Το Χέρι

Καλησπέρα κύριε Θεέ, θα ήθελα να δω το χέρι σας.

Ογδόντα επτά χρόνια τώρα στη ζωή μου δεν το είδα. Σκέφτηκα μήπως τώρα που πέθανα και ξεμπέρδεψα με τα υλικά δεσμά του επίγειου κόσμου, μήπως τώρα μετά θάνατον θα είχα την τιμή να το δω. Παρακάλεσα τη γυναίκα μου να βάλει αυτό το σημείωμα στην τσέπη μου όταν ερχόταν αυτή η ώρα. Έκανε ότι δεν με άκουγε για να ξορκίσει το κακό αλλά είμαι βέβαιος ότι τώρα το χαρτί αυτό είναι στην τσέπη μου, την αριστερή, την αγαπημένη.

Κοιτάξτε κύριε Θεέ, μέχρι περίπου τα πρώτα είκοσί μου χρόνια δεν ήξερα γι' αυτό το χέρι σας. Δεν ήξερα και πολλά για εσάς, μην με κακολογήσετε. Είχα ακούσει να σας αναφέρουν αλλά ειδική μνεία για το χέρι αυτό δεν είχα ακούσει. Εκεί περί τα είκοσί μου, εκεί που άρχισα να νιώθω τα χέρια μου, τα πόδια μου, τη δύναμή μου, να ξεσπαθώνω σα να λέμε, να χαίρομαι που γεννήθηκα άνθρωπος, τότε ήταν που μου τα 'κοψες. Μεταφορικά μεν, αλλά νομίζω κι αυτό είναι αρκετό Θεέ μου. Φωτιά ήρθε, ναι δεν την έφερες εσύ κύριε Θεέ, αλλά δεν τη σταμάτησες κιόλας. Όλα τα χάσαμε κύριε Θεέ μου τότε, ό,τι περιουσία είχαμε και δεν είχαμε. Από εκείνο το βράδυ, η μάνα μου άρχισε να ερωτοτροπεί μαζί σας. Δώσ' του οι προσευχές. Ο πατέρας μου σε απελπισία. Οι τρίχες του βουτούσαν στο λευκό για να μην πέσουν. Άυπνος, άυπνοι και οι δύο, άυπνος κι εγώ, στο τραπέζι να μουρμουρίζουμε τη συμφορά μήπως και της δώσουμε λόγια μη και δε μας αποτρελάνει, και ανά δυο κουβέντες, το χέρι της μάνας μου στο σβέρκο του πατέρα μου: Μην ανησυχείς ο Θεός θα βάλει το χέρι του.

Κύριε Θεέ, δεν νομίζω ότι μου διαφεύγει κάτι αλλά δεν το έβαλες τότε το χέρι σου στο σπιτικό μας. Το περιμέναμε κάθε νύχτα. Και σκεφτόμουν κύριε Θεέ μου, τρεις άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα άλλο στον κόσμο, αν δεν αξίζουν όλο σου το χέρι, αξίζουν έστω ένα σου δαχτυλάκι. Το δοξάζαμε το χέρι σας, το χιλιοπαρακαλούσαμε. Και εμφανίστηκαν, όχι ένα ούτε δύο, αλλά έξι χέρια. Τα δικά μου χέρια, με λύσσα, της μάνας μου, του πατέρα μου, καταπιάστηκαν να κάνουν τα πάντα για να πάρουμε πίσω τη ζωή μας. Θεωρούσα ότι δεν είχε δει πιο όμορφα χέρια. Φυσικά ήταν και το δικό σας, δε θέλω να προσβάλω, αλλά κατανοείτε, δεν το είχα δει. Δεν είχε τύχει βλέπετε να τύχουμε της εύνοιάς σας. Το δικό σας έμεινε απλά στο παραμιλητό μας. Ξυπνούσαμε και κοιμόμασταν με αυτό. Και τελικά τα καταφέραμε, ζήσαμε. Μετά ο πατέρας εξαντλήθηκε, εξαντλήθηκε η καρδιά του. Η μάνα που δεν είχε σταματήσει να ελπίζει ότι θα το βάζατε το χέρι σας, τώρα πάλι το ζητούσε κύριε Θεέ μου για να αντέξει ο πατέρας λίγο παραπάνω. Μήτε τότε το είδαμε το χέρι σας Θεέ. Του πατέρα μου είδαμε, του πιο έντιμου ανθρώπου που γνώρισε αυτός ο κόσμος, σκληρό, κρύο, κουρασμένο. Και μετά δεν το ξαναείδαμε.

Μετά ήρθε ένα άλλο χέρι, και εκεί που πονούσα, αγάπησα. Λεπτά δάχτυλα, μακριά, όμορφα. Το χέρι της γυναίκας μου. Δε σταμάτησα όμως ποτέ να αναζητώ το δικό σας, Θεέ. Μια ζωή ελπίδες. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με μαξιλάρι το κάποτε. Προσπάθησα μια ολόκληρη οικογένεια να τη χτίσω πάνω σε αυτό το κάποτε. Σου θύμωσα Θεέ. Σου θύμωσα που με είχες παραμελήσει. Σου θύμωσα γιατί ένιωσα να σε γλυκαίνει το χρήμα Θεέ. Θεέ και Κύριε, αν είναι δυνατόν. Ένιωθα σα να μην είχαν δύναμη οι προσευχές μου. Σαν το ότι ήμουν φτωχός να με απέκλειε από τα μάτια σου. Τώρα μεγάλη κουβέντα θα πω, και να με συγχωρείς, Θεός είσαι εξάλλου δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς, αλλά όσοι είχαν χρήματα τα κατάφερναν καλύτερα. Άρχισα να φοβάμαι Θεέ μήπως μεροληπτείς μήπως εσύ ο όλων πιο αδέκαστος δεκάζεσαι από την ευκολία , και σε κάτι τρελά καμώματα του νου μου, άρχισα να σκέφτομαι Θεέ μήπως κι έχεις γίνει χρήμα. Και σα να μην έφτανε αυτό, σα να μην έφταναν όλα όσα ήδη δεν είχες κάνει, ήρθε και η αναθεματισμένη η αρρώστια να φάει την αδερφή της γυναίκας μου. Ακόμα πήγαινε σχολείο κύριε Θεέ μου. Και όχι, δε θα πω ότι εσύ την έστειλες αυτή την παλιοασθένεια, έχω μάθει να σέβομαι εγώ, -το συνομιλητή Θεέ μου-, αλλά δεν μπορούσες τουλάχιστον να τη σταματήσεις; Πόσα βράδια πέρασα με τη γυναίκα μου, το πιο όμορφο πλάσμα που δεν θα έπρεπε να βρέχεται από δάκρυ, να κλαίει στην αγκαλιά μου; Πόσες φορές της έταξα ότι θα βάλεις το χέρι σου Θεέ μου; Και πόσες φορές την άφησες να σπαράζει μες στη νύχτα; Και εκεί που σε αναθεμάτιζα και εκεί που φαντασιωνόμουν κάθε βράδυ τη χερούκλα σου να μου ανακατεύει τη ζωή μου, να την κάνει, έτσι, ίσα με λίγο πιο ελαφριά, ένα χέρι πείραζε το πρόσωπο μου. Τόσο δα. Μια σταλιά. Και δεν είχα δει πιο όμορφο. Μύριζε μπισκότο και είχε δάχτυλα που μέχρι κι εσύ θα ζήλευες κύριε Θεέ. Αγγελικά, μωρουδιακά. Κι εκεί που λάτρευα την κόρη μου, κι εκεί που την έβλεπα τον άγγελό μου άρχισα να σε απεχθάνομαι Θεέ. Τι πράγμα κι αυτό. Μα τι σκέψεις έβαλε και αυτό το κεφάλι. Φοβήθηκα. Φοβήθηκα μη τη δεις και τη θες δικό σου άγγελο, φοβήθηκα μη και μπει το χέρι σου ξαφνικά στη ζωή μας τώρα. Ξέρω κι εγώ, παρανόησα. Αλλά κι εσύ, μήπως κι είχες ιερό και όσιο; Σε απαρνήθηκα, ίσως και να σε μίσησα. Αλλά μετά αποφάσισα να μην υπάρχεις. Γιατί δεν άξιζε να σπαταλήσω τόσο μίσος. Με εμένα θύμωσα που τα έβαλα με το χαρτοπόλεμο μιας μυθοπλασίας που ξώμεινε να σκεπάζει το παραμύθι μας. Αθώος είσαι. Σε σώζει η ανυπαρξία.

Θυμάμαι ακόμη εκείνο το πρώτο «Θα βάλει ο Θεός το χέρι του» που είπε η μάνα μου στον πατέρα μου. Καθόμασταν στην τραπεζαρία. Θυμάμαι να γίνομαι η σκόνη της ζωής μου και να μοιράζομαι με τη σκόνη αυτών των ανθρώπων, πάνω στην τραπεζαρία δίπλα σε ένα βάζο. Ας φυσούσες, κι αν φυσούσες, κάπου θα μας έβγαζες. Δε φύσηξες, δε βγήκαμε, και από σκόνη άρχισα να γίνομαι πηλός. Πήγε να με φάει το χώμα, αλλά από το χώμα γεννήθηκα πηλός και έγινα τα πάντα. Ύβρις αυτό που θα ξεστομίσω τώρα και το ξέρω αλλά έχουμε πει, Θεός είσαι εσύ, αν υπάρχεις, συγχωρείς, δεν κάνεις και κάτι άλλο. Φοβάμαι Θεέ ότι σου πήρα τη θέση. Δεν έσωσα βέβαια τον πατέρα μου, ούτε την αδελφή της γυναίκας μου, μα μήτε κι εσύ τους έσωσες. Όλα τα άλλα τα έκανα. Έκανα τα πάντα για τους γονείς μου, για τις δύο γυναίκες της ζωής μου και όταν εκείνες μου χαμογελούσαν έλεγα δεν υπάρχει καλύτερος Θεός από εμένα. Και όχι κύριε Θεέ μου, μην τολμήσεις να μου πεις ότι εσύ μου χάρισες ευτυχία μέσα από εκείνες.

Όχι κύριε Θεέ, δε θέλω, δε σας επιτρέπω να κλέψετε τη δόξα όλων των χεριών που βρέθηκαν μπροστά μου, πάνω μου, δίπλα μου. Μερικά και εναντίον μου να με σταματήσουν. Προτιμώ να παραδεχτείτε ότι δεν υπάρχετε και όχι να καλύψετε αυτό το φιάσκο καπηλευόμενος τα δάχτυλα που μπλέχτηκαν με τα δικά μου, ή τα δικά μου που μόχθησαν, για να φτάσω σήμερα μάταια μα και τόσο μοναδικά να σας έρθω.

Πολλά χρόνια φανταζόμουν το χέρι σας τεράστιο. Μια χερούκλα πάνω από τον κόσμο. Μάλλον, σκεφτόμουν, κάποιες περιοχές, δυστυχώς, βρίσκονταν ολόκληρες ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη σας, γιατί τόσες κατάρες μαζεμένες μάλλον απλώς σας ξέφυγαν. Τι άλλο; Όσον αφορά στο σπιτικό μας, εκείνα τα λεπτά πριν με πάρει ο ύπνος που ο νους σε έψαχνε στα σκοτάδια, δύο τινά φανταζόμουν. Το πρώτο ήταν ότι το σπίτι και η οικογένειά μας, έτυχε της ατυχίας να βρίσκεται στις χαρακιές της παλάμης σας και μάλλον δεν την πρόφτανε η θαλπωρή του χαδιού σας. Λογικό, τέτοιο χέρι, μεγάλες χαρακιές θα έχει, ολόκληρες ζωές θα καταπίνει. Το δεύτερο ήταν μήπως και το σπιτικό μας παραήτανε μικρό για ένα τέτοιο χέρι. Πού να χωρέσει θείο χέρι σε μια τρύπα ταπεινότητας. Βέβαια, έβλεπα και τριγύρω κύριε Θεέ, και έβλεπα πόνο και το χέρι σας όλο και μίκραινε στο κεφάλι μου. Αλλά μετά τον πόνο, έβλεπα κάθε μέρα προσπάθεια και τίποτα πιο ιερό δεν γνώρισα από αυτή την προσπάθεια. Εκεί το χέρι σας χάθηκε κύριε Θεέ, ή να το πω καλύτερα, είδα το χέρι του ανθρώπου να γίνεται ίσα με το δικό σας. Πήρε χρόνια, το λάτρεψα, το μίσησα, το φοβήθηκα και τελικά το ξέχασα. Το άφησα στη λήθη της ανυπαρξίας μαζί και με άλλες φαντασίες μου. 

Και αν υπάρχεις και κάνω τόσο λάθος, και τώρα που άφησα τα επίγεια σε γνωρίσω - λάθος σου, γιατί, τώρα τι να σε κάνω- καλού κακού φέρνω και λίγο ύφασμα. Στην άλλη τσέπη είναι, τη δεξιά. Να ράψουμε ένα γάντι, να αναπαύσουμε το χέρι σου να ναι οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι, που μπερδεύονται που τους αδίκησε το τίποτα αντί να βάλουν πλώρη να γίνουν τα πάντα. Απ' την άλλη πάρτο και ως δώρο γιατί μόλις άφησα Θεέ μου το χέρι σου, κατάλαβα ότι κάπου μέσα μου βαθιά το εκτιμώ. Ξέρεις, ίσως άθελά σου και μέσα σε αυτή σου την ανυπαρξία, επωμίστηκες με το βάρος το μεγαλύτερο όλων. Να κουβαλάς στο χέρι σου το ξημέρωμα για ανθρώπους που τους πλάκωσε η νύχτα. Και γι΄αυτούς εγώ με δέος πάντα θα σε ευχαριστώ.

Εν τω μεταξύ, τόσο σε φοβάμαι πως τίποτα δε σκαμπάζεις από ύπαρξη που κάθισα να τα γράψω . Γιατί για να διαβάζεις σκέψεις, ούτε λόγος. Μάρτυρας μου η Ιστορία.

Σε χαιρετώ,

Ένας άλλος θεός, και πιο άνθρωπος από ποτέ στο χαμό του.

CKal
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε