Τα πιο παλιά
"Φιλικά"

Μία από τις πιο ανειλικρινείς λέξεις του ελληνικού λεξιλογίου είναι το «φιλικά». «Εγώ με αυτόν; Όχι ρε, τι λες, φιλικά μιλάμε/ βγαίνουμε». Αυτό το, τάχα μου, ανήξεροι είναι ίσως ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που λέμε όλοι, ακόμα και στους ίδιους μας τους εαυτούς, ενώ γελάνε μέχρι και τα μουστάκια μας. Επειδή βέβαια έχουμε αρχίσει και συνειδητοποιούμε ότι το «φιλικά» έχει στιγματιστεί πλέον, από όλα εκείνα τα περιστατικά που μόνο σκέτα φιλικά δεν είναι, το αντικαθιστούμε πού και πού με το «απλά». Αλλά και αυτό καθόλου αξιόπιστο δεν είναι. Η συχνότητα εμφάνισης των παραπάνω λέξεων σε απολογίες σε γνωστούς μας είναι ενδεικτική και των πραγματικών μας κινήτρων. Όσα «τίποτα μωρέ» κι αν λέμε, δεν αρκούν για να σκεπάσουν αυτό το ολοφώτεινο χαμόγελο που διασχίζει το πρόσωπό μας από άκρη σ΄ άκρη, σε πείσμα των προσπαθειών μας να το εξαφανίσουμε ή έστω να το κουκουλώσουμε λιγάκι, να μοιάζει κάπως πιο τυπικό. Εκεί ακριβώς όμως κρύβεται και το μυστικό. Η αγωνία, αυτή που ξεμυτίζει μέσα στη γλύκα, και θέλει να διώξει το χαμόγελο, πριν να «είναι αργά», αποτελεί ακράδαντο στοιχείο ότι δεν είναι η «αγνή και ατόφια φιλία» αυτό που ψάχνουμε από την πηγή γέλιου μας. Όσο προσπαθούμε, τόσο επιβεβαιώνεται όλο μας το είναι για τις απάτες που σκαρώναμε και που τώρα διαλύονται εν ριπή οφθαλμού μπροστά σε 'ένα στιγμιότυπο τόσο αληθινό. Το χαμόγελο αυτό, παίζει μαζί μας, κανονικά, κι όσο πάμε να το εξαφανίσουμε, θεριεύει. Προδίδει τη στιγμιαία εσωτερική σύγκρουση και καταλήγει στον τελικό θρίαμβο-των-κόκκινων-μάγουλων.
Και τώρα;
Τώρα που αποκαλυφθήκαμε στον ίδιο μας τον εαυτό (και σε όποιον άλλον μας βλέπει), τι κάνουμε με τον άλλον; Θέλουμε να ξέρει; Δε θέλουμε να ξέρει; Βασικά θέλουμε να ξέρει ότι δε θέλουμε να ξέρει, αλλά να ξέρει και να κάνει ότι δεν ξέρει. Νομίζω αυτή είναι η βασική αρχή του φλερτ. Και είναι απολαυστική. Εκεί που όλα αιωρούνται και υπονοούνται, όλα είναι διφορούμενα, μακριά ακόμα και από τη σκιά μιας οποιασδήποτε δήλωσης.
Βασική αρχή αυτό, γιατί έχει ένα τυπικό τελετουργικό το φλερτ. Έχει συγκεκριμένες φάσεις και ανάλογα διαδικαστικά. Πραγματικά, είναι μία «μικρή» - στο μικρή θα πρόσθετα πολλά παραπάνω εισαγωγικά αν μπορούσα- ιεροτελεστία, με πολλά στάδια, αγαπημένο μου από τα οποία είναι το «προσποιούμαστε ότι δεν είναι φλερτ, το φλερτ μας» . Το όμορφο είναι ότι, αν και ως τρίτοι μπορούμε να αντιληφθούμε εύκολα το επαναλαμβανόμενο του πράγματος, όταν είμαστε μέρος αυτού, το βιώνουμε με έναν κάθε φορά πρωτόγνωρο ενθουσιασμό. Είναι το παιχνίδι «μας». Είτε μέσω μηνυμάτων και διαδικτύου, είτε από κοντά, το παιχνίδι είναι το ίδιο. Ίδιοι οι κανόνες, ίδιες οι κινήσεις. Και το χαμόγελο αυτό, το ανήμερο θεριό, ένοχα πάλι εμφανίζεται, ακόμη κι αν απευθύνεται σε μια οθόνη.
Δύο τέτοια, λοιπόν, θεριεμένα χαμόγελα ξεπετάχτηκαν μπροστά στα μάτια μου.
Η στάση στο Σύνταγμα είναι ίσως η μόνη στάση στην οποία τίποτα δεν μπορεί να ξεπεταχτεί μπροστά στα μάτια σου. Η, μάλλον, το μόνο που μπορεί, ως πολυσύχναστη στάση, είναι να ξεπεταχτεί κάποιος γνωστός σου, γιατί, όπως και να το κάνουμε, το μάτι είναι έτσι εκπαιδευμένο και θα πάει να πέσει πάνω του. Κατά τ' άλλα, στο Σύνταγμα,απλά το μετρό αδειάζει και ξαναγεμίζει. Σε αυτό το βιαστικό πάρε δώσε, ακόμα και ως παρατηρητής , μένεις απλά αμέτοχος. Μόνο όταν καταλαγιάσει το πλήθος στη συνέχεια της διαδρομής, μπορείς να προσέξεις τι σου 'φερε η φουρνιά αυτή.
Κι όμως, εκείνη τη μέρα, με το που πάτησαν το πόδι τους στο συρμό και ήρθαν και κάθισαν στις θέσεις απέναντι μου, είχαν την προσοχή μου. Δε θα πω ότι ήταν τα χαμόγελά τους τα φωτεινά κλπ κλπ, που με απέσπασαν από τη μουντή καθημερινότητα του μετρό, τραβώντας το βλέμμα μου πάνω τους, που λογικά θα αναμένατε. Φυσικά, θυμάμαι ότι τα χαρακτήρισα θεριεμένα, επομένως σίγουρα είχαν κάτι έντονο, αλλά πολλοί χαζογελούν στο μετρό. Σχεδόν όλοι, όμως, χαζολογούν στο μετρό. Αυτή ήταν η διαφορά τους που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Δεν έμοιαζαν αφηρημένοι, ούτε στο ελάχιστο.
Όσοι μπαίνουν σε ένα βαγόνι, συνήθως κουβαλούν πολλά, αλλά σπάνια κουβαλούν την προσοχή μαζί τους. Απλώς, υπομένουν στωικά μέχρι το τέλος τη σύντομη διαδρομή, χωρίς να θέλουν να σπαταλήσουν ούτε ίχνος της προσοχής τους. Χάνονται σε σκέψεις ή στυλώνουν το βλέμμα στις πόρτες και αφήνονται σε εγκεφαλική νωθρότητα. Οι αργοπορημένοι κοιτάζουν νευρικά την ώρα και τον πίνακα με τις στάσεις που μένουν. Υπολογίζουν λεπτά και ξεφυσούν, όποτε οι πόρτες ξανανοίγουν μετά την προειδοποίηση της αναχώρησης. Άλλοι πάλι φλυαρούν μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να γεμίσουν το χρόνο τους. Όλοι τους κινούμενοι ακούσια, με το λίκνισμα του συρμού να τους υπνωτίζει/νανουρίζει. Κανένας τους δε θεωρεί ότι η διαδρομή αυτή έχει το οποιοδήποτε νόημα, πέρα από αυτό της αναγκαιότητας.
Αυτοί οι δύο δεν είναι έτσι. Δεν παρασύρονται καν από την παλινδρομική κίνηση του συρμού. Κάθονται στην άκρη του καθίσματος τους. Τα κορμιά τους είναι σχεδόν ακίνητα. Ευθυτενή, τσιτωμένα. Εκείνος κουνά έντονα τα χέρια του. Εκείνη είναι ελαφρώς στραμμένη προς το μέρος του και κουνά με μανία τα δάχτυλά της. Δεν είναι μία διαδρομή, για αυτούς είναι μια βόλτα. Και φαίνεται πως είναι μια βόλτα που πολύ ήθελαν να κάνουν. Όχι το πριν, ούτε το μετά -καλά μάλλον και το μετά- , την ίδια τη διαδρομή. Την περίμεναν, ίσως και να την είχαν σχεδιάσει και σκηνοθετήσει λίγο στο μυαλό τους. Ζουν κάθε δευτερόλεπτο, ρουφούν κάθε στιγμή. Είναι ο σκοπός τους, η ευκαιρία τους. Είναι προσηλωμένοι. Εκείνοι, ο ένας στον άλλον. Κι εγώ, πάνω τους.
Πρέπει και οι δύο να είναι λίγο περισσότερο από εικοσιπέντε. Αυτός έχει κοκκινωπά μούσια και κοντά, σγουρά, κοκκινωπά μαλλιά. Τα μάγουλά του και αυτά αναψοκοκκινισμένα. Ίσως να φταίει και η ένταση της στιγμής, αλλά έχω την υπόνοια ότι μπορεί να έχει πιει και λίγο. Φέρνει λίγο σε παλαιικό ναύτη, και, από τον τρόπο που αφηγείται ιστορίες, ώρες ώρες, μετατρέπεται σε χορατατζή πειρατή, που έχει φάει με το κουτάλι φουρτουνιασμένες θάλασσες και περίεργα σκηνικά. Αυτή έχει μακριά καστανά μαλλιά, που πέφτουν πλάι στο πρόσωπό της και κατεβαίνουν κάτω από τους ώμους της. Τα γυαλιά της εξέχουν από το στενό πρόσωπό της. Το χρώμα τους είναι κάτι ανάμεσα σε πορτοκαλί και καφέ και ο σκελετός στο πλάι σχηματίζει γωνίες σαν φτερά πεταλούδας. Έχουν και χρυσόσκονη πάνω. Δεν είναι και η πιο κομψή επιλογή, αλλά με κάποιο τρόπο τα φτερωτά γυαλιά με τη χρυσόσκονη ταιριάζουν υπέροχα με τα κοκκινωπά του μούσια. Φέρνουν σε κάποια άλλη εποχή. Είναι απλοί, ελαφρώς ατημέλητοι, και οι δύο. Ίσως να μην αποτελούν πρότυπα ομορφιάς, αλλά αυτό που είναι πραγματικά όμορφο είναι ότι για αυτά τα λεπτά, δεν έχει υπάρξει πιο όμορφος άνθρωπος στον κόσμο απ' ότι ο ένας στα μάτια του άλλου. Αυτή την οδυνηρά απολαυστική ματιά ίναι κάτι που πρέπει να νιώσουν όλοι, και όχι μία μόνο φορά.
Εγώ, χωμένη μέσα στον εαυτό μου. Μετά από πολλές ώρες χορό, πλήρως παραδομένη στη γλυκιά ακινησία. Κάπου πίσω από τα τους ώμους μου, το μεγάλο μπουφάν, τα σαρδανάπαλα χέρια εγκαταλελειμμένα πάνω σε μία στοίβα πραγμάτων, και τα εντελώς ανάκατα μαλλιά, ήταν τα μάτια μου , που επιτέλους, είχαν βρει νόημα για το υπόλοιπο της διαδρομής.
Αφού διερεύνησα τα παλιομοδίτικα γυαλιά της, και κουράστηκα λίγο από τον υπερκινητικό κοκκινωπό μουσάτο με το πληθωρικό γέλιο, «καρφώθηκα» σε ένα εισιτήριο. Το ίσιωνε, το τύλιγε, το ίσιωνε, το τύλιγε. Το τύλιγε, το έπαιζε με το νύχι της, το ίσιωνε, το τύλιγε. Τα δάχτυλά της είχαν πάρει φωτιά. Το εισιτήριο έλιωνε ανάμεσά τους. Τα μάτια μου έκαιγαν στην προσπάθεια να μείνουν πιστά στις κινήσεις της. Μετά, ήταν το δαχτυλίδι στο δείκτη της. Το έβγαζε και το ξαναέβαζε. Πάνω κάτω στο δάχτυλό της, ενώ στη χούφτα της έσφιγγε το μαραμένο εισιτήριο. Αναρωτιόμουν αν συνειδητοποιούσε έστω και λίγο τις κινήσεις της, αλλά τότε συνειδητοποίησα εγώ ότι για παράλογα πολλή ώρα κάρφωνα τα πόδια της στα οποία ακουμπούσαν τα χέρια της. Για καλή μου τύχη, ήταν απορροφημένη με το να γελάει σε ό,τι έλεγε ο συνομιλητής της. Τι πράγμα κι αυτό; Πόσο διασκεδαστικός μπορεί να γίνει κάποιος όταν τον θέλεις. Πόσο διασκεδαστικό είναι να βλέπεις κάποιον να προσπαθεί να γίνει αστείος και κάποια να (προσπαθεί να) ξεκαρδίζεται με την ψυχή της σε κάθε του ατάκα. Πόσο τρυφερή είναι αυτή η κοινή προσπάθεια. Και, τελικά, τι λυτρωτικό να βλέπεις η προσπάθεια να εξελίσσεται σε πανδαιμόνιο αλλοπρόσαλλης χαράς και γέλια που κόβουν την ανάσα. Είναι ολόκληρος κώδικας το γέλιο στο φλερτ, και συχνά αρκετά διακριτοί οι ρόλοι. Ένας το προκαλεί και ο άλλος αρχικά το παίζει δύσκολος, μόνο και μόνο γιατί έτσι λένε οι «οδηγίες» του σωστού ερωτικού παιχνιδιού, μέχρις ότου παραδοθεί στο - σίγουρα και καθόλου αντικειμενικά - υπέροχο χιούμορ του.
Σε αυτή την ερωτική αναμέτρηση της μπλε γραμμής τον δύσκολο ρόλο τον έχει ο κοκκινωπός μουσάτος. Δίνει ολόκληρη παράσταση. Κουνιέται ολόκληρος. Τα χέρια του χορεύουν στον αέρα. Χάνεται στις περιγραφές, χάνει τον ειρμό του, γελά κι εκείνος με αυτά που λέει και κάθε τρία δευτερόλεπτα γυρνά ολόκληρο το κεφάλι του για να την κοιτάζει στα μάτια. Το δυνατό του χαρτί είναι ο αυτοσαρκασμός.
Δυο επιλογές έχει σε αυτό το στάδιο. Το σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό. Ο καθένας επιλέγει τι ταιριάζει στο παιχνίδι του. Ο σαρκασμός είναι για λίγο πιο δυνατούς παίκτες. Ελαφρά ειρωνεία, δηκτικά σχόλια, με πασπαλίσματα πικάντικης κακίας αποτελούν σίγουρη συνταγή σε ένα λίγο πιο άγριο ερωτικό παιχνίδι. Ο αυτοσαρκασμός κάνει το παιχνίδι πιο ήπιο και γλυκό. Ο ένας, πάντα με χιουμοριστική διάθεση, μιλά με αρνητικά λόγια για τον εαυτό του και ο άλλος πασχίζει να του αποδείξει πόσο άδικο έχει.
Έχω, λοιπόν, τον κόκκινο μουσάτο να ασκεί σφοδρή κριτική στον εαυτό του, για θέματα συνέπειας και κακής μνήμης, και την κοπέλα με τα φτερωτά γυαλιά να τον κοιτάζει με λατρεία και να διακόπτει τα γέλια της μόνο για να του πει ότι δεν πειράζει και να ξεχνάει κάποια πράγματα, όπως το πότε είδε τον φίλο του για τελευταία φορά. Εδώ να σημειωθεί ότι εκείνη ξέρει. Προφανώς και ξέρει. Όλα τα ξέρει, και του το λέει και με μεγάλη άνεση. «Ήταν την προηγούμενη εβδομάδα.» Αλλά γιατί να μην το πει; Λες και δεν ξέρουν και οι δύο γιατί για πρώτη φορά η διαδρομή του μετρό είναι τόσο ωραία....
Στιγμιαία αισθάνομαι κάποιες λίγες τύψεις. Έχω παρεισφρήσει κατά πολύ στο παιχνίδι τους. Μπορεί να είμαι μια ψόφια πέτρα του απέναντι καθίσματος, αλλά με τα μάτια μου τους γλύφω από πάνω ως κάτω για να πάρω κι άλλες λεπτομέρειες, κι άλλες, κι άλλες.... Μου είναι πολύ δύσκολο να αποχωριστώ τον ερωτικό μου θίασο αλλά προκειμένου να κατηγορηθώ ως ηδονοβλεψίας, πιέζω τον εαυτό μου να ακούσει μουσική. Και με τα πολλά πολλά, μου γεννάω την επιθυμία. Το σώμα μου, όμως, δεν συνεργάζεται. Βιώνω τη γνωστή, τουλάχιστον, σε μένα αίσθηση όλα-τα-μέλη-μου-έχουν-βολευτεί -σε-αυτή-τη στάση-που-έχω-ξεχάσει-την-ύπαρξή-τους. Επομένως, δε θέλω να μετακινήσω κανένα μέλος μου και να το φέρω πίσω στη ζωή. Μια χαρά λουφάζουν στην ανυπαρξία τους. Τελικά, επειδή με πιάνω πάλι να μαγνητίζομαι από τη συζήτηση τους, κουνάω λίγο το χέρι μου για να φορέσω τα ακουστικά. Το αίμα αρχίζει ναι κυκλοφορεί και πάλι. Επιλέγω τραγούδι αντίστοιχο της ερωτικής ατμόσφαιρας. Τα μπάσα πέφτουν και με το βουητό τους να διαχέεται στο κορμί μου, ξυπνάνε σκηνικά, ολόκληρες χορογραφίες. Όμως είμαι εγώ απέναντι από τους δυο τους. Τα δικά μου τα βήματα εγώ τα θυμάμαι ακόμα. Τα δικά του πώς τα ξέχασε κιόλας; Ίσως, όπως λέει και ένας υπέροχος φίλος που φιλοσοφεί κι αυτός λίγο παραπάνω, κάποια πράγματα διαγράφονται στη ζωή πιο εύκολα απ' όσο πρέπει .
Τους βλέπω να με κοιτάζουν κι έπειτα κάτι να σχολιάζουν. Καθόλου περίεργο. Κρατάω στο ένα χέρι το κινητό, στο άλλο το iPod, πάνω μου έχω στερεωμένες δύο τσάντες και πάνω από αυτές έναν τεράστιο τόμο μηχανικής που εδώ και είκοσι λεπτά «ετοιμάζομαι» να ανοίξω. Παρόλα αυτά, απλά έχω γύρει το κεφάλι μου στο τζάμι και κοιτάζω την αντανάκλασή τους. Και ο σχολιασμός τρίτων μια χαρά κάνει τη δουλειά του σε τέτοιες περιπτώσεις, οπότε δεν με πειράζει ό,τι κι αν λένε. Ας μοιράζονται και κακίες εις βάρος μου, στο όνομα του έρωτα.
Αποδέχομαι το γεγονός ότι μέχρι να χωρίσουν οι δρόμοι μας εγώ θα τους παρακολουθώ. Χωρίς να βγάλω τα ακουστικά απλώς κλείνω τη μουσική. Γνωστή κομπίνα για τους μυημένους. Προς έκπληξή μου τους ακούω να μιλάνε για σεξ. Σεξ σε γραφείο. Αυτό που πετάς τα πράγματα κάτω. Λίγο χιούμορ, λίγο πλάκα, καταλήγουν να τον ρωτάει εκείνη αν του αρέσει. Ριψοκίνδυνη κίνηση αλλά δεν φαίνεται να πτοείται κανένας από τους δύο. Πραγματικά ξαφνιάζομαι.
Και αφού λύνουν και το θέμα αυτό, χωρίς να δίνουν δεκάρα τσακιστή που όλος ο συρμός, ακούγοντας την «απαγορευμένη λέξη» σεξ, έστησε αυτί, έρχεται η στιγμή για τη γνωστή σε όλους μας σιωπή. Τους βλέπω να αγωνιούν να βρουν κάτι να πουν. Να πιαστούν από μια αφορμή για να μην πεθάνει αυτό που μέχρι στιγμής τόσο αυθόρμητα χτιζόταν. Τα έχουν πει όμως όλα μέσα σε δέκα λεπτά. Έχουν μιλήσει μέχρι και για σεξ. Αλλά έτσι δε συμβαίνει πάντα; Ροδάνι η γλώσσα. Έντονες ασυνάρτητες συζητήσεις, ορισμένες φορές και για ώρες ολόκληρες. Και μετά η απότομη παγωμάρα του «γιατί εμείς οι δύο ξαφνικά μιλάμε τόσο πολύ» ή του «είπαμε πολλά, ας μαζευτούμε τώρα». Έτσι, βίαια, τελειώνει πολλές φορές η συζήτηση. Σαν μια μάταιη προσπάθεια να αναστήσουμε το «φιλικά» που, με την ακατάσχετηολυλογία, τις ειρωνείες, τις καταθέσεις ψυχής, και κοινή συναίνεση , σκοτώναμε και οι δυο τόση ώρα. Δύσκολα μαζεύεται το πράγμα τώρα. Μες στην παγωμάρα, λοιπόν, και αφού έχει λήξει η κρίση ορθολογικής σκέψης, πασχίζουμε να βρούμε κάτι που θα μας κάνει να κατρακυλήσουμε πάλι στο ένοχο παιχνίδι μας.
Βασανίζονται, το βλέπω. Και οι δύο, για πρώτη φορά σε όλη τη διαδρομή, είναι γυρισμένοι ευθεία, με ένα χαμόγελο που ετοιμάζεται να σβήσει και με σκέψεις που τρέχουν σε όλα τα πιθανά θέματα που θα μπορούσαν να θίξουν. Τι πιο χαρακτηριστικό στο φλερτ; Και γλυκό συνάμα. Οι αστείες αφορμές από τις οποίες ξεκινούν οι συζητήσεις. Να θέλεις τόσο να μιλήσεις στον άλλον, αλλά να περιμένεις να εμφανιστεί μία χαζή αφορμή, για να είσαι τουλάχιστον λίγο πιο ασφαλής. Να υπάρχει ένα κάποιο πρόσχημα. Γιατί, όπως είπαμε, εννοείται πώς δεν παραδεχόμαστε ότι είναι φλερτ το φλερτ (βεβαίως) σε αυτό το στάδιο.
Κι ενώ είμαι στα πρόθυρα να πεταχτώ να διευκολύνω την κατάσταση, σαν σε ρομαντική ταινία, ξαφνικά στρέφεται ο ένας στον άλλον και ξεκινούν, ταυτόχρονα, να πουν κάτι. Φανερά ανακουφισμένοι πνίγουν την αμηχανία του συγχρονισμού σε γέλια και ένας νέος γύρος παίρνει μπρος.
Έπειτα από λίγο δεν προσέχω τι λένε. Προσέχω την κοπέλα με τα φτερωτά γυαλιά που σηκώνει το χέρι της και διστακτικά αγγίζει το μούσι του. Φανερά παραξενεμένος, ο κοκκινωπός μουσάτος γυρνά ακόμα περισσότερο προς το μέρος της. Το βλέμμα του είναι τόσο σκορπισμένο. Για πρώτη φορά αφήνει τον έλεγχο σε εκείνη και αυτός αφήνεται ολοκληρωτικά στο άγγιγμά της. Εκείνη προσεχτικά τραβά ένα μπαμπαλάκι που έχει κολλήσει στο μούσι του. Κάτι ασήμαντο σχολιάζουν, αλλά δεν ακούω και καλά. Έχουν ρίξει τον τόνο της φωνής τους. Μιλάνε ο ένας για τον άλλον, όσο εκείνος της πιάνει το χέρι και το βάζει να χαϊδέψει το μούσι του. Υποτίθεται προσπαθεί να της αποδείξει κάτι. Έχουν πλησιάσει τόσο πολύ ο ένας τον άλλον. Παγιδευμένοι σε ένα ατελείωτο βλέμμα που ανταλλάσσουν, ψελλίζουν κουβέντες που ούτε οι ίδιοι, νομίζω, καταλαβαίνουν. Νιώθω παρείσακτη μπροστά στην ένταση της στιγμής.
Και αυτό ήταν.
Μετά από ένα-δυο λεπτά, σηκώνονται και κατεβαίνουν στην Εθνική Άμυνα. Μα καλά, τι άλλο θα μπορούσε να είχε γίνει σε μία «φιλική» βολτούλα;
Ο συρμός αναχωρεί και εγώ γυρίζω το κεφάλι μου στο παράθυρο όσο περισσότερο μπορώ για να τους ακολουθήσω με τα μάτια μου για λίγα, τελευταία, δευτερόλεπτα. Ελπίζω κι εγώ μαζί τους, για το πρώτο φιλί εκεί στην αποβάθρα. Αλλά χάνονται στο σκοτάδι καθώς ο συρμός αναπτύσσει ταχύτητα και καθώς εκείνοι στα τηλέφωνα των φίλων τους απολογούνται: Μα τι να γίνει, αφού «φιλικά» βγήκαμε σου είπα.
Μέχρι να φτάσω Δουκίσσης Πλακεντίας θέλω να χτυπήσω το κεφάλι μου στο τζάμι.
Δευτέρα Πρωί

Δευτέρα πρωί - στην αρχή έγραψα Δευτλέρα πρωί και αμέσως το διόρθωσα, το οποίο δεν ήταν και τόσο απαραίτητο τελικά, καθώς είναι λίγο λέρα η Δευτέρα, μεταξύ μας. Λέρα με την έννοια ότι μια ανυποψίαστη στιγμή θα σου πετάξει μπροστά στα μάτια σου ό,τι υποχρεώσεις και στόχους έχεις για τον επόμενο μήνα και χρόνο, και ό,τι έχεις αμελήσει τους προηγούμενους. Θα σε οργανώσει μέχρι αηδίας, και θα σε βάλει να κάνεις πολλές συζητήσεις με τον καλύτερο εαυτό σου. Θα του τάξεις πράματα και πράματα μέχρι το τέλος της μέρας. Από την άλλη, όμως, έτσι λέρα που είναι η Δευτέρα, τελικά θα σε στρώσει και θα σου αρέσει και λίγο. Μέχρι να βραδιάσει, θα κάνεις αν όχι όλα, πολλά από αυτά που προγραμμάτισες, και θα τηρήσεις και τις υποσχέσεις σου. Από την Τρίτη και μετά θα αρχίσουν τα «ωραία». Δεν είναι κακιά μέρα λοιπόν η Δευτέρα, παραμένει όμως λίγο λέρα.
Δευτέρα πρωί, λοιπόν, ε όχι και πολύ πρωί, εκεί κατά τις δώδεκα και μισή, και περιφέρομαι στα στενά της Αγίας Παρασκευής. Έχει ψύχρα, αν και ντάλα ο ήλιος. Βέβαια δεν είναι σαν την προηγούμενη εβδομάδα που ήσουν μέσα στο αυτοκίνητο και μέχρι να πάρει μπρος το καλοριφέρ πίστευες ότι θα σου πέσουν τα δάχτυλα. Βέβαια, δεν ήμουν και μέσα στο αυτοκίνητό μου. Ούτε και σε κανένα αυτοκίνητο δηλαδή. Περιφερόμουν, με τα πόδια παρακαλώ, ως μέρος της άθλησης μου, εδώ και περίπου ένα τέταρτο, κάπου στην Αγία Παρασκευή. Το συνηθίζω αυτό. Σαράντα λεπτά, ίσως και λιγότερα, ούσα σε καλή φόρμα... Έτσι και σήμερα λοιπόν -Δευτέρα, κιόλας, επιβάλλεται- αποφάσισα να κάνω την καθιερωμένη μου άσκηση, σα να μην καίγεται ο κόσμος (που καίγεται δηλαδή). Δεν είχα και καμία τρομερή διάθεση, αλλά από τη στιγμή που τα είχα καταφέρει και είχα βγει από το σπίτι, το δύσκολο κομμάτι της άσκησης είχε τελειώσει. Το να την ξεκινήσεις, δηλαδή.
Ήμουν σε μία κάθετο στη Μεσογείων, προς την πάνω πλατεία της Αγίας Παρασκευής. Στενός δρόμος με θεόστενα πεζοδρόμια γεμάτα γλιστερά φύλλα, λιμνούλες, κάδους - και κάθε λογής «εμπόδιο»- και δέντρα. Προφανώς, χαιρόμαστε που υπάρχουν πολλά δεντράκια να χαρίζουν πράσινες ανάσες στις τσιμεντοπνιγμένες γειτονιές, αλλά σήμερα, όπως και τις περισσότερες φορές που επιλέγω αυτή τη διαδρομή ως άθληση, τίποτα πράσινο δε δίνουν. Δε μου μοιάζει κάτι αναζωογονητικό. Ίσως, αν δεν είχα σκοπό να ανεβάσω τους σφυγμούς μου για να κάνω αερόβια άσκηση, να σπάσω το ρεκόρ μου και να γυρίσω σπίτι να διαβάσω για εξεταστική, ίσως να τα έβλεπα με άλλο μάτι τα κλωνάρια αυτά. Ίσως να έβλεπα να λαμπύριζαν , υγρασιασμένα από τη βραδινή βροχή, στο φως του σημερινού ήλιου, αντί να σκουντουφλάω με τα λίγο μεγάλα μου παπούτσια στα πλακάκια του πεζοδρομίου που ανασηκώνουν οι ρίζες τους και να προσπαθώ να περάσω ξυστά από δίπλα τους χωρίς να θέλω να βραχώ, και χωρίς να θέλω και να κόψω ταχύτητα. Εκεί, λοιπόν, που ακροβατώ στην άκρη του πεζοδρομίου για να μην βουτήξω στη λάσπη, με τα κλαδιά να στάζουν στα μαλλιά μου και το κεφάλι μου στραμμένο μονίμως 180 μοίρες προς τα πίσω, μη και με πατήσει κάποιο αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια των σύντομων αποδράσεών μου στο δρόμο -φοράω ακουστικά, δεν ακούω τίποτα γύρω μου-, στρίβω σε έναν πιο πλατύ δρόμο, με λιγότερα δέντρα. Ανακτώ ταχύτητα. Ανακτώ και ύφος.
Φοράω μαύρο αθλητικό κολάν και μαύρο αντιανεμικό μπουφάν. Το μαλλί ισιωμένο, νύχι μαύρο και, φυσικά, παπουτσάκι κλασικότατο superstar adidas, λίγο μεγάλο, όπως είπαμε. Το λευκό καλώδιο των ακουστικών πέφτει πάνω στο αντιανεμικό και ολοκληρώνει την «πίνω μόνο χυμούς, τρέχω όλη μέρα και ακούω μουσικάρες», φρέσκια, αθλητική, κλασική και εικονογραφημένη - όπως έλεγε και ένας αγαπημένος καθηγητής- εμφάνιση των πρόσφατων trends. Βέβαια, εγώ αυτό το σαράκι, περί υγιεινού, το έχω από μόνη μου. Είναι αρκετά φυσικό μου. Αλλά για το στυλιστικό της υπόθεσης, το ομολογώ, τη χώνω κι εγώ τη μύτη μου σε αυτά που κυκλοφορούν. Και μιας και μίλησα για μύτη, πιστεύω ότι έχει κοκκινίσει λίγο, μαζί με το μάγουλο. Αλλά μόνο αυτό. Έχει κρύο, οπότε δεν είμαι καν ιδρωμένη.
Έχω μπει στο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής, την ανηφόρα. Επομένως, φροντίζω να λάβω τα μέτρα μου για να τη βγάλω όσο το δυνατό πιο αναίμακτα γίνεται. Τα μέτρα; Κατάλληλο τραγούδι, γκρουβαριστό και αεράτο βήμα, και υπεράνω, απασχολημένο βλέμμα, για να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με τυχόν περαστικούς. Το βλέμμα, βέβαια, δεν γίνεται να γίνει πιο αφηρημένο και ταξιδεμένο, από την πιο υπερδραστήρια μέχρι την πιο ξεχασμένη γωνιά του εγκεφάλου και πνιγμένο στα OCDs. Να μην πατάω αυτό ή να πατάω μόνο σε εκείνα; Να μετράω συνέχεια μέχρι το δέκα ή να μετράω τα βήματά μου; Συνήθως καταλήγω, απλώς, να περνάω εννιά τραγούδια, ή κάποιο άλλο πολλαπλάσιο του τρία, πριν βρω το επόμενο τραγούδι που θα ακούσω. Οπότε, εντελώς ψέμα αυτό το και καλά υπεράνω. Πιθανότατα να είναι εντελώς απλανές. Αλλά τη δουλειά του την κάνει.
Και πώς επιλέγω τραγούδι - αφού προσπεράσω αριθμό τραγουδιών πολλαπλάσιο του τρία-; Η μόνη λύση για να είναι λιγότερο οδυνηρή κάθε άσκηση τύπου περπάτημα- τρέξιμο-διάδρομος, εκεί που οι σκέψεις πάνε να σε φάνε, πιθανότατα λόγω υπεροξυγόνωσης, είναι να σου πιει τον εγκέφαλο η μουσική. Και θα το κάνει είτε ένας έντονος ρυθμός, είτε έντονοι στίχοι. Μετά από χρόνια στον τομέα της αερόβιας άσκησης, έχω αποφασίσει ότι, ναι, αυτό είναι το κλειδί. Πρέπει να επιλέξεις είτε δυνατό ρυθμό που θα σε παρασύρει , είτε στίχους με τους οποίους ταυτίζεσαι - ναι ας είναι και μπαλάντα, γίνεται η δουλειά-. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, πρέπει να σε (κατα)πιεί το τραγούδι λίγο, προκειμένου να ξεχάσεις το πόσες στροφές μένουν, πώς θα προλάβεις τις δουλειές το απόγευμα, σε πόσα χρόνια είναι το ιδανικό να ολοκληρώσεις το διδακτορικό σου, αφού κάνεις μεταπτυχιακό , όταν πάρεις το πτυχίο, με καλούς βαθμούς στα μαθήματα, για το ένα εκ των οποίων έπρεπε να διάβαζες τώρα, και πότε επιτέλους θα στείλει ο άλλος μήνυμα, δηλαδή ήμαρτον. Μουσική, λοιπόν, και δυνατά, γιατί το κεφάλι σου δε θα βάλει γλώσσα μέσα. Ίσα ίσα θα γλείφει και εκεί που τσούζει.
Έχοντας λοιπόν βρει το ρυθμό μου, και τη μουσική μου, και πλέον ένα πεζοδρόμιο, με λιγότερα όμορφα δεντράκια , προχωρώ με δυναμισμό και στυλάκι. Από μέσα μου, δίνω την ψυχή μου με τον Bryan. Δεν είμαι σίγουρη ότι βλέπω μπροστά μου. Περισσότερο βλέπω, σε σέπια αποχρώσεις και αργή κίνηση, εμένα, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω μου, με τα μαλλιά να ανεμίζουν στους γυμνούς μου ώμους, σε κάποιο αυτοκινητόδρομο εκεί στις αμερικανικές επαρχίες, ένα καλοκαιρινό δειλινό, να αναπολώ με νοσταλγικό χαμόγελο, περασμένες αγάπες της νεότητας, καθώς με ένα κόμπο στο λαιμό, λίγο παραπάνω γρέζι λόγω ερωτισμού και συγκίνησης, τραγουδάω " oh thinkin' about all our younger years. There was only you and me, we were young and wild and free".
Βγαίνω για δευτερόλεπτα από τη σέπια και τον αυτοκινητόδρομο στην Αμερική για να κοιτάξω αριστερά στην αυλόπορτα που περνάω, μήπως είναι πάλι ο σκύλος που μου γαβγίζει συνήθως και με τρομάζει. Τον βλέπω να κοιμάται. Αυξάνω λίγο το βήμα μου για να τον περάσω και τώρα τα μαλλιά μου και πάλι αρχίζουν να ανεμίζουν αισθησιακά στο γλυκό δειλινό του Αμερικάνικου Νότου... Αλλά όχι. Μία κυρία είναι μπροστά μου. Ακριβώς μπροστά μου, όμως. Εννοώ στο πεζοδρόμιο. Δεξιά εγώ, δεξιά κι εκείνη. Θέλει να περάσει, το ίδιο θέλω κι εγώ. Συνειδητοποιώ ασυναίσθητα ότι αν κάνω εγώ αριστερά θα κάνει και εκείνη και θα προκύψει αυτό το κλασικό αμήχανο πράγμα. Ε, και γίνεται! Και όχι μία φορά, εκεί, κουνιόμαστε πέρα δώθε για αρκετή ώρα, εκείνη τη στιγμή. Τώρα θα μου πείτε πως γίνεται να είναι και «αρκετή ώρα» και «εκείνη τη στιγμή», αλλά σίγουρα ξέρετε πώς είναι αυτά.
Η κυρία είναι κλασική κυρία, κοντά στα εξήντα. Έχει βγει για τις πρωινές δουλειές. Το μαλλί της είναι μπορντό κόκκινο, σε χαρακτηριστική απόχρωση της ηλικίας αλλά ξεβαμμένο, οπότε παραείναι κόκκινο. Πέφτει μέχρι τους ώμους της, κατσαρό. Έχει πιάσει τα μισά πίσω, αλλά κάποιες τούφες έχουν ξεφύγει. Έχει και υγρασία, και είναι λίγο πιο φριζαρισμένα απ' όσο θα έπρεπε. Φοράει ένα καφέ χακί μπουφάν και κρατάει μία πρόχειρη μαύρη τσάντα. Τα ρούχα της είναι αδιάφορα για να τα προσέξεις, αλλά όχι τόσο για να μην προσέξεις ότι είναι παράταιρα μεταξύ τους. Βέβαια, αν και παράταιρα μεταξύ τους, είναι απολύτως ταιριαστά πάνω της. Έχει την τυπική εμφάνιση της κυρίας που-βιαστικά-πετάχτηκε-για-να πάρει-κάτι. Είναι κάτι σαν άγραφος κανόνας ότι για να-πεταχτείς-να πάρεις-κάτι, πρέπει να φοράς κάτι αταίριαστο. Σε «ακραίες» περιπτώσεις κάποια πυτζάμα ξεπροβάλλει κάτω από το μπουφάν, αλλά όχι στην προκειμένη. Το πρόσωπο της είναι εντελώς άβαφο, ίσως να υπάρχει η ιδέα μιας κρέμας που γυαλίζει λίγο, όπως πέφτει το φως του ήλιου. Τα χείλη της λεπτά και κάπως ξεθωριασμένα. Φαίνεται κουρασμένη μέσα στα κόκκινα μαλλιά της.
Απέναντί της μια τύπισσα , κινητή υπερβολή. Με την εμφάνιση που ήδη περιέγραψα, να το παίζει ιστορία, με αντιανεμικά και adidas, και να κάνει την άσκησή της Δευτέρα μεσημέρι, σα να μην καίγεται ο κόσμος (που καίγεται), να της κλείνει το δρόμο .
Και πάνω σε αυτό το παράλληλο λίκνισμα, το λίγο ατσούμπαλο και αμήχανο, σαν να 'μαστε και οι δυο πρωτάρηδες στο βαλς, σκέφτομαι ότι έτσι που με είδε, με το απλανές το βλέμμα, χαμένο ανάμεσα στη σέπια και στα OCDs , θα άρχισε από μέσα της να ρίχνει βροχή τα σχόλια. Γιατί, που να ήξερε κι αυτή η άμοιρη γυναίκα, ότι αυτή η τύπισσα, η φαινομενικά απόμακρη και ανέμελη, ένα δευτερόλεπτο πριν ξελαρυγγιαζόταν στο πλευρό του Bryan Adams, πονεμένη και συγκινημένη. Καλή κομπλεξική κι εγώ, επειδή πιστεύω ότι με έχει πάρει με κακό μάτι, αποφασίζω, όταν με το καλό τελειώσει αυτό το ατελείωτο δεξιά-αριστερά, να την προσπεράσω όσο πιο ψυχρά μπορώ. Όμως, όταν τελικά τη βρίσκουμε την άκρη και ως διά μαγείας τα σώματά μας αποφασίζουν να συνεργαστούν για να μας βγάλουν από τη δύσκολη θέση, και βρισκόμαστε εγώ αριστερά κι εκείνη δεξιά, γίνεται κάτι που μάλλον καμία από τις δυο μας δεν περίμενε. Γελάμε με την ψυχή μας! Όχι αυτό το τυπικό, αμήχανο γελάκι, που προδίδει το μαρτυρικό τρόπο που ξαφνικά, για δύο δεύτερα, μπερδεύτηκες σε έναν άβολο, τυχαίο χορό με έναν άγνωστο, στη μέση του δρόμου. Το γελάκι που όσο και να θέλει να το κρύψει δείχνει ακριβώς αυτό. 'Ότι τίποτα χαριτωμένο δεν βρήκες σε αυτά τα δευτερόλεπτα εγκεφαλικής βλακείας, και ότι καθόλου δεν το διασκέδασες , και ναι , ναι καλύτερα να μην ξανασυναντηθείτε ποτέ με αυτό τον στιγμιαίο παρτενέρ. Όχι, είναι γέλιο, αληθινό, χορταστικό. Έχει θόρυβο, έχει ένταση. Κοιταζόμαστε και γελάνε και τα μάτια μας ακόμα με αυτή την περιστασιακή χαζομάρα. Η «καθημερινή κυριούλα» και η «αλλοπαρμένη αθλήτρια» γίνονται σκόνη κάτω από τα εντελώς διαφορετικά μας παπούτσια. Είναι μια στιγμή πραγματικής ευγένειας και τρυφερότητας. Στιγμή ατόφιας καλοσύνης. Όταν το καθημερινό νοικοκυριό συνάντησε τον ονειροπαρμένο και νοσταλγικό αμερικανικό Νότο.
Συνεχίζουμε σε αντίθετες κατευθύνσεις, όπως δηλαδή συναντηθήκαμε. Εκεί που πάω να κάνω το πρώτο βήμα μου, αναζωογονημένη από αυτή την ανάσα καλοσύνης και χαράς, μπαίνουν και τα ντραμς. Τα αυτιά μου πλημμυρίζουν και πάλι : Baby, you're all that I want, when you're lyin' here in my arms, I'm findin' it hard to believe We're in heaven και επιστρέφω στο απολύτως δικό μου και παθιασμένο ρεσιτάλ. Συνεχίζω να τραγουδάω σε κάποια συναυλία τώρα, και σκέφτομαι να γυρίσω και να γράψω μόνο και μόνο γι αυτό. Για το πόσο ωραία είναι η καλοσύνη, και η χαρά, και το πώς απλώς το γέλιο κάποιου, κι ας είναι άγνωστος, και σαράντα χρόνια μεγαλύτερός σου, και ας μην είναι ντυμένος με το τρίριγο από πάνω ως κάτω, μπορεί να σου φτιάξει τη διάθεση. Και τη μέρα. Τόσο απλά είναι όλα. Και καθόμαστε και σκάμε.
Ευχαριστώ κυρία Κοκκινομάλλα.
Βασισμένο σε αληθινή ιστορία (πάντα ήθελα να το γράψω αυτό).
Η πρόκληση

Ένας εξουθενωτικά πολύτιμος άνθρωπος για μένα, κάποτε μου έβαλε την εξής πρόκληση: Να περιγράψω την αγάπη δύο ανθρώπων, η οποία όμως εκφράζεται με πολύ ψυχρό τρόπο. Ήμουν δεν ήμουν 17 χρονών τότε. Μου φάνηκε εύκολο, αλλά μόλις είχα γράψει ένα ερωτικό διήγημα και δεν είχα διάθεση να ασχοληθώ με το θέμα αυτό ξανά. Σκεφτόμουν ότι θα είναι και λογοτεχνικά πολύ ενδιαφέρον το εγχείρημα, καθώς η ύπαρξη της αγάπης με ψυχρά λεκτικά σχήματα και αδιάφορες εικόνες θα έκανε μία ιδιαίτερη αντίθεση. Από τότε, όποτε σκέφτομαι πάνω σε τι να γράψω, το οποίο συμβαίνει συχνά, πάντα περνά από το κεφάλι μου. Και πάντα φεύγει. Περνάει πάντα πολλή ώρα που στύβω το μυαλό μου για να βρω πώς να το γράψω αυτό το πράγμα, μετά πετιέται κάτι άλλο, τα παρατάω και πιάνομαι από αυτό το κάτι άλλο. Εξάλλου, πιστεύω ότι γράφουμε γι αυτά που δεν μπορούμε να μην γράψουμε. Μπορεί να περάσουν ώρες ψάχνοντας για κάποιο θέμα, αλλά από τη στιγμή που αυτό μας περάσει έστω και φευγαλέα από το νου, τότε και ξέρουμε από την πρώτη στιγμή ότι το έχουμε βρει και επίσης μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, άντε λεπτά, έχει φύγει η πρώτη παράγραφος. Κάθε φορά, λοιπόν, που παιδεύομαι τόσο, και αυτό το αυθόρμητο και γλυκό παραλήρημα που δηλώνει το «εδώ είμαστε» δεν έρχεται, προχωράω σε κάτι άλλο. Αλλά απογοητεύομαι λίγο. Και αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους. Πρώτον, μην ξεχνάμε ότι τέθηκε ως πρόκληση και παραμένει πρόκληση. Δεύτερον είναι και αυτός ο εξουθενωτικά πολύτιμος άνθρωπος, με τις υπερβολικά εύστοχες παρατηρήσεις του, που κάνει την πρόκληση δέκα φορές πιο ελκυστική, και τρίτον, όσο με «διώχνει» τόσο και με «τραβάει» κάτι σε αυτή την ιστορία. Σαν μία δύσκολη σχέση που ξέρεις ότι αξίζει αλλά θέλει πολλή δουλειά.
Σήμερα, λοιπόν, στην αναζήτηση νέου «ψαχνού», λίγο πριν τα παρατήσω, ήρθε αυτό το γλυκό το- αυθόρμητο. Δεν είμαι σίγουρη αν δικαιώθηκα ή αν είναι κλεψιά, αλλά τουλάχιστον βρήκα τι θέλω. Το ένιωσα αυτό το «δεν μπορώ να μην γράψω για σένα» (απευθυνόμενη στις εικόνες μου, στη φαντασία μου). Ε, λοιπόν, δεν μπορώ να μη γράψω για το γιατί δε μπορώ να γράψω γι αυτό το θέμα.
Και αυτή η πρώτη σελίδα που συμπληρώθηκε μέσα σε λίγα μόλις λεπτά μου δείχνει ότι δεν υπάρχει τώρα γυρισμός.
Για σένα, λοιπόν, που με προκάλεσες εκείνη τη μέρα, να η απάντησή μου.
Θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι για μένα δεν υπάρχει ψυχρός τρόπος στην αγάπη, γιατί, όταν αυτή υπάρχει, δεν έχει νόημα η λέξη ψυχρός και οριακά έχει η λέξη αγάπη. Τώρα, θα μου πεις τι λέω, αλλά νομίζω ότι λέω κάτι που δύσκολα λέγεται με λόγια. Βέβαια, για το μυαλό μου, και ίσως μόνο για το δικό μου, βγάζει απολύτως νόημα αυτή η φράση. Είναι και σωστή και πηγαία. Αυτό είναι, και το νιώθω σίγουρο. Εκεί που υπάρχει αγάπη οριακά στέκει η λέξη αγάπη. Περίεργο λίγο. Για το ψυχρός δεν κάνω καν λόγο.
Και δε θα μιλήσω για τίποτα φλογερό και υπερβολικά παθιασμένο, με πατώματα, όρκους, δηλώσεις και Σαιξπηρικά μεγαλεία. Γιατί δεν είναι αυτό. Είναι σίγουρα κάτι μεγάλο αλλά πλανάται αδιόρατα. Από τη στιγμή που σκιάσει τη ζωή σου, αυτό το αδιόρατο μεγάλο, δε γίνεται αλλιώς, θα σε ζεστάνει. Μπορεί να ναι με μικρές γουλιές ή να στάζει σε σταγόνες που και που. Εξάλλου κι ένα ζεστό ρόφημα έτσι το απολαμβάνουμε καλύτερα, όπως προτιμάμε και το ψιλόβροχο από την καταιγίδα. Αλλά γούστα είναι αυτά. Τι κι αν ο άλλος θέλει να πιει την καυτή τη σοκολάτα μονοκοπανιά και να του κάψει το λαρύγγι, τι κι αν θέλει να την απολαμβάνει με μικρές γουλιές. Από τη στιγμή που του σερβίρεται η κούπα, ξέρει ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα την απολαύσει. Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο η αγάπη. Και αυτό ακριβώς την κάνει να είναι δύο πράγματα: Είναι η αδιόρατη σκιά. Είναι ένας κώδικας (αλλά όλα εξαρτώνται από το να εμφανιστεί).
Και υπάρχει και ο υπέρτατος κώδικας. Και από αυτόν θα ξεκινήσω. Τη σιωπή.
Όσο υπάρχουν πράξεις, φράσεις ή έστω λέξεις μπορεί κάποιος να δώσει πολλά, να δώσει αρκετά ή και να ζητιανέψει για λίγα. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει τίποτα; Κάτι άδειο, στιγμές κενές; Εδώ, θεωρητικά, σε αυτό το απόλυτο τίποτα, μπορεί να παρεισφρήσει η ψυχρότητα μεταξύ δύο ανθρώπων. Σε αυτό το απόλυτο τίποτα , στην παντελή έλλειψη έκφρασης, άρα και έκφρασης αγάπης, θεριεύει το τέρας μιας απόκοσμης απομάκρυνσης. Ή-το ίδιο τέρας- τσακίζεται εντελώς.
Τρελό πράγμα η σιωπή.
Είναι αργά το βράδυ. Πολλή η νύχτα έξω. Το αυτοκίνητο τρέχει. Ίσως είναι και καλοκαίρι. Τα παράθυρα μάλλον είναι ανοιχτά. Ο ένας στη θέση του οδηγού, ο άλλος στη θέση του συνοδηγού. Δεν μιλάει κανείς. Δεν έχει προηγηθεί κάποιος καβγάς, αλλά ένα βράδυ όχι από τα καλά τους, συμπεριφορές που έχουν δημιουργήσει ερωτηματικά και αμφιβολίες στον ένα ή και στους δύο. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που πρέπει να ειπωθεί. Δεν υπάρχει συμβάν. Δεν μιλάει όμως κανείς, και το αυτοκίνητο προχωράει. Και όλα γίνονται σκέψεις και το τέρας τρέφεται και μεγαλώνει. Η σιωπή είναι βαριά. Έτσι και η νύχτα έξω από τα παράθυρα. Τα φώτα από τα αυτοκίνητα και τις επιγραφές πέφτουν ενοχλητικά στα μάτια. Και αυτός ο αέρας; Αρκετά κρύος, και κουραστικός. Τα μάτια αναγκασμένα να ανοιγοκλείνουν, τα μαλλιά ανακατεύονται. Παίζει και χαμηλά μουσική στο ραδιόφωνο, μπας και ντύσει λίγο τη γύμνια αυτής της σιωπής, της σχέσης που γδύνεται ξεδιάντροπα μπροστά στα μάτια τους. Και σαν να μη θέλουν να βλέπουν άλλο, ο ένας θα είναι με κολλημένα τα μάτια πάνω από το τιμόνι και ο άλλος θα κοιτάζει έξω από το παράθυρο του συνοδηγού, χωρίς να βλέπει τίποτα. Και δε μιλάει κανείς. Και τι να πει; Τι έχουν να πουν; Τι λέγανε τόσες δεκάδες φορές σε αυτό το αυτοκίνητο; Δε θυμούνται. Πώς έγινε και τους κατάπιε αυτή η βρώμικη αμηχανία; Πώς είναι να είναι μαζί; Δε θυμούνται. Φτάνουν σε σημείο να αναρωτιούνται «γιατί είμαι εδώ» ; Γιατί είναι εδώ, όταν κανείς δε θέλει να σπάσει την άθλια τη σιωπή; Είτε για να ζητήσει συγγνώμη είτε για να ζητήσει το λόγο. Όταν κανείς δε βρίσκει το νόημα να προσπαθήσει και προτιμά αυτή την απαίσια και σκληρή σιωπή, ποιος ο λόγος να βολτάρουν ξημερώματα σε διπλανά καθίσματα αυτοκινήτου, χωρίς να τολμούν να ανταλλάξουν βλέμματα και κουβέντα και τρέμοντας τη στιγμή που θα πρέπει να χαιρετηθούν; Δύσκολο πράγμα ο αποχαιρετισμός, κι ας πρόκειται να μιλήσουν την επόμενη μέρα. Όταν η σιωπή σκορπά μέσα τους μια λήθη πρωτόγνωρη, όταν τρώει στιγμές και σβήνει ολόκληρα κεφάλαια, όταν μέσα σε μία διαδρομή γίνονται ξένοι (και δεν κάνουν κάτι να το αλλάξουν) , τι πρέπει να πουν; Ένα καληνύχτα θα είναι το πιο ασφαλές. Και θα 'ναι παγωμένο. Γιατί ξέρουν ότι έχουν χάσει πολλά. Είτε τους νοιάζει είτε όχι. Είναι σαν ο χρόνος να μετράει αντίστροφα μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Και φτάνουν, και να το και το «καληνύχτα» που κάποιος φτύνει πρώτος και να και το «ψυχρός» που γεννιέται από τις στάχτες του. Και αυτή τη φορά όχι απλώς έχει νόημα, αλλά του χαρίζεται η πιο ουσιώδης και ολοκληρωμένη ερμηνεία του.
Δε φταίει η σιωπή. Φταίει το υπόβαθρο, πάνω στο οποίο εμφανίστηκε. Φταίνε οι αμφιβολίες που υπήρχαν, φταίει που δεν ένιωθαν αυτό το «μεγάλο αδιόρατο». Φταίει που δεν ήταν σίγουροι για τη σκιά πάνω από τα κεφάλια τους, γιατί ήταν ξεχαρβαλωμένη.
Αλλά ας γυρίσουμε πάλι πίσω.
Είναι αργά το βράδυ. Πολλή η νύχτα έξω. Το αυτοκίνητο τρέχει. Ίσως είναι καλοκαίρι. Τα παράθυρα μάλλον είναι ανοιχτά. Ο ένας στη θέση του οδηγού, ο άλλος στη θέση του συνοδηγού. Δεν μιλάει κανείς. Έχει προηγηθεί ένα όμορφο βράδυ, χωρίς κάτι ιδιαίτερο, αλλά από τα πολύ καλά τους. Ίσως, με ακόμα περισσότερο γέλιο από άλλες φορές. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που πρέπει να ειπωθεί. Δεν υπάρχει συμβάν. Δεν μιλάει κανείς, και το αυτοκίνητο προχωράει. Και όλες οι σκέψεις χάνονται, και το μυαλό αδειάζει. Η σιωπή είναι υπέροχη. Έτσι και η νύχτα, έξω από τα παράθυρα. Τα φώτα από τα αυτοκίνητα και τις επιγραφές μαγευτικά νανουρίζουν τα μάτια. Και αυτός ο αέρας; Δροσερός και χαλαρωτικός. Τα μάτια μισόκλειστα και τα μαλλιά να ανακατεύονται. Παίζει και χαμηλά μουσική στο ραδιόφωνο και δένει γλυκά με τη σιωπή. Μαζί ντύνουν μια σχέση που γδύνεται τόσο αγνά και ειλικρινά μπροστά στα μάτια τους. Έτσι, γεμάτοι ο ένας από τον άλλον, σαν να μη χρειάζεται να κοιτάζονται άλλο, ο ένας θα ταξιδεύει κάπου μακριά πέρα από το τιμόνι και ο άλλος γερμένος στο παράθυρο θα ξεχύνεται στον κόσμο. Και δε μιλάει κανείς. Και τι να πει; Τι έχουν να πουν; Αρκεί που στο διπλανό κάθισμα βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος και ταξιδεύουν παρέα. Τι λέγανε τόσες δεκάδες φορές σε αυτό το αυτοκίνητο, δεν έχει σημασία. Ξέρουν και οι δύο ότι θα έχουν καιρό, να τα πουν και να τα ξαναπούν. Τώρα στην υπνωτική σιωπή, ποτισμένοι ο ένας από την παρουσία του άλλου, χάνονται ο καθένας στις δικές του ασυνάρτητες σκέψεις και εικόνες. Και αν σκέφτονται κάτι ίδιο, αυτό είναι ότι ποτέ άλλοτε η σιωπή δεν ήταν τόσο οικεία. Κάθονται εκεί με γαλήνιο βλέμμα, σκόρπιο και συνάμα εκστατικό και κάπου πιο χαμηλά σα να χαράζει ένα αμυδρό χαμογελάκι. Και δε θέλει πολύ. Κάποιο βλέμμα που θα συμπέσει, κάποιο χάδι, και χείμαρρος το χαμογελάκι. Δε θυμούνται πώς είναι κάποιος να αισθάνεται αμήχανα. Όταν βολτάρουν ξημερώματα σε διπλανά καθίσματα αυτοκινήτου, ολέθρια εκτεθειμένοι ο ένας στον άλλον, στην πιο ευάλωτη μορφή τους, αυτήν τη χωρίς λόγια, και το απολαμβάνουν τόσο, ξέρουν ότι βρίσκονται εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται. Αυτό είναι ασφάλεια. Και λες και ο χρόνος μετρά αντίστροφα, τρέμουν τη στιγμή που θα φτάσουν στον προορισμό τους και θα πρέπει βίαια να ξυπνήσουν από αυτή την αμίλητη σαγήνη.
Τι άλλαξε; Σάμπως μίλησε κανείς και το «ψυχρός» τσακίστηκε; Απλώς η σκιά στυλώθηκε καλά πάνω από τα κεφάλια τους. Ασφαλείς μέσα στην ύπαρξη του «αδιόρατου μεγάλου», χορτάτοι σιγουριά, μέχρι και τα λόγια αποτίναξαν, ενστικτωδώς δοσμένοι στον υπέρτατο αυτό κώδικα της σιωπής.
Σίγουρα θα έχετε βιώσει το ένα από τα δύο, και κάποιοι λίγοι από εσάς θα βιώνετε και τα δύο, με τακτές εναλλαγές. Ε, εσείς εύχομαι να έχετε το Θεό μαζί σας. Και κανένας Θεός δεν υπάρχει, αλλά για εσάς θα έπρεπε να υπάρχει ένας. Να βοηθάει σε αυτό το ανελέητο σκαμπανέβασμα.
Κώδικες, λοιπόν. Αυτό είναι όλο. Όταν δύο άνθρωποι αγαπιούνται αναπτύσσουν έναν κώδικα μεταξύ τους. Από πράξεις, χάδια, λόγια, λίγες λέξεις, και κυρίως τη σιωπή. Δεν χρειάζεται τίποτα τόσο έντονο και τρελό, αιώνιοι όρκοι και λατρευτικές υποσχέσεις. Βέβαια, όπως είπα και πριν, γούστα είναι αυτά. Αλλά όταν η σκιά κουκουλώνει τα κεφάλια τους και η θαλπωρή ζεσταίνει μέχρι και τα αυτιά τους, ακόμα και μια μουτζούρα στο βιβλίο του άλλου, όσο εκείνος προσηλωμένα διαβάζει, και η μικρή υστερία που θα την ακολουθήσει, μπορεί να είναι μια πεντακάθαρη εκδήλωση «τρυφηλής» τρυφερότητας. Κάθε ζευγάρι έχει τους δικούς του κώδικες. Μπορεί να είναι κάποιο αστείο μεταξύ τους, κάποια λέξη, ένα άγγιγμα, μια συνήθεια που μοιράζονται, μια τρυφερή κακία, μια συμβουλή, ένας καβγάς, ένα μήνυμα χωρίς λόγο, ένα βραδινό τηλεφώνημα που θα καταλήξει στο αν υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα ή όχι.
Βρίσκω, λοιπόν, ότι υπάρχει λάθος στον τρόπο που έχει διατυπωθεί η πρόκληση. Ένα ζευγάρι δεν είναι ψυχρό μεταξύ του, από τη στιγμή που δίνεται ως δεδομένο ότι αγαπιέται. Απλώς έχει τους δικούς του κώδικες. Τόσους όσους για να νιώθει ασφάλεια. Να νιώθει τη σκιά πάνω από τα κεφάλια τους.
Κάποιος τρίτος ποτέ δε θα μπορεί να ξέρει, αλλά γι αυτούς τους δύο που τη βιώνουν, η σιγουριά και η ασφάλεια της αγάπης ποτέ δε θα μολυνθεί από την ψυχρότητα. Μόλις, όμως ο ένας νιώσει αμφιβολία για τα δικά του τα αισθήματα ή για τα αισθήματα του άλλου τότε Ψ (κεφαλαίο!) περήφανο και αδιάλλακτο έρχεται πρώτο να μπει ανάμεσά τους.
Επομένως, καταλήγω ότι υπάρχει θέμα με το πώς έχει δοθεί η πρόκληση. Είμαι πια πεπεισμένη γι αυτό. Ίσως το να μην ήμουν να έκανε τη ζωή μου λίγο πιο εύκολη βέβαια, αλλά τι να κάνουμε.
Γιατί αν εσείς πιστεύετε ότι η θεωρία μου είναι εξιδανικευμένη και τείνει να ωραιοποιήσει πολλές καταστάσεις, θα σας έλεγα ότι κάνετε λάθος. Εγώ παίρνω ως δεδομένο ότι από τη στιγμή που όντως υπάρχει αυτό το «μεγάλο αδιόρατο», που ας το ονομάσουμε αγάπη, τότε η σχέση αυτών των ανθρώπων θα ' ναι με τον δικό της μοναδικό τρόπο ζεστή. Παίρνω όμως και ως δεδομένο, ότι από τη στιγμή που οι ίδιοι άνθρωποι αισθανθούν την πρώτη ψυχρή σταγόνα, τότε αμφισβητείται όχι ο τρόπος έκφρασης της αγάπης τους, αλλά η ίδια η ύπαρξή της.
Ναι, δεν πιστεύω ότι υπάρχει ψυχρή αγάπη. Είτε ερωτική, είτε όχι. Σίγουρα θα ήταν ανακουφιστικό να υπάρχει. Θα γέμιζε κενά και ερωτηματικά, αλλά αμφιβάλλω.
Γι αυτό λοιπόν δυσκολεύτηκα τόσο με αυτή σου την πρόκληση. Γιατί προσπαθούσα να δημιουργήσω εικόνες στις οποίες ένα ζευγάρι θα εξέφραζε την αγάπη του μέσα από απειροελάχιστα καθημερινά και τετριμμένα πράγματα. Και αυτό δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο! Άλλα κάθε τέτοια εικόνα, μόνο τρυφερή ήταν. Τίποτα ψυχρό δεν είχε. Γιατί αυτό είναι η αγάπη μάλλον. Και όταν είπα ότι δεν στέκει η λέξη «αγάπη» εκεί που πραγματικά υπάρχει, είναι γιατί θεωρώ ότι αυτά τα πέντε γράμματα την περιορίζουν πολύ. Της δίνουν μία τόσο τυποποιημένη μορφή και ειδικό λεξιλόγιο και όλα του κόσμου τα κλισέ. Όταν πραγματικά υπάρχει, δεν χρειάζεται τίποτα απ' όλα αυτά. Γι αυτό και δεν μου αρέσει η λέξη και όσα σέρνει μαζί της. Και όταν νιώθω ότι τα επιζητώ, τότε ξέρω ότι είναι η ύστατη προσπάθεια να μπαλώσω την ξεφτισμένη σκιά, πουλώντας μου φούμαρα.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις την ευχαριστώ πολύ για τα παραδείγματα που χάρισε στην ανάλυσή μου.
