Πλυντήριο

Δεν ξέρω , δεν μπορώ να καταλάβω, αν τα πράγματα αλλάζουν πολύ δύσκολα ή πολύ γρήγορα. Συνειδητοποιώ όμως ότι τα επιρρήματα αυτά δεν είναι συγκρίσιμα. Και όσο και αν μοιάζουν να κινούνται σε φαινομενικά αντίθετους άξονες, δεν αλληλοαναιρούνται. Η ταχύτητα μπορεί να τραβήξει και το δικό της δρόμο. Η ευκολία ή δυσκολία μπορεί να χαράζει μια εντελώς διαφορετική πορεία.

Στο αγαπημένο μου παρατηρητήριο της ανθρώπινης φύσης, στην κάψουλα ανθρώπινων συμπεριφορών , στο βαγόνι του μετρό, ο πήχης μου ακουμπούσε τον πήχη του νεαρού που καθόταν δίπλα μου.

Το μόνο που ήξερε η άκρη του ματιού μου ήταν ότι επρόκειτο για κάποιον περίπου συνομήλικο μου. Στις ράγες της διαδρομής μας ταλαντευόμασταν δεξιά και αριστερά χωρίς οι πήχεις μας να χάνουν επαφή. Η μόνη μας ασφάλεια ήταν το κρύο στις αρχές του Νοεμβρίου. Το παχύ πλαστικό μπουφάν του και το σκληρό παλτό μου μας προστάτευαν από την απόλυτη ανθρώπινη επαφή. Δεν είχαμε ανταλλάξει βλέμμα και δεν επρόκειτο να ανταλλάζαμε ποτέ κουβέντα. Τα χέρια μας όμως αφηρημένα και ασάλευτα, εμπιστευτικά , στήριζαν τα κορμιά μας κατά τους ελιγμούς του συρμού. Αρμονικά κλυδωνιζόμασταν παρέα , σε μία τόσο αμοιβαία επαφή. Εκεί συνειδητοποίησα ότι ακουμπούσα σε έναν άγνωστο άντρα, χωρίς να προβληματίζομαι ούτε εγώ, ούτε εκείνος, ούτε όλοι οι άλλοι επιβάτες που κι εκείνοι ασυνείδητα με τον αγκώνα τους, το γόνατο ή την κνήμη τους ακουμπούσαν κάποιο συνεπιβάτη τους. Πόσο παράξενο θα ήταν όμως αν ξαφνικά έγερνα το κεφάλι μου στον ώμο του για να απολαύσω νωχελικά το υπόλοιπο της διαδρομής; Πόσο παράξενο θα ήταν για μένα και για εκείνον; Πώς θα μπορούσα να το κάνω; Τα σώματά μας ήταν σε ιδανική θέση, τα χέρια μας κολλημένα σαν να είχαμε πει πολλά στους περιπάτους μας και στα πολλά μηνύματα, και το κεφάλι μου έπρεπε να γείρει μόλις ενενήντα μοίρες για να συναντήσει τον ώμο του. Όμως αυτό δε θα μπορούσε να γίνει . Θα έπρεπε πρώτα να γνωριστούμε, δηλαδή να βρεθεί αφορμή να μιλήσουμε και κάποιος να επιδιώξει αυτή η επαφή να συνεχιστεί, ο άλλος να το επιθυμεί κι αυτός και να ακολουθήσει και δεύτερη συνάντηση, και τρίτη, τέταρτη. Και μετά από πολλές συναντήσεις, μεγάλες συζητήσεις, κοινές εμπειρίες και αναμνήσεις, συναισθήματα τρυφερά και οικεία, αν όχι ερωτικά, τότε, σε μία διαδρομή το κεφάλι μου, και πάλι διστακτικά, θα χαμήλωνε σταδιακά για να βρει τον ώμο του και παρατηρώντας την ανταπόκρισή του θα άφηνε λίγο λίγο όλο και περισσότερο βάρος.

Στην σκέψη αυτή τράβηξα λίγο το χέρι μου, σε μία προσπάθεια να εκτιμήσω αν αντιλαμβάνεται κι εκείνος έστω κάτι από τα δαιδαλώδη τερτίπια της ανθρώπινης φύσης. Τίποτα. Για εκείνον ήταν απόλυτα φυσιολογικό είτε τον ακουμπούσα είτε όχι. Όμως για να κάνω μόλις δέκα εκατοστά το χέρι μου παραπέρα και να αγγίξω το μηρό του, θα έπρεπε να παρεμβληθούν πορείες ζωής που κάπου συναντήθηκαν, αποφάσεις, συγκυρίες. Πόσο δύσκολα αλλάζουν κάποιες καταστάσεις σκέφτηκα.

Από το καλοκαίρι και μετά ήθελα να γράψω για κάποια πράγματα. Άρχισα να σκέφτομαι αυτά που ήθελα να γράψω και ήταν όλα αλλαγές. Ή αλλαγές που δεν γίνονταν. Συνειδητοποίησα ότι όλη η ζωή είναι αλλαγές που δεν γίνονται ή γίνονται. Μπορεί μάλιστα να παρατηρηθεί ακριβώς με αυτό το γνώμονα. Όποτε δεν γίνεται κάποιο περιστατικό είναι η αλλαγή που δεν σημειώνεται, η κανονικότητα. Και εκεί έρχεται η στιγμή . Που δεν είναι καθόλου καθοριστική μέχρι να έρθει. Αλλά αφού έρθει.... Φτιάχνει τη ζωή.

Μια κανονικότητα λοιπόν που ξεστρατίζει στα μονοπάτια των στιγμών.

«Σε ποια θήκη από τις τρεις βάζω το απορρυπαντικό; Δεν το θυμάμαι ποτέ» , κοιτούσα τον αυτοσχέδιο, υπό κατάρρευση κότσο στην κορυφή του κεφαλιού μου στον καθρέφτη, και τραβούσα τις τούφες που πετούσαν. «Και πόσο είναι το λίγο; Ε το έχω ήδη βάλει», τώρα τραβούσα το δέρμα κάτω από τα μάτια μου. Έντυσα το πρόσωπό μου με ένα ζευγάρι πεσμένα βλέφαρα , τα οποία έφεραν μία παράλογη ισορροπία με τον ψηλό κότσο και μετά προσπάθησα να ακούσω τι οδηγίες για να βάλω ένα τουλάχιστον πλυντήριο. Μάλλον άκουγα τις οδηγίες αλλά παράλληλα ταξίδευα σε έναν κόσμο όπου τα φρύδια μου χόρευαν και ζάρωναν το μέτωπό μου. Μετά αλληθώρισα. Δεν το είδα στον καθρέφτη αυτό . Δε θα μπορούσα να ήμουν σε θέση να το δω. Αλλά ξέρεις πότε συμβαίνει. Αποσυμφορίζεται το μέτωπο. Αδειάζει η κηλίδα ανάμεσα από τα φρύδια. Σκορπίζουν όλα. Παραδίνεσαι σε ένα μούδιασμα. Επιτέλους χάνεσαι στις σκέψεις σου, χωρίς τα ερεθίσματα του έξω κόσμου να μπορούν να γίνουν συνειδητά από τη δίοδο των ματιών. Είναι πολύ απολαυστικά τα δευτερόλεπτα που παύεις να διαμορφώνεις αντίληψη. Μετά τα μάτια γύρισαν στον καθρέφτη, κι εγώ σε εμένα. Πώς ήμουν έτσι.

«Πώς είσαι;» με ρωτάνε.

Δεν έχω ταυτιστεί ποτέ άλλοτε τόσο με μουδιασμένη πατούσα.

Στην αρχή όλα μοιάζουν καλά. Ας μην αλλάξει κάτι. Βολεύεσαι λοιπόν στην ακινησία. Ακινησία, στασιμότητα, ξεχνάς ότι έχεις πατούσα. Μέχρι που έρχεται η στιγμή να περπατήσεις. Το βάρος της μοιάζει τεράστιο. Μάταια προσπαθείς να στηριχθείς πάνω της. Σε εγκαταλείπει, θα πέσεις. Προσπαθείς να βάλεις λίγο περισσότερο βάρος αλλά ανυπόφορα τσιμπήματα σε κάνουν να μην θέλεις να προσπαθήσεις άλλο. Δεν γίνεται να είναι τόσο οδυνηρό το περπάτημα. Και κάπου εκεί το παίρνεις απόφαση. Σφίγγεις το σώμα σου, αφήνεις το βάρος σου. Τσιμπήματα διαχέονται σε όλο το κορμί σου, μα εσύ εκεί, περιμένεις. Θα περάσουν. Και περνάνε. Τώρα η ασήκωτη πατούσα ενοχλεί λίγο. Τώρα γίνεται ελαφριά σαν πούπουλο. Τώρα μπορείς να τρέξεις. Τώρα τρέχω.

Έτρεξα στον υπολογιστή για να απαντήσω σε ένα μήνυμα που αναβόσβηνε επίμονα στην οθόνη. Όχι δικό σου μήνυμα. Ήμουν στην Αθήνα, ήταν και πολλοί άλλοι, ήταν Ιούλιος. Και μετά δεν ήταν. Σωστό καταχείμωνο. Φαίνεται οι καταστάσεις που αλλάζουν δύσκολα ναι συνοδεύονται με μία πολύ απότομη αλλαγή.

Το κουδούνισμα σήμανε τη λήξη του σύντομου προγράμματος πλύσης. Είχα μάθει να βάζω πλυντήριο. Και το πλυντήριο είχε μάθει να βάζει εμάς. Ένας κάδος που γυρίζει. Τι θα βγάλει; Εμάς θα μας βγάλει;

Είχα βάλει να πλύνω άσπρα ρούχα. Ήταν άσπρα τα ρούχα, πάντα. Μέχρι που τα έβαλα στο πλυντήριο και έγιναν μπλε. Ήταν άσπρα μέχρι πριν να γίνουν μπλε. Κάθε δευτερόλεπτο πριν να γίνουν μπλε ήταν άσπρα και μετά δεν ήταν ξανά ποτέ άσπρα. Η παντοδυναμία της στιγμής.

Εμείς ήμασταν μαλλιά κουβάρια. Ένα τεντωμένο σκοινί. Πέφταμε και κρατιόμασταν. Με έριχνες και τελευταία στιγμή τα δάχτυλά μου έσφιγγαν το σκοινί. Και αιωρούμουν. Τα πόδια μου στο χάος, τα πάντα μου στο χάος, μέχρι που με τραβούσες. Γρατζουνιές, αγκαλιές, χρόνια, και μετά σε ένα πλυντήριο, σε ένα τηλεφώνημα, οι τελευταίες λέξεις . Και εκεί που δεν είχαμε τελευταίες λέξεις, σε μία στιγμή αποκτήσαμε. Και εκεί που το φοβόμουν, το αγάπησα.

Από την άλλη εμείς. Για πέντε χρόνια δύο αμίλητα πρόσωπα, ασυνάντητα βλέμματα. Μία ερώτηση, μια μπύρα, μία λεμονάδα, μία στιγμή, και τα ασυνάντητα βλέμματα έγιναν ασυνάρτητα λόγια. Δύο ασύνδετες ζωές που μέσα σε δευτερόλεπτα πλέχτηκαν σε ακρότατα, καφενεία, τρυφερότητα, χιούμορ και μία αλλόκοτα αναπόφευκτη φιλία. Η μαγεία της στιγμής.

Και το χάος της. Εξάλλου η ύπαρξη είναι κόντρα στην αταξία.

Υπάρξεις. Πόσο άδεια λέξη για να περιγράψεις ανθρώπους. Πόσο καθοριστική όμως. Ένα σύνολο κυττάρων που λειτουργούν στη μέγιστη απόδοσή του. Ένα σώμα που αλλάζει συνεχώς. Μία ψυχή που μαζεύει κάθε μέρα λύπες και χαρές και μία γκάμα συναισθημάτων που το πληκτρολόγιο μου ευλαβικά αποφεύγει να προσπαθήσει να αποδώσει. Ένας νους ερεθισμάτων, αναμνήσεων, ιδεών. Ένα μεγαλοπρεπές σύνολο αρμονικών λεπτομερειών που μπορεί να έχει φίλους, οικογένεια, εγγόνια. Με την προϋπόθεση ότι υπάρχει. Ότι έχει μπει στο πλυντήριο της ζωής και στριφογυρνάει μαζί με τα κακοπαθημένα ρούχα μου. Και ο Ιούλιος δε σταμάτησε να γυρίζει. Μπορεί να είχαν βάλει ξυπνητήρι για να μην αργοπορήσουν στη δουλειά, για να μαγειρέψουν, να πάνε στο φούρνο, ή είχε ξυπνήσει νωχελικά κάτω από τα βαριά βλέφαρα του Ιούλη. Μπορεί να είχαν σχεδιάσει κάπου να πάνε το βράδυ ή απλά να μείνουν στο σπίτι. Σχεδίαζαν. Δεν τους είπαν για το κόκκινο. Δεν τους είπαν να το φοβούνται. Δεν τους είπαν ότι θα ρουφήξει ακόμα και το σκοτάδι. Είδαν τις γλώσσες του. Είδαν την ειρωνεία να σπαρταράει μέσα από τα κουφάρια της πίσσας. Το μαύρο να δίνεται στο κόκκινο και το κόκκινο στο μαύρο και οι κραυγές να σκίζουν κάτι που κάποτε λεγόταν θάλασσα. «Που είναι τα πιο κοντινά βράχια να με διαλύσουν. Να ρίξουν λίγο θάλασσα μέσα μου. Που είναι κάποιος να του πάρει τα παιδιά μου.» Και τραγούδησαν . Έψαλλαν στον τρόμο, νανούρισαν τον πόνο. Και δεν ήρθε κανείς. Ήρθε το τέλος. Δεν είδαν στο κόκκινο το θάνατο. Έγιναν ο θάνατος. Έγιναν εκατό στιγμές. Το μεγαλοπρεπές υφαντό της ανθρώπινης φύσης έγινε στάχτη. Ήταν άνθρωποι και έγιναν σκόνη. Πόσο δύσκολο είναι αυτό; Πάρα πολύ. Αρκεί μία μόνο στιγμή.

Και ο Άρης ήταν χιουμορίστας, ήταν και άρρωστος. Και μετά , σε ένα καλοκαίρι, σε ένα πλυντήριο, σε μία στιγμή ήταν ανάγνωση τρεμάμενων χαρτιών, χλωμά πρόσωπα σε μαύρο περιτύλιγμα να τραντάζουν ότι είχε μείνει ατράνταχτο.

Αρκεί μία μόνο στιγμή για να γίνει το καλοκαίρι , καταχείμωνο και εκεί στη μέση του να κοιταζόμαστε με γουρλωμένα μάτια. Ο ουρανός να μπαίνει κόκκινος μέσα από τα παράθυρα. Ασήκωτος να μας χτυπάει το τζάμι. Σύννεφα να μην διακρίνονται. Ένα βαρύ, ηλεκτρισμένο συνονθύλευμα που μούγκριζε ασταμάτητα για μέρες και νύχτες. Ο ήλιος μας να ξεψυχά παραδομένος και ο ουρανός να σπάει εκκωφαντικά σε κομμάτια. Τι φως ήταν αυτό που έβγαινε. Κοκάλωνε η μέρα και η νύχτα. Τεράστια φίδια χόρευαν στα σύννεφα και μετά νερό πολύ ξέπλενε το χορό τους. Ξέπλενε κι εμάς και το αδιαμφισβήτητο ελληνικό καλοκαίρι μας.

Έβγαλα τα ρούχα από το πλυντήριο. Ποτέ ξανά δε θα ήταν άσπρα.

Σύντομο πρόγραμμα πλήξης.

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε