Τίποτα

Δεν μπορώ να το ντύσω με λέξεις, αλλά θα το γράψω.
Μου αρέσει να παρατηρώ και να ντύνω μετά με λέξεις αλλά αυτό εδώ πώς να τολμήσω να το ντύσω όταν με έγδυσε εκείνο. Από κάθε αυταπάτη για το τι είναι ο άνθρωπος.
Το σκεφτόμουν πολύ τις τελευταίες μέρες αλλά το απέφευγα γνωρίζοντας ότι οτιδήποτε κι αν διατυπώσω σε ένα «χαρτί» θα ναι πολύ λίγο. Όμως το να μην έγραφα δεν αποτελούσε εναλλακτική.
Θα συμβιβαστώ λοιπόν στα λίγα, και θα αφήσω τα «πολλά» να μείνουν μέσα μου. Και θα μείνουν νομίζω για πάντα. Σαν κατάρα και ευχή μαζί που λένε.
Τρέχουν τα μάτια παντού γύρω. Τρέχουν και οι σκέψεις αλλά ακόμα δεν τα προλαβαίνουν. Ακόμα είναι απλά κάμποσα μηδενικά σε ένα μεγάλο νούμερο, κάτι σημειωμένο ως σημαντικό σε κάποιο βιβλίο ιστορίας, και έντονα συναισθηματικές κριτικές στο trip advisor. Πράσινο , πέτρα και τουρίστες. Αγγλικά, γαλλικά, πολλές γλώσσες. Φυλλάδια, ακουστικά, πολύχρωμοι άνθρωποι και πολλοί.
Παιδιά, οικογένειες, ηλικιωμένοι. Γεννιέται μια αίσθηση ασφάλειας εκεί μέσα στο πλήθος που θα μπορούσε να λέγεται «εδώ φέρνουν μικρά παιδάκια, δε θα ΄ναι τίποτα». Και τώρα, στην αναμονή έξω από το πρώτο κτίσμα - το πρώτο κτίσμα που έχει μια μικρή επιγραφή με κομψά γράμματα: «Εξολόθρευση»- αρχίζει να χάνεται.
Χάνεται όλο και περισσότερο όταν περνάς το κατώφλι και τίποτα δε συνάδει με τις ζοφερές σου εικόνες πέρα από το ραγισμένο, με μπαλώματα, πάτωμα. Ακολουθείς λοιπόν αυτούς που προηγούνται λίγο τρομαγμένος, αμήχανος. Πώς να συμπεριφερθείς. Τα δωμάτια διαδέχονται το ένα το άλλο. Έχεις διαβάσει πολλά, ξέρεις πολλά. Δεν ξέρεις όμως τι υπάρχει πίσω από τον τοίχο, αυτόν και τον επόμενο. Προσπαθείς να διαβάσεις βλέμματα. Τι θα αντικρίσεις, πώς θα πρέπει να κάνεις, πώς να νιώσεις; Ψάχνεις. Ψάχνεις να δεις δάκρυα, ψάχνεις να δεις συναισθήματα, να αντιγράψεις. Μην και είσαι παράταιρος. Ψάχνεις αγχωμένος να υιοθετήσεις μια έκφραση που να αρμόζει κάπως στο πάτωμα που πατάς. Και δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Τίποτα. Μόνο πρόσωπα.
Μοιάζουν γνώριμα. Δεν ξέρω πού έχω ξαναδεί τέτοια πρόσωπα, χωρίς γκριμάτσες. Είναι σαν να τις ξέχασαν. Σαν να έγιναν όλοι ίδιοι. Καμία σύσπαση που να μαρτυρά το οτιδήποτε. Λευκή κόλλα, λευκό πανί όπως αποδεικνύεται. Δεν το φανταζόσουν έτσι. «Μάλλον δεν υπάρχει κάτι πίσω από τον τοίχο.» Τουλάχιστον όχι ακόμα. Ανεβαίνεις τις στενές σκάλες και πασχίζεις ακόμα να διασταυρωθείς με ένα βλέμμα βουλιαγμένο σε κόκκινα μάτια. Ψάχνεις για ένα χιλιοτσαλακωμένο χαρτομάντιλο κρυμμένο σε μία σφιχτή μπουνιά. Τίποτα. Παίζεις στο μυαλό σου αποσπάσματα που έχεις διαβάσει. Παίζεις ξανά και ξανά τις φρικιαστικές περιγραφές. Τίποτα. Προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις. Τίποτα. Τίποτα δεν σε προετοιμάζει για αυτό που υπάρχει πίσω από τον τοίχο.
Στρίβεις λοιπόν και για πρώτη φορά βλέπεις. Βλέπεις γιατί πότισε την ανθρώπινη ιστορία. Βλέπεις γιατί το να μη μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη της ανθρωπότητας θα είναι έγκλημα μεγαλύτερο και από την ύπαρξή του την ίδια. Βλέπεις ό,τι δε θα ήθελες να δεις ποτέ. Βλέπεις ότι τον άνθρωπο δεν τον σταματάει τίποτα από το να σου εξοντώσει το παιδί σου.
Μέχρι να έρθει η λύτρωση με τη δική σου εξόντωση.
Μπορεί να έχεις δει ιστορικά αφιερώματα, να έχεις διαβάσει άρθρα, βιβλία αλλά ορκίζομαι πώς αυτή θα ναι η πρώτη σου φορά. Όπως κι εμένα είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιώ σε κείμενο το ρήμα εξοντώνω, χυδαίο και σαδιστικό χωρίς τα εισαγωγικά του.
Και μετά τον τοίχο, δεν είναι δάκρυ αυτό που θα έρθει. Θα είναι κάτι που θα σε αρπάξει από το στήθος και θα σε σφίξει. Θα ανοίξουν τα μάτια σου διάπλατα. Θα μοιάζει με τον αιφνιδιαστικό τρόμο που σε κατακλύζει στο πρώτο άκουσμα ενός θλιβερού γεγονότος, με τα δευτερόλεπτα που αναρωτιέσαι πώς θα διαχειριστείς κάτι τέτοιο. Για να έρθει το δάκρυ θα πρέπει ο εγκέφαλος να έχει καταπιεί τον πόνο. Και δε θα τον έχει καταπιεί. Αυτό που θα συνειδητοποιείς σιγά σιγά κατεβαίνοντας τα σκαλιά με το δικό σου λευκό πανί στο πρόσωπο, κοιτάζοντας τους άλλους που ακόμα θα βαδίζουν στην άγνοια, θα είναι κάτι που δε χωράει ανθρώπου νους. Οι σκέψεις στο μυαλό σου θα πηγαινοέρχονται δαιμονισμένες όμως θα τις πλακώνουν οι εικόνες που αντίκρισες. Θα κατεβαίνεις τα σκαλιά και δε θα φαίνεται τίποτα στο πρόσωπό σου. Πώς θα μπορούσε να εκφραστεί άλλωστε το αδιανόητο του σαδισμού της ανθρώπινης φύσης; 'Ίσως μόνο κάποιος να μπορούσε να δει τα γουρλωμένα ακόμα μάτια σου, να πασχίζουν να βγάλουν άκρη κάτω από τον τρόμο.
Δε θα βγάλουν.
Δε θα έχουν ξαναδεί τόσο θάνατο.
Δε θα έχουν ξαναδεί το θάνατο ποτέ τόσο ζωντανό.
Ξέρεις που πας, είσαι προετοιμασμένος να δεις θάνατο. Και βλέπεις ζωή και αυτό πονάει πιο πολύ απ όλα. Ζωή στερημένη. Ζωή σκοτωμένη, φυλαγμένη σε τεράστιες γυάλες. Τη ζωή που τους έταξαν. Αυτή που ποτέ δεν έζησαν. Υπήρχαν εκατομμύρια νεκροί αλλά εσύ βλέπεις, εκατομμύρια παπούτσια, τσάντες, βούρτσες, κρέμες, χαμόγελα σε φωτογραφίες. Βλέπεις ελπίδες. Βλέπεις τη λαχτάρα τους για νέα αρχή, εκεί ξεδιάντροπα σκοτωμένη. Την ίδια ασφάλεια πίσω από το «εδώ φέρνουν μικρά παιδάκια, δε θα 'ναι τίποτα».
Από μακριά ο άνθρωπος έχει πολύ δυνατές άμυνες. Όταν ο πόνος δεν αγγίζει το κοντινό του περιβάλλον, πλημμυρίζει με λόγια οργής, θλίψης, συμπόνιας δεν πλημμυρίζει όμως με συναισθήματα. Και είναι απαραίτητο αυτό. Αλλιώς με τόσες σφαίρες θα ήμασταν τρύπιοι, αν δεν είμαστε ήδη. Όμως είναι χρέος μας, σε εκείνους, σε εμάς , στην ανθρωπότητα, έστω μία φορά στη ζωή μας, να περπατήσουμε ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, να αφήσουμε ένα κομματάκι μας και να πάρουμε σαν πολύτιμο φυλαχτό, σαν το πιο γερό μάθημα, την τρύπα που για πάντα θα ανοίξει μέσα μας.
Όταν θα δούμε για πρώτη φορά τι σημαίνει Άουσβιτς.
Και όσο και αν δεν ήθελα να σταθώ σε παιχνίδια με τις λέξεις, εσκεμμένα αποφάσισα να μην το αναφέρω μέχρι την τελευταία γραμμή για να αποφύγω τον κονσερβοποιημένο οίκτο και την ξεπαγωμένη μελαγχολία που συνοδεύει το άκουσμα αυτού του ονόματος. Τέτοιου είδους συναισθήματα δεν αρμόζουν σε ένα τέτοιο έγκλημα. Όχι όταν το δεις από κοντά. Όχι όταν τα μηδενικά στο εκατομμύριο των θυμάτων γίνουν πλεξούδες μαλλιών πίσω από τζαμαρία.
Να υπάρχει κάποιος οδηγός συμπεριφοράς άραγε για όταν αντικρίζεις απομεινάρια ανθρώπων;