό τους, η ηρεμία τους και το άπειρο κρυμμένο σε δυο- τρεις ηλιαχτίδες φωτός ακτινοβολούσαν το κενό και τη στασιμότητα του υπόλοιπου δωματίου.

Ήταν μια γλυκιά εικόνα, όμορφη, και παντελώς άδεια. Άδεια αντικειμένων, άδεια συναισθημάτων. Δεν υπήρχαν ρούχα, πράγματα στο κομοδίνο. Δεν υπήρχαν άνθρωποι. Δεν θα μπορούσε να μυρίζει σπιτικό φαγητό ή καμένο λάδι. Δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν δύο φθαρμένες οδοντόβουρτσες στο μπάνιο, ούτε παρατημένες παντόφλες κάπου στο σαλόνι. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει συνέχεια, συνήθεια. Δεν ήταν άλλο ένα όμορφο πρωινό. Ήταν ένα όμορφο πρωί και τώρα είχαν περάσει τρεις μέρες. Είχε ήδη παλιώσει. Άνοιξε το παράθυρο για να ανανεωθεί ο αέρας. Εύκολα μπαγιατεύουν όλα σήμερα. Όσο εύκολα αρχίζουν.

Κύκλοι ανοίγουν και κλείνουν σαν να ήτανε κουκίδες. Γνωριμίες γίνονται και σβήνονται. Ο χρόνος μετράει αντίστροφα μέχρι την επόμενη ανατολή του ηλίου. Μετά μένουν οι κόκκοι σκόνης στην εικόνα να δείχνουν με την αδράνειά τους πώς τίποτα δεν υπήρξε στη μεγάλη κινητικότητα. Εύκολο να την καθαρίσεις, να την ξαναφτιάξεις. Όταν δεν υπάρχουν ψίχουλα ψυχής, υπολείμματα ανθρώπων είναι ήδη πεντακάθαρη. Κενή.

Τουλάχιστον είναι σύγχρονη εικονα, ταιριαστή. Θα πουλούσε πολύ στον επόμενο κατάλογο που θα κοσμούσε. Έχει λευκές κουρτίνες και γκρι τοίχους. Γκρι σκέπασμα και λευκό κατωσέντονο. Παίζει με μοτίβα. Αρχικά κάθετες ρίγες και μετά ξαφνικά οριζόντιες. Είναι η ανταρσία, η ίδια ακριβώς με του καφέ στο γάλα. Αλλά και αυτό δεν είναι ένα μοτίβο; Παίζει και με σκιές. Αλλάζει το φώς, αλλάζουν οι αποχρώσεις, ακολουθούν οι διαθέσεις. Έχει ωραία αισθητική, ελαφριά σαν σύνθεση του ΙΚΕΑ . «Φρέσκια» άμα θέλεις. Και καμία διάρκεια. Αυτό κι αν είναι μοτίβο. Γυαλιστερή, πλαστική, βιαστική.

Βιαστικά μάζεψε τις κούπες , τα κουλούρια και έβαλε στη θέση τους τα προφυλακτικά. Έστρωσε το κρεβάτι. Ήταν και πάλι καινούριο. Έλειπε η όμορφη Άννα. Άνοιξε και την φώναξε.

«Έλα sorry, είχα φύγει βιαστικά τις προάλλες που ήρθα και το είχα αφήσει αχούρι. Δεν ήθελα να το δεις έτσι.» Την τράβηξε από το χέρι. Νύσταζαν και οι δύο αλλά δε θα πήγαινε χαμένη τόση προσπάθεια. Άρχισε να της δαγκώνει το κάτω χείλος όσο εκείνη τυλιγόταν πάνω του.

Και έτσι ξεκίνησε άλλη μία «σχέση». Μία σχέση που θα μπορούσε να ήταν στον κατάλογο του ΙΚΕΑ. Καινούρια, όμορφη, εύκολη, εφήμερη και χωρίς κόστος. Γιατί ποιος έχει τη διάθεση να δίνει άλλωστε; Λες και δεν είναι ντροπή να μην προσθέτεις μια εικόνα στον κατάλογο σου κάθε λίγες μέρες.

Πραγματικά δεν είχα καταλάβει ότι φτιάχναμε κολλάζ αντί για πίνακες.

Νο 5.

Το παιχνίδι έχει ως εξής.

Γράψτε μία ιστορία χρησιμοποιώντας προσωπείο.

Πάτα με

«Πάτα με. Πάτα με σου λέω. Ρε πάτα με πιο γρήγορα!»

Ωχ έχει πάρει το αμήχανό της ύφος, ετοιμάζεται να ρωτήσει. Το διπλανό από δεξιά είναι άδειο, δεν μπορεί να φωνάξει μέχρι παραδίπλα. Αναγκαστικά θα στραφεί στο διπλανό από αριστερά που είναι ένας κύριος, πενηντάρης που φαίνεται πραγματικά αφοσιωμένος. Αφιερωμένος θα μπορούσα να πω. Φοράει και ακουστικά. Κακό αυτό. Ετοιμαζόμαστε για άβολες στιγμές αδύνατης επικοινωνίας. «Συγγνώμη, να σας ρωτήσω...» Δύσκολα διακόπτεις κάποιον που φοράει μαύρο κοντό κολάν, εφαρμοστή μαύρη, dry fit μπλούζα και πορτοκαλί αθλητικά. Επαγγελματίας του είδους. Πόσο μάλλον όταν φοράει ακουστικά. Γυρίζει λίγο ακόμα περισσότερο προς το μέρος του. Δε θα την ακούσει αλλά θα την προσέξει. Κάποια στιγμή! Ίσως; Και τότε συμβαίνει αυτό το μαγικό που συμβαίνει πάντα όταν κάποιος σε καρφώνει με τα μάτια του και νιώθεις την τεταμένη ενέργεια να σκαρφαλώνει στη ραχοκοκαλιά σου και γυρίζεις κ τον καρφώνεις κι εσύ. Αυτό, ή κάπως την πήρε το μάτι του από τον καθρέφτη μπροστά τους που είχε σκαρφαλώσει σχεδόν ολόκληρη στο δικό του μηχάνημα και κοιτούσε με μάτια που εκλιπαρούσαν. Τώρα αρχίζουν τα ωραία. Χάνει λίγο το ρυθμό του, μια πεταλιά νευρική. Της χαμογελάει, φωνάζει «πείτε μου» και φωνάζει πραγματικά. Τον ακούτε όλοι δηλαδή μέσα στη βαβούρα αλλά εκείνος δεν έχει ιδέα αν το είπε, αν απλά το σκέφτηκε, ή αν δε του βγήκε η φωνή. Αποφασίζει να βγάλει τα ακουστικά. Με την απότομη κίνηση τα ακουστικά τραβούν το κινητό που πάει να πέσει. Τελευταία στιγμή το τραβάει από τα ακουστικά σε αυτή τη βουτιά θανάτου ενώ μέσα σε όλη αυτή την κινητικότητα, δεν αντέχει η πετσέτα και πέφτει κάτω. Ακούγονται κάτι αμήχανα της ευγένειας «Άσ'την, δεν, μη» ενώ εκείνος δεν κόβει ρυθμό, αλλά η κοπέλα σκύβει κ την πιάνει. «Συγγνώμη, τι πρέπει να πατήσω για να ξεκινήσει;» «Κάνε πιο γρήγορα και μετά πάτα go.» Της χαμογελάει ως γνώστης και έμπειρος με πορτοκαλί running παπούτσια και ξανά βάζει τα ακουστικά. Εκείνη αρχίζει να με πατάει λίγο πιο βίαια τώρα. Επιτέλους. Τώρα το παρατηρεί και στο καντράν μου. «Pedal faster, then press GO.» Τώρα θα κάνουν σα να μην έγινε ποτέ αυτό το ευχάριστο σκηνικό, αλλά εγώ θα το έχω δει, όπως και όλα τα βλέπω.

Να, τώρα εκεί απέναντι, μια κυρία κάνει αγέρωχο βάδην στο διάδρομο φορώντας παλτό. Ναι είναι μακρύ παλτό, με λίγο άνισο τελείωμα σε σκούρα γκρι απόχρωση. Κατατάσσεται στην ειδική κατηγορία την οποία αγαπάμε, σεβόμαστε και συμπονούμε, «ξέχασα να βάλω τα ρούχα γυμναστικής στην τσάντα.» Είναι η υπέροχη κατηγορία στην οποία λίγο πολύ όλοι έχετε βρεθεί. Έχετε πάρει τη μεγάλη απόφαση να πάτε γυμναστήριο, έχετε ρυθμίσει το πρόγραμμά σας για να βρείτε χρόνο, έχετε βγει στο κρύο, έχετε οδηγήσει ως εδώ για να συνειδητοποιήσετε ότι δεν έχετε πάρει μαζί σας τα ρούχα σας. Σαν από μηχανής θεός λοιπόν εμφανίζεται μια υπέροχη αφορμή να γλιτώσετε αυτό που τόσο θέλετε να γλιτώσετε. Μάλιστα όσο πιο αντικειμενικός είναι ο λόγος τόσο το καλύτερο. Σε μία κλίμακα ιδανικών αιτιών , την κορυφή κατέχει το κλειστό γυμναστήριο. Οι πιθανότητες να συμβεί αυτό; Το «μηδαμινές» είναι πολλές. Ο λάθος ρουχισμός κατέχει κι αυτός υψηλή θέση και μπορείτε να βασίζεστε περισσότερο πάνω του. Όμως! Υπάρχει μία ψυχαναγκαστική μερίδα που προκειμένου να μη βγει εκτός προγράμματος ή να μην αθετήσει νέες αρχές και προσωπικές υποσχέσεις, οριακά καλπάζει πάνω στο διάδρομο και με τα μποτάκια. Μας αρέσετε εσείς. Και οι σκέψεις σας. «Καλά έχω περπατήσει γρήγορα με μποτάκια έχω πάει γρήγορη βόλτα με παλτό, τι θα αλλάξει τώρα;» Δείχνετε πυγμή, επιμονή και αποφασιστικότητα. Δείχνετε τον εσωτερικό πόλεμο με τις ενοχές και τις δικαιολογίες. Και από αυτό τον πόλεμο κέρδισε η αερόβια με παλτό.

Λίγο πιο πίσω, στη γωνία με τα ποδήλατα μια κοπέλα νεότερη με ένα συνδυασμό προσήλωσης και αδιαφορίας κοιτάζει το κινητό της. Καταβάλλει υπερπροσπάθεια να προσποιηθεί χάζεμα στο instagram αλλά η κλίση του κινητού, η απόσταση από το πρόσωπό της, η θέση των χεριών της, και το ύφος «μα πόσο χαζεύω» φωνάζουν πώς βγάζει φωτογραφία. Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να ήταν ένα απλό story με ένα γενικό και κουνημένο πλάνο του γυμναστηρίου μόνο και μόνο για να δει το επιθυμητό πρόσωπο που φλερτάρουμε ότι είναι πρωί και γυμναζόμαστε. Ίσως στείλει κιόλας! Στην προκειμένη περίπτωση στο στόχαστρο βρίσκεται το παλτό που ανεμίζει δεξιά και αριστερά τόσο αρμονικά με το βηματισμό και τόσο καθόλου αρμονικά με τον ιδρώτα, τα πολύχρωμα μπουστάκια, τα εξεζητημένα κολάν, τα τελευταίας μόδας αθλητικά και το μπιτάκι στα ηχεία. Όχι εντάξει εδώ υπάρχει ένα ψέμα. Το παλτό είναι σίγουρα παράταιρο, και μάλιστα από τα καλύτερα παράταιρα θεάματα που μας έχετε προσφέρει, αλλά μέσα σε ένα γυμναστήριο υπάρχουν και τόσα άλλα. Το γυμναστήριο είναι ο χώρος που επιτρέπονται όλα.

Παππούδες με φιδίσια κορμιά κυκλοφορούν με φόρμες στερεωμένες πάνω από την μπλούζα με σφιχτό φιόγκο λίγο κάτω από το στήθος, διαγράφοντας τα πάντα, και τους επιβεβαιώνουμε πώς είναι κάτι που πραγματικά δε χρειάζεται. Κοπέλες κάθε ηλικίας, ναι ακόμηκαι αντίστοιχες με τους φιδίσιους παππούδες, κάνουν καθίσματα φορώντας τα σουτιέν τους μόνο που έτυχε να μπορούν να ονομαστούν και μπουστάκια. Υπάρχουν και αυτοί που έρχονται με τις πυτζάμες, που λανσάρουν το στυλ «κατεβάζω σκύλο ή σκουπίδια και ξανανεβάινω, αλλά δεν ξανανεβαίνουν». Και τώρα που είπα «ανεβαίνουν», κάτι επίσης υπέροχο είναι ότι υπάρχουν ανεβασμένα πόδια παντού. Κάποια που θέλει να κάνει ανοίγματα, κάποιος που θέλει να κάνει διατάσεις, και βλέπεις πόδια ανεβασμένα σε τοίχους, σκαλιά, κάγκελα μέχρι και στον διπλανό. Βλέπεις και μια ερωτική σχέση με τον καθρέφτη. Όλοι κοιτάζονται με μανία λες και πρόκειται στις τρεις πεταλιές ή στην πρώτη επανάληψη να σημειωθεί η πολυπόθητη αλλαγή. Μπορείς να πετύχεις κόσμο να στήνεται για την κλασική γυμναστηριακή φωτογραφία μπροστά από τον καθρέφτη (κυρίως στα αποδυτήρια για την ύπαρξη μιας κάποιας μυστικότητας) ή να τσεκάρει τους γλουτιαίους του. Ναι, ναι , εδώ άντρες - γυναίκες ασχολούνται περισσότερο με τους δικούς του γλουτιαίους παρά με οποιουδήποτε άλλου. Μπορείς να δεις ανθρώπους οριακά να πεθαίνουν, κατακόκκινους, να προσπαθούν να αντέξουν τα τελευταία βασανιστικά λεπτά σε κάποιο διάδρομο και άλλους δίπλα να χαζεύουν σειρές με το iPad στερεωμένο δεν ξέρω κι εγώ που. Οι περισσότεροι όμως , σε αυτή την κατάμεστη αίθουσα με ανθρώπους να τρέχουν επ' άπειρο στη ματαιότητα σαν χάμστερ, έχουν αυτό το τόσο γνώριμο κενό βλέμμα που πάει και πιάνεται απ, όπου βρει. Μπορεί να έχει καρφωθεί σε μία γωνία στο πάτωμα, σε κάποιο από τα μεγάλα φώτα στο ταβάνι, μπορεί να έχει καρφωθεί και σε εσένα αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Είναι το βλέμμα που δεν βλέπει τίποτα. Μετράει. Υπολογίζει. Προγραμματίζει. Οι υπολογισμοί ποικίλουν. Αρχίζουν με το πόσα λεπτά μένουν για να τελειώσει το μαρτύριο, φτάνουν μέχρι το τι φαγητά θα μαγειρέψω αυτή την εβδομάδα, πώς θα οργανώσω τις υποχρεώσει του απογεύματος και του μήνα όλου, τι να γράψω στο μέιλ, πώς θα του πω ότι θέλω να χωρίσουμε και καταλήγει πάλι στο πόσα λεπτά μένουν γι να τελειώσει το μαρτύριο. Και ευτυχώς τότε είναι λιγότερα αλλά ποτέ αρκετά λιγότερα. Και τότε είναι που αρχίζουν τα ξεφυσήματα. Χωρίς καμία αιδώ ή συστολή. Είπαμε, όλα επιτρέπονται. Και ξεφυσήματα και βαριές ανάσες και λαρυγγισμοί, μέχρι και ιαχές. Ένα πράγμα δεν επιτρέπεται. Η κουβεντούλα. Και αυτόν τον κανόνα τον έχετε θεσπίσει εσείς οι ίδιοι. Λίγο φλερτ με τους γυμναστές, ένας φιλικός χαιρετισμός ή κάποια τυπική στιχομυθία τύπου « πόσες επαναλήψεις σου μένουν φίλε» είναι οριακώς αποδεκτά. Κατά τ' άλλα επικρατεί ο χρυσός κανόνας της σιωπής. Γιατί όσο σας βγαίνει η ψυχή, δεν τρελαίνεστε για κουβεντούλα και αυτό φαίνεται. Λίγοι βέβαια, δείχνουν να μην το αντιλαμβάνονται και είναι οι κατακριτέες εξαιρέσεις που έρχονται και στήνονται δίπλα στο διάδρομο και έχουν και όρεξη για ανέμελες ερωτήσεις ενώ εσύ αναρωτιέσαι αν θα χάσεις τα πνευμόνια σου μέσα στα επόμενα 30 δεύτερα. Φιλική συμβουλή, προσπαθήστε να μη δείχνετε τόσο, πόσο ανυπόφορους τους θεωρείτε. Γιατί το δείχνετε.

Και το δείχνετε και όταν μπαίνετε στο γυμναστήριο. Εκεί που μόλις έχετε ανοίξει την πόρτα, με την επιθυμία μέχρι το μεδούλι να φύγετε πριν να ναι αργά, πετυχαίνετε κάποιους που πίνουν με απόλαυση το νεράκι τους, κρατούν την πετσέτα τους και χαλαρωμένοι γυρίζουν σπίτι τους. Κατάρες ε; Μόνο και να βλέπατε το δολοφονικό σας βλέμμα. Είναι ατόφιος φθόνος. Μέχρι και για τις κοπέλες της γραμματείας αισθάνεστε το ίδιο. «Αχ γιατί να μη δούλευα στη γραμματεία τώρα, να κάθομαι στη ρεσεψιόν και να τους έβλεπα να μπανοβγαίνουν.» Όταν όμως βγαίνετε, ποιος στη χάρη σας! Ανάλαφρες πεταλούδες. Περήφανοι και ικανοποιημένοι που κάνατε τη γυμναστική σας και δε λιποτακτήσατε τελευταία στιγμή, βγαίνετε με ένα γαληνευτικό πιάσιμο στους μυς, και το κρύο έχει μετατραπεί τώρα σε αναζωογονητικό αεράκι. Τι ωραίο πράγμα που είναι η γυμναστική σκέφτεστε. Την επόμενη φορά θα τα δώσετε όλα , ακόμα περισσότερο. Αλλά όλο και κάποια σεροτονίνη θα βρίσκεται πίσω από αυτές τις δηλώσεις . Εγώ ξέρω ότι και την επόμενη φορά που θα έρθετε, εμένα θα τρέξετε να προλάβετε. Το τρίτο ελλειπτικό από τα αριστερά, γιατί είμαι λίγο χαλασμένο και όταν μου αυξάνετε την αντίσταση, η δυσκολία δεν αυξάνεται τόσο όσο στα άλλα. Και με αγαπάτε γι αυτό. Κι εγώ σας αγαπάω που έχετε αγκαλιάσει την αδυναμία μου, και σας περιμένω. Αυτό είναι το μυστικό μας. 

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε