Από πιο παλιά ...

Ο γέρος

Κάπου στην Αγγλία γύρω στο 1670.

Καπνός σκεπάζει τα σπίτια. Παχύς, γκρίζος καπνός.

Ο άσπλαχνος γέρος σύρθηκε στο κατώφλι μας. Χτύπησε την πόρτα.

Μπορείς ακόμα να ελπίζεις . Να χαμογελάς. Να κοιτάς τον ήλιο πίσω από τον καπνό. Να ακούς τη δυστυχία του άλλου, αλλά κρυφά να ονειρεύεσαι το καλοκαίρι. Μπορείς∙ μέχρι να ακούσεις το χαρακτηριστικό απόκοσμο χτύπημα στην πόρτα. Τότε όλα σκοτεινιάζουν, και ο ήλιος σου χάνεται για πάντα. Έτσι χάθηκε και ο δικός μου ήλιος.

Ήταν Τετάρτη πρωί. Ο γέρος, όπως κάθε μέρα εδώ και αρκετούς μήνες, καθόταν στο λιμάνι και κάπνιζε την πίπα του. Τα δαχτυλίδια καπνού σκορπίζονταν ανάμεσα στα σπίτια και σκόρπιζαν τον πόνο. Πόρτες έκλειναν, παράθυρα αμπαρώνονταν, οδυνηρές κραυγές έσκιζαν τον αέρα. Εκείνη τη μέρα ο γέρος ξεκίνησε το ταξίδι του για να μας ανταμώσει. Το βάδισμά του σταθερό. Κάθε βήμα του πάγωνε ένα χαμόγελο, έφερνε ένα δάκρυ, άνοιγε έναν τάφο. Η μυρωδιά της πίπας του προμήνυε τον ερχομό του. Μία μυρωδιά γνώριμη στο ήδη μαυροφορεμένο πλήθος. Είχε λίγο από θλίψη, από φόβο, από πόνο και πολύ από θάνατο. Εκείνη τη μέρα το σπίτι μας βρέθηκε στο δρόμο του. Βρεθήκαμε στο δρόμο του τέλους. Λιμπίστηκε την ομορφιά και τη ζωντάνια. Για λίγο μας παρατηρούσε από μακριά στρέφοντας το γέρικο κεφάλι του δεξιά και αριστερά. Έπειτα εντόπισε αυτό που αναζητούσε. Τα ζοφερά μάτια του απέκτησαν μια ολόμαυρη λάμψη. Δύο τρύπες γεμάτες χάος. Τότε σύρθηκε στο κατώφλι μας.

Στην αρχή είχε λίγο πυρετό και παραπονιόταν ότι ένιωθε κουρασμένη. Μετά άρχισαν οι κρυάδες. Για το γέρο κανείς μας δεν έκανε λόγο, μιλούσαν όμως τα μάτια. Ο πυρετός ανέβαινε και ξεκίνησαν και οι πόνοι. Το όνομα του δεν τολμούσαμε να το αναφέρουμε, ούτε καν να το διανοηθούμε. Ήρθε όμως ο γιατρός. Δεν χρειάστηκαν περισσότερα από δέκα λεπτά για να μου ανακοινώσει με ένα κουρασμένο και απελπισμένο ύφος αυτό που εξαρχής γνωρίζαμε. Ο γέρος ήταν στο σπίτι μας.

Την έκλεισε στο δωμάτιό της και μου απαγόρευσε να τη βλέπω για περισσότερο από είκοσι λεπτά κάθε μέρα. Μου είπε ότι γρήγορα θα χειροτέρευε και πώς δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι. Με παγερή συμπόνια μου ανακοίνωσε ότι οι τελευταίες ώρες θα ήταν ανυπόφορες και βιάστηκε να δηλώσει ότι η κατάληξη ήταν δεδομένη. Το βλέμμα του μου θύμισε το βλέμμα του γέρου. Έσφιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση μου και κάθισα. Εκείνος έφυγε.

Είτε κοιμόταν για ώρες πολλές, είτε έκλαιγε εκλιπαρώντας για βοήθεια. Η πόρτα του δωματίου της ήταν κλειστή, όμως η πονεμένη φωνή της τρυπούσε τα αυτιά μου και ξερίζωνε την καρδιά μου. Ακίνητη, με τα μάτια καρφωμένα στο τραπέζι περίμενα να την ξαναπάρει ο ύπνος. Τότε μόνο έβγαινα από την κουζίνα και στεκόμουν έξω από το δωμάτιο της. Την κοίταζα από το παραθυράκι. Δεν ήταν μόνη της. Ο γέρος καθόταν στο προσκεφάλι της. Έβλεπα τα ζαρωμένα δάχτυλά του να χαϊδεύουν την απαλή επιδερμίδα της. Τα κιτρινισμένα μυτερά νύχια του να γδέρνουν το τρυφερό σωματάκι της. Τα ξερά του χείλη φιλούσαν το μέτωπο της, τα βλέφαρά της. Οι δύο μαύρες όμως τρύπες ήταν μονίμως στραμμένες πάνω μου.

Δεν πέρασαν πέντε μέρες και η κόρη μου έγινε άλλο ένα κεχριμπάρι στο κομπολόι του γέρου. Εκείνη τη μέρα δεν κοιμόταν. Μόνο φώναζε. Ο γέρος δεν καθόταν πλέον στο προσκεφάλι της. Έσφιγγε με δύναμη όλο της το κορμί.

Μπήκα στο δωμάτιο και την αγκάλιασα. Ανάμεσά μας ένιωθα το γέρικο κορμί του να πάλλεται με ευχαρίστηση. Την αγκάλιασα για πολλή ώρα. Τη φιλούσα ξανά και ξανά .Εκείνη όμως υπέφερε. Τα φιλιά του γέρου ήταν πολύ πιο δυνατά από τα δικά μου. Ήξερα ότι δεν τηρούσα τις εντολές του γιατρού. Ήξερα τι θα ακολουθούσε, αλλά αυτό ήθελα. Δεν το έκανα για την κόρη μου. Εκείνη είχε ήδη αισθανθεί τα αποστεωμένα αγγίγματά του στο λαιμό της. Την έσφιξα ακόμη πιο δυνατά. Ξαφνικά σώπασε. Ξαφνικά το κορμί της αφέθηκε ήρεμο στα χέρια μου. Ο γέρος έφυγε. Τον είδα να απομακρύνεται παίζοντας με το κομπολόι του. Είχε ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη του. Χάιδευε τη νέα χάντρα του. Δεν έφυγε όμως από το δωμάτιο. Κάθισε απλά στην καρέκλα απέναντι από το κρεβάτι και περίμενε. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και περίμενα.

Ήξερα ότι εγώ η ίδια είχα αποφασίσει να κατηφορίσω προς το λιμάνι. Το λιμάνι. 'Ένα μέρος που καράβια έδεναν και ψυχές σάλπαραν. Να γευτώ η ίδια τον καπνό και όχι απλά να τον μυρίζω. Δεν θα γινόμουν άλλη μία μορφή του μαυροφορεμένου πλήθους. Ήθελα να γνωρίσω το γέρο. Το Μαύρο Θάνατο, όπως τόσο καιρό τον αποκαλούσαν. Να νιώσω τα άγρια χάδια του αδίστακτου γέρου που μου στέρησε την κόρη μου, τον ήλιο και το καλοκαίρι.

Μετά από δύο μέρες ανελέητων πόνων είχε έρθει επιτέλους η ώρα. Το σώμα μου έκαιγε. Το κεφάλι μου βούιζε. Ο γέρος σηκώθηκε και στα μάτια του εμφανίστηκε η μακάβρια λάμψη για άλλη μία φορά. Κάθισε στο κρεβάτι. Ένιωθα την καυτή βρώμικη ανάσα του παντού πάνω μου. Κάθε εκπνοή του ήταν ένα σπαραχτικό συνονθύλευμα γνώριμων ήχων. Κραυγές αγωνίας, παιδικό κλάμα, μοιρολόι και πόνος. Ο ήχος όμως ο πιο ανυπόφορος ήταν αυτός της σιωπής, μέχρι την επόμενη εισπνοή. Αυτά τα ελάχιστα μαρτυρικά δευτερόλεπτα του φόβου και της απελπισίας. Τα δευτερόλεπτα του πένθους. Με έπνιγε, μου έκαιγε τα σωθικά. Οι πόνοι έγιναν πιο έντονοι. Το στήθος μου μούδιαζε, ένιωθα πως παρέλυα. Τώρα ήταν πάνω μου. Ο Μαύρος Θάνατος, που μπροστά στα μάτια μου πριν δύο μέρες ερωτοτροπούσε με την κόρη μου, τώρα είχε χιμήξει σε μένα. Ένιωθα την ηδονή με την οποία ρουφούσε κάθε στάλα ελπίδας, ζωής και αξιοπρέπειας. Δεν ήμουν πια άνθρωπος. Δεν ήξερα τι ήμουν. Σαν παθιασμένος εραστής άφηνε τα σημάδια του στο κορμί μου. Μεγάλες πληγές. Χυδαία σημάδια αβάσταχτου πόνου. Δεν ήμουν εγώ. Δεν ήθελα να είμαι. Έσφιξε το λαιμό μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Η τελευταία μου ανάσα, πικρή, δύστυχη, ταπεινωμένη. Κοίταξα στα μάτια του. Με κατάπιε ο γέρος. Με κατάπιε το χάος. Με πήρε κι εμένα η πανούκλα.

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε