Τα 4 στρώματα

Κάποιος κουβαλάει στρώμα σε εξωτερικό χώρο.

Το 1o στρώμα 

Με έτρωγε το σώμα μου. Είναι καλό λένε να αλλάζεις στρώμα. Ενδείκνυνται λένε να το αερίζεις συχνά.

Ύπνος δεν με έπαιρνε. Θα έφταιγαν τα ακάρεα. Τα θυμήθηκα που με έτρωγε το σώμα μου ή ίσως και να έγινε το ανάποδο. Ξέστρωσα το στρώμα να πάμε στο πάρκο να μας χτυπήσει αέρας. Ήταν νύχτα αλλά και αύριο πάλι θα νύχτωνε. Ήταν νύχτα και σε λίγο θα έφευγε το οποίο πιθανά να ήταν καλό. Με έτρωγε το σώμα μου ή ίσως οι σκέψεις μου αλλά αυτό δεν το ξέρουμε. Προσπάθησα να βάλω τα χέρια μου, να το σηκώσω, αλλά τελικά δεν ήξερα πού να βάλω τα χέρια μου να το σηκώσω. Τα ακάρεα σε κάθε σπιθαμή λένε είναι χιλιάδες. Μυριάδες. Θα ανέβαιναν στα δάχτυλά μου και θα έμπαιναν κάτω από τα νύχια μου. Θα έβγαζα τα νύχια μου; Θα έβγαζα τελικά το στρώμα; Το πέταξα στο πάτωμα. Έγινε ακούσια. Νομίζω με ντρόπιασε. Το σήκωσα αμέσως μετά γιατί δε θα με καταδίκαζε ένας φόβος έτσι σε δυο στιγμές. Όταν φόρεσα γάντια τελικά για να το πάω μέχρι το πάρκο κατάλαβα ότι ο φόβος, ναι, με καταδίκασε σε δυο στιγμές.

Βγήκα στο δρόμο με το στρώμα. Το σώμα μου δεν με έτρωγε τόσο. Μάλλον επειδή δεν ακουμπούσε σε ακάρεα ή ίσως επειδή ήμουν πολύ απασχολημένος να μη λερωθεί με λασπόνερα για να το σκεφτώ. Πολύ αργά. Να τη η φαγούρα. Κάθισα στο παγκάκι και κάθισα και το στρώμα δίπλα μου. Κάθισαν μαζί μας και ό,τι κουβαλούσαμε: Ακάρεα, φόβοι και άλλων λογιών ζωύφια. Είχε ψύχρα όμως και αεράκι. Λογικά θα έφευγαν. Λένε θέλουν ζέστη και υγρασία. Τότε βγαίνουνε. Το σπίτι μάλλον έχει πολλή. Ναι, υγρασία. Ή ίσως έχει πολύ σκοτάδι και το σκοτάδι με κάνει να σκέφτομαι πολλά. Ένα από αυτά είναι και τα ακάρεα. Λένε ότι θέλουν και άνθρωπο. Εκεί μεγαλώνουν, εκεί τρέφονται εκεί γεννούν. Όμως μεγαλώνουν και τρέφονται και γεννούν αν αγνοείς την ύπαρξή τους; Υπάρχουν; Γι' αυτό θέλουν τον άνθρωπο γιατί χωρίς τη συνειδητή σκέψη αυτού κινδυνεύουν από ανυπαρξία. Κάπως νύσταξα εν τω μεταξύ με τον κυκεώνα συλλογισμών , συγκεκριμένων και παράταιρων. Σπουδαίο γιατροσόφι, για κάθε ενόχληση σωματική ή από τις άλλες, τι σκληρές, της νόησης. Αποφάσισα τελικά ότι μπορούσα να την ξαναξεχάσω, την ύπαρξη αυτών και παρέα και τους φόβους για τη δική μου. Σπουδαίο πράγμα να παραμερίζεις τη συνειδητότητά με κάνα- δυο συνειδητότερες προσποιήσεις. Σηκώθηκα από το παγκάκι και σήκωσα μαζί και όλα τα ζιζάνια. Όχι με πολλή προνόηση και λοιπές μικρότητες μα με τη μέγιστη αυτών μικρότητα. Τα σήκωσα δηλαδή και τα αγκάλιασα με τη σύμβαση να τα ξαναξεχάσω. Και δε με ένοιαζε τώρα και να ακουμπάω το μάγουλο, το ρουθούνι μου ή και να τα γλείψω. Ένα χασμουρητό ήρθε να με επιβεβαιώσει. Πίσω στην ασφάλεια της συλλογιστικής μου νόρμας θα κοιμόμουν σαν πουλάκι. Λίγο αντιπερισπασμός και λιγώνεται το ινσομνιακό ντελίριο.

Κάποιες φορές θυμάσαι ότι σε ενοχλούν τα ακάρεα ή ίσως και το ζοφερό σκοτάδι της υπαρξιακής αμφισβήτησης. Κάποιες φορές σε τρώει το σώμα σου γιατί έχεις αλλεργίες ή ίσως γιατί περνάει ο χρόνος και πρέπει να σε φάει.


Το 2o στρώμα 

Ο τοίχος υγρός από την απογευματινή βροχή. Το στρώμα γυρτό πάνω του. Ας πότιζε με νερό, αρκεί να στράγγιζε από άνθρωπο. Φύλακας του είχαν πει ότι θα ήταν, μα το μόνο που φύλαγε ήταν μήπως και οι σκιές θυμηθούν ότι κάποτε ήταν άνθρωποι. Πίεσε το δείκτη του στο στρώμα. Τα ελατήρια δυσανασχέτησαν. Νερό βροχής με υπολείμματα ζωής μούσκεψαν την επιφάνειά του. Τράβηξε το δείκτη του και ό,τι θυμήθηκαν τα ελατήρια το ξαναξέχασαν. Τα ελατήρια, μόνο.

Ήταν να το πάει πίσω στο κελί αλλά ήταν ακόμα νωπό και βρώμικο. Το έσυρε μέχρι τα σκαλιά στο προαύλιο. Γύρω του ένα αμπαρωμένο, στοιχειωμένο αμφιθέατρο. Κοίταξε προς τα φαντάσματα. Δεν ήταν εκεί, ως όφειλαν. Φαντάσματα. Δεν έβγαιναν το βράδυ. Η νύχτα ήταν παράτολμη για ακροβασίες. Εκεί τα φαντάσματα στοίχειωναν τη μέρα, τη νύχτα δεν την άντεχαν, βάραιναν και γίνονταν άνθρωποι. Το πήρε στα χέρια του για να κατέβει τα σκαλιά. Ήταν ελαφρύ. Οι σκελετωμένοι άνθρωποι είναι ασήκωτοι. Αυτό του μάθαινε η κάθε μέρα. Σα να τις δέναν τις ψυχές τους με κοτρόνες ασήκωτες για να μην τους τις πάρουν και αυτές. Να τις κρατήσουν στο κορμί τους μήπως και όταν ξημερώσει θυμηθούν ότι υπήρξαν. Νύχτα μέρα αυστηρώς, επανειλημμένως, διεξοδικώς τους ξεχνούσαν ως σκιές. Ένιωσε τα πλαδαρά του μπράτσα μέσα στη στολή ασφυκτικά μεγάλα για το τιποτένιο στρώμα που έσφιγγαν. Ντράπηκε. Ένα βήμα στο προαύλιο και η τσιμεντένια αυλαία ήταν δική του.

«Ποιος πέθανε;» φάντασμα αναστήθηκε, μάλλον το 15. Έπρεπε να το περιμένει, ποτέ δεν είχε ύπνο. Ήταν από τα φαντάσματα που τολμούσαν να ατενίσουν το σκοτάδι.

«Το 24».

Κάποια βήματα ακόμα και άφησε το στρώμα. Έσκυψε και κάθισε. Η λάμπα πάνω από το 18 τρεμόσβηνε. Δώδεκα χρόνια αναγκασμένος να επιτηρεί τις λάμπες στο θάλαμο να λιποψυχούν τα ξημερώματα. Δώδεκα χρόνια αναγκασμένος να ανέχεται το φως να γδέρνει το μακρύ διάδρομο και να φωτίζει ξέσκεπα πέλματα. Δάχτυλα αγκιστρωμένα στον τρόμο. Μπλεγμένα πόδια, κουβαριασμένα με ένα κωλοσέντονο και λεηλατημένες ελπίδες. Γόνατα κουλουριασμένα, μοναχικά να τσαλαβουτούν στο στήθος που ξεχνούσε να ανασάνει. Πέλματα να τσακίζουν τοίχους μπας και τσακιστούν τα ίδια. Δάχτυλα ορθάνοιχτα να βιώνουν τον έρωτα το σκαρφισμένο. Τελευταία ολοζώντανα ψήγματα ανθρώπων σε κοινή θέα. Στα μάτια ενός γαμημένου άπραγου Θεού που φιλήδονα έβλεπε και που ποτέ δεν θέλησε να γίνει. Ξάπλωσε, τα φαντάσματα θα έβγαιναν σύντομα σε «περιπολία». Κουλουριάστηκε και έκλεισε τα μάτια. Θα χάριζε τον ύπνο του. Τους το χρωστούσε.

«Σου σάλεψε;» Η φωνή του βαθιά, μπλεκόταν με τη σκουριά όπως κρεμόταν από τον τοίχο.

«Μου σάλεψε βέβαια! Είναι να μη σου σαλέψει; Φύλακας μου είχαν πει ότι θα γινόμουν. Φύλακας να φυλάω μη φύγετε, κι εσείς μόνο δε φεύγετε. Παρά μένετε εδώ! Και μου τα δίνετε όλα. Μου δίνετε τον ύπνο σας. Ποιος είμαι εγώ για να μαρτυρώ τον ύψιστο άνθρωπο, τον νυχτωμένο, τον κοιμισμένο, στους δαίμονες του σεντονιού του; Ποιος είμαι εγώ..».

Με κάτι που έμοιαζε με απάθεια προς τον παραληρηματικό μελόδραμα του προαυλίου, το φάντασμα τον στοίχειωσε:

«Αυτούς τους ψευτοηρωισμούς όχι εδώ μέσα. Θα σε φάνε, να το ξέρεις».

«Να με φάνε! Φάτε με. Δείτε με να ξαπλώνω. Δείτε με να μην έχω κάπου να κρύψω τις σκέψεις μου. Πάρτε με, κάντε με δικό σας. Βαρέθηκε να επιτηρώ τον πόνο σας, βαρέθηκα να αφήνω το βλέμμα μου να γλείφει τα απελπισμένα κορμιά σας, κυρτά, στον τοίχο, στις χαραμάδες, στη θέα της ζωής».

«Φίλε μου καλή η φιλευσπλαχνία σου αλλά έχω σκοτώσει». Κυνικά έπεσε η φωνή πάλι από τα κάγκελα. Τη βάραινε η θλίψη.

«Κι εγώ, λίγο λίγο κάθε μέρα. Με το βούρδουλα του φωτός και με ένα άγρυπνο βλέμμα σε ανθρώπους που δίνουν τα τελευταία τους ψήγματα πριν γίνουν στρώματα!»

Αυτά είπε μόνο. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε. Να ξυπνήσουν να τον φάνε. Ήταν η σειρά τους.

Πριν γυρέψει τον ύπνο έβγαλε τη στολή. Ήταν η τελευταία φορά που την έβγαζε καθώς δεν θα την φορούσε ξανά.

Φύλακας του είχαν πει ότι θα γινόταν. Όχι λειψός θεός.

Το 3o στρώμα 

Ξύπνησε. Ήταν μια κακή μέρα.

Οι άνθρωποι είναι ανυπόφοροι αλλά μια κακή μέρα οι άνθρωποι πέρα από μη υποφερτοί έμοιαζαν και το χείριστο ενδεχόμενο της ημέρας αυτής.

Ξύπνησε. Θα ήταν καλύτερα να μην. Λόγου χάρη, σαφώς. Θα μπορούσε όμως να το είχε αναβάλει για κάπως αργότερα, το ξύπνημα. Άτιμη συνήθεια. Πάντα συνεπής στο να μη γνωρίζει από κακές μέρες. Το μπατζάκι της πιτζάμας είχε σκαλώσει κάπου στην κνήμη του κάτι που τον έκανε να υποφέρει. Μετά έπρεπε να φύγει. Πριν φύγει αποφάσισε να παρεξηγηθεί, όχι εντόνως αλλά επαρκώς, με το δέντρο έξω από το παράθυρο που έριχνε τη σκιά του την ίδια ώρα στο ίδιο σημείο του κρεβατιού όπως κάθε άλλη μέρα. Λες και ήταν κάθε άλλη μέρα.

Σηκώθηκε. Είχε κάτι να κάνει αλλά ήταν θλιμμένος και θυμόταν μόνο αυτό. Μια αξέχαστη θλίψη. Θα το σημείωνε, έμοιαζε αναπόφευκτα καλλιτεχνικό. Κουραζόταν όταν ήταν αφηρημένος. Έπρεπε συνέχεια να κυνηγάει τα μάτια του. Και είχε κάτι να κάνει οπωσδήποτε, αλλά τι. Βγήκε από το σπίτι με τις παντόφλες. Το συνειδητοποίησε όταν πάτησε στα νερά του γείτονα. Δεν θα γυρνούσε να αλλάξει, ένιωθε ήδη πολύ βαρύς. Το κεφάλι του ήταν ένα ασήκωτο μπεζ, μια δυσμενέστατη ώχρα αλλά δεν περίμενε τέτοια κατανόηση από τα άκρα του. Μετά βίας μπορούσε να πάρει τα πόδια του, τα χέρια του είχαν μουδιάσει. Μία μέρα ήταν. Και κάποιες ακόμα. Θα περνούσε. Ας περπατούσε. Και περπάτησε στο πεζοδρόμιο.

Το στενό τελείωσε και πριν στρίψει στο πολυσύχναστο τετράγωνο κλονίστηκε από ένα αναμενόμενο δίλημμα. Να φτιάξει μια τσάκιση κάπου κάτω από τη μύτη ως ένδειξη πρωινού μειδιάματος; Τελικά δεν τίθετο θέμα επιλογής καθώς η ανάσα που πάσχιζε να σκαρφαλώσει στο στήθος του ήδη βουτούσε τα χείλη του κι αυτά στην ώχρα. Περίμενε μεν να πονάει ο έρωτας και η σήψη αυτού, δεν φανταζόταν δε ότι υπόλοιπη ζωή του θα ήταν σα να έσερνε έναν ελέφαντα. Ο ήλιος στη θέση του εν τω μεταξύ, λαμπερός και απρόσκοπτος να επιβάλλει τη νομοτέλεια όπως κάθε άλλη μέρα. Και δεν ήταν κάθε άλλη μέρα.

Μετά ήρθαν οι άνθρωποι. Στην αρχή τους έβλεπε από μακριά. Μετά, χάρει στον προαναφερθέντα νομοτελειακό ήλιο και την καταραμένη έννοια της φθίνουσας απόστασης της μετωπικής προσέγγισης, αναγκάστηκε να τους πλησιάσει. Μπορούσαν να γίνουν πολύ κακοί αλλά ευτυχώς δεν θα τους άκουγε ιδιαίτερα. Ήταν πολύ απασχολημένος να προσπαθεί να θυμηθεί τον τρόπο να ξεχάσει. Αν επαναλάμβανε επίμονα κάτι από μέσα του, θα το ξεχνούσε, έλεγαν. Αποφάσισε να θυσιάσει το όνομά της.

Προχώρησε κάποια μέτρα ακόμα μέσα στο πλήθος και τότε παρατήρησε για πρώτη φορά δύο παράξενα πράγματα. Πρώτον: Από δεξιά κάτι εμπόδιζε την όρασή του. Έβλεπε κεφάλια μισά και μετά μόνο πέλματα. Σκέφτηκε ότι αν πάθαινε εγκεφαλικό από τη θλίψη επειδή έφυγε αυτή η πλέον χωρίς όνομα θα ήταν κάπως σαχλό. Δεύτερον και σημαντικότερον: οι άνθρωποι ήταν πιο υποφερτοί, οριακά καλοσυνάτοι. Του έδιναν χώρο -κρατούσαν απόσταση ίση περίπου με ένα μέτρο- και κάθε λίγο και λιγάκι προσφέρονταν να βοηθήσουν. Υπέροχα πλάσματα, όντως.

Μετά κοίταξε πάλι δεξιά και είδε τον εαυτό του μισό. Κοιτούσε σε τζαμαρία. Είδε και ένα θεόρατο στρώμα μπλεγμένο μέσα στα χέρια του. Α ναι. Αυτό είχε να κάνει. Να αλλάξει στρώμα, να πάρει μονό. Όταν γύρισε σπίτι έβγαλε τις παντόφλες να στεγνώσουν και σημείωσε κάνα δυο πραγματάκια μην τα ξεχάσει. Σημείωσε να μην ξαναγαπήσει γιατί μουδιάζει τα χέρια και βαραίνει τους πνεύμονες. Σημείωσε και να είναι θλιμμένος λίγο πιο συχνά. Φαίνεται να αρέσει περισσότερο. Εκεί έβαλε και θαυμαστικό.

Το 4o στρώμα 

Για έναν άνρθωπο που σκότωσε: Ύφαιση σε Ρέκβιεμ σε Ρε Μινόρε. 

Lacrimosa, Wolfgang Amadeus Mozart. 


Ο ουρανός ήταν παχύρευστος όταν σκίστηκε από τις τι πρώτες συγχορδίες. Έπεφτε βαρύς στις κοκκαλιάρικες κερκίδες. Τις πονούσε, θα έκλαιγαν. Οι τοίχοι σαστισμένοι μέσα στην απεραντοσύνη τους, έμειναν δυστυχώς ακίνητοι να πνίγονται μαζί με τις φιμωμένες νότες. Όγδοα σε κολοβές τριάδες, οξύτονα και αλλόφρονα να εκλιπαρούν για έλεος. Οι κερκίδες αδαείς από αλησμόνητο θρήνο να προσμένουν λύτρωση και να έρχεται μόνο ο αέρας. Και να βουίζει. Όπως βουίζει ο ψυχρός ο θάνατος, ο προαναγγελθείς. Και από μακριά, μακρόσυρτο ένα οδυνηρό λεγκάτο, με νότες να βουτούν η μία μες στην άλλη και όλες μαζί να ικετεύουν τον ουρανό να ανοίξει. Ξέσκεπο στάδιο στην αλαζονεία της νύχτας και κάτω από το βλέμμα της μια μορφή απόκοσμη, από τούτες, τις δικές της. Τρέκλιζε στο χώμα με χέρια και με πόδια. Μορφή γυμνή, ερειπωμένη. Δεμένη στην κατάντια της. Δεμένη και σε ένα κήτος. Κήτος λεκιασμένο με το αίμα της, κήτος ασήκωτο. Ποτισμένο με φαρμάκι και διαόλους από ένα παρελθόν γυμνό κι αυτό από Θεό ή άνθρωπο. Καταγής, έμπλεη σε ύψιστο εξευγενισμένο λυρισμό να γδέρνει τη σάρκα της με ένα χαρτί στο στόμα. Τρεκλίζοντας να μετρά παρεστιγμένα στον ύμνο που κρυστάλλινα δικάζει την ύστατη αλήθεια της. Θεία ανάταση, σαρδόνια και ανεπαρκής, μακάβρια να σκεπάζει την ξέσκεπη αρένα. Και οι τοίχοι στο αναπόφευκτο που τους χάρισε η φύση, ταπεινωμένοι να ριγούν δέσμιοι στην ακινησία τους. Να σέρνεται η φιγούρα και αγγελικοί υψίφωνες να σκίζουνε τα σωθικά της με την ομορφιά για νέμεση να ντύνεται με φρίκη. Οι αλυσίδες να κροταλίζουν παράτονα στο λυγμό της ρε μινόρε και το κήτος να μουγκρίζει βαρύτονα κατά το γένος του ανθρώπου. Γένος που δε δείλιασε στιγμή να του ράψει την κοιλιά με δόλια αμαρτήματα και περίσσεια αγνό βαμβάκι.

Κινήσεις σπασμωδικές για τον καταραμένο Σάτυρο. Οστά να φυτρώνουν εκεί που θα ήταν σάρκα. Θύμησες να μέλλουνε τη μεταμέλεια που δεν ήρθε και τώρα να εξυψώνονται στα σύννεφα τα βουβά, τα μπαμπακένια. Σύννεφα που μαρτύρησαν στους θεϊκούς σοπράνος τη μοίρα του αρθρόποδου του καταδικασμένου. Και να ψέλνουν μαζί και να γλυκοψιθυρίζουν τη μέρα των δακρύων και ο Σάτυρος στην αρένα να σπάει και να πέφτει. Να ψάλλουν τη μέρα που οι στάχτες θα σηκωθούν και ο Σάτυρος με το κήτος ακόμα να γίνουν στάχτη. Να λατρεύουν τη λύτρωση των σπλαχνικών αγγέλων και ο Σάτυρος ναι ματώνει από μετάνοια για τα σπλάχνα που δεν είχε. Αίμα στο στόμα του, αίμα στις μνήμες του, αίμα και στα αυτιά του από ένα βιβλικό κρεσέντο να ανυψώνει ψυχές κομματιασμένες. Μα η ψυχή του Σάτυρου είναι κάτω από το στρώμα. Φτύνει αίμα, τη φτύνει κι αυτή μήπως και προλάβει. Μήπως και τη σώσουνε και τη χιλιοτραγουδήσουν να σκορπίσει και αυτή όπως σκόρπιζε το θάνατο. Φτύνει και το χαρτί.

Βήχας μόνο παράφρων. Εξαίρετο φινάλε για ένα χερουβικό κρεσέντο. Η σιωπή, να σιωπά και οι κερκίδες άδειες να ασθμαίνουν. Οι προβολείς βαλμένοι ολόφωτοι να υπηρετούν το βλέμμα της αδιακρισίας. Τα μάρμαρα σύγκορμα να πάλλονται να πεθάνουν και το χαρτί να γράφει κάτω από το αίμα:

«Τύμμα τύμματι τίσαι»

Και ο Σάτυρος που λάτρευε το Ρέκβιεμ σε Ρε Μινόρε εγκατέλειψε τη φυγή και αγκιστρώθηκε στο στρώμα. Στο βαμβακένιο βωμό που χρόνια πότιζε με αίμα, άξιος συνεχιστής θυσίαζε εκείνον. Και όλα έγιναν όπως έμελλε να γίνουν, όπως ο Sussmayr έμελλε να συνεχίσει το Ρέκβιεμ του Mozart. 

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε